Ανισότητες στην υγεία – Α’ Μέρος: Η εμφάνιση και η απαρχή τους
Σε μια κοινωνία με ανισότητες δεν υπάρχει ισότητα ούτε απέναντι σε μια πανδημία, ούτε απέναντι στον θάνατο… Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη μορφή ανισότητας από την ίση αντιμετώπιση των άνισων…
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, υγεία είναι η κατάσταση πλήρους φυσικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας, όχι απλώς η απουσία ασθένειας. Αλλά, αν η υγεία είναι αγαθό τότε πώς εντάσσεται στη σφαίρα του εμπορίου; Ο ορισμός δεν αφορά τη φύση του αγαθού υγείας, δηλαδή αν είναι εμπορεύσιμο ή δημόσιο: η υγεία δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθεί ή να μετρηθεί, υπάρχει όμως η δυνατότητα να γίνει μια βοηθητική διάκριση μεταξύ υγείας και φροντίδας υγείας. Η υγεία συνιστά θεμελιώδες αγαθό ενώ η φροντίδα υγείας έχει καταστεί στον καπιταλισμό εμπορεύσιμο αγαθό, το οποίο περιέχει υπηρεσίες και αγαθά που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής. Σε πιο απλά λόγια η διατήρηση της υγείας σε επίπεδα επιβίωσης είναι (σχεδόν σε όλα τα κράτη) προσβάσιμη σε όλους λόγω της ανάγκης διατήρησης του απαραίτητου δυναμικού της εργατικής τάξης για την λειτουργία των επιχειρήσεων, ενώ η ποιότητα της επιβίωσης και της υγείας διακατέχεται από ταξικούς φραγμούς. Εφόσον λοιπόν ένα ουσιώδες στοιχείο που αφορά την υγεία, εντάσσεται στην ανταλλακτική σφαίρα, αποτελεί κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας, τότε η υγεία πλέον υπόκεινται στους κανόνες της αγοράς. Ο καταναλωτής έχει ως στόχο την βέλτιστη επιθυμητή κατάσταση υγείας για τον εαυτό του ή την οικογένειά του και για να το πετύχει απευθύνεται στους επαγγελματίες υγείας για την παρεχόμενη φροντίδα. Ο όρος υγειονομική ανισότητα αναφέρεται σε διαφοροποιήσεις στην υγεία ομάδων πληθυσμών, οι οποίες μπορούν να αποφευχθούν και δεν οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες.
Πολλές φορές το συμπέρασμα αυτό εξαντλείται στο ζήτημα του τρόπου ζωής (lifestyle) το οποίο όντως διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τόσο το επίπεδο υγείας ενός ατόμου, όσο και τη δυνατότητα και αντίληψη του να αντιδρά και να επεμβαίνει σε αυτό. Όμως το lifestyle δεν είναι εγγενές ούτε διαμορφώνεται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε άνθρωπο. Το πού μένει ο καθένας, τι μπορεί να τρώει, πού δουλεύει, σε τι παράγοντες κινδύνου, μόλυνσης και άγχους εκτίθεται στο εργασιακό ή κοινωνικό περιβάλλον καθορίζεται κυρίως από την ταξική του θέση. Με βάση μια σειρά ερευνών λοιπόν προκύπτει:
Η εμφάνιση ασθενειών επηρεάζεται από γεωγραφικούς και χρονικούς παράγοντες και όχι μόνο από βιολογικούς.
Η συμπεριφορά απέναντι στην ασθένεια καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον.
Η επιλογή των δομών υγείας εξαρτάται από την γεωγραφική και οικονομική θέση, άρα δεν έχουν όλοι de facto πρόσβαση σε ισάξιες ποιοτικά δομές.
Και τα τρία παραπάνω διαμορφώνονται από την οικονομική και επαγγελματική θέση και, είτε επικαθορίζονται από αυτή, (τόπος κατοικίας, χώρος εργασίας, διατροφικές συνήθειες) είτε διαμορφώνονται στην εξέλιξη τους (δυνατότητα πρόσβασης σε δομές υγείας).
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο ότι η ταξική θέση καθορίζει πλήρως το επίπεδο υγείας στο οποίο μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση.
Άρα εμφανίζεται το φαινόμενο της ανισότητας στο χώρο της υγείας, καθώς τα παραπάνω δεν αφορούν βιολογικούς παράγοντες. Και η ανισότητα στο επίπεδο της υγείας είναι συνυφασμένη με την ταξική ανισότητα η οποία επικαθορίζει το σύνολο των παραγόντων κινδύνου αλλά και αντιμετώπισής τους, αντικείμενο που αποτέλεσε πεδίο ερευνών από κοινωνιολόγους και γιατρούς στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Όπως και στην ιατρική, όπου πλέον δε γίνεται αποδεκτό το βιοϊατρικό μοντέλο (οι ασθένειες ερμηνεύονται αποκλειστικά με βάση βιολογικούς όρους) αλλά το βιοψυχοκοινωνικό (οι ασθένειες ερμηνεύονται ως συνισταμένη βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων), έτσι και κοινωνιολογικά η εμφάνιση των ασθενειών και η αντιμετώπιση τους δεν περιορίζεται στη βιολογική ερμηνεία.
Η δημόσια υγεία, λοιπόν, αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως ατομική ευθύνη και πεδίο κερδοφορίας. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και σε κάθε πλημμύρα, σε κάθε πυρκαγιά, σε κάθε σεισμό οι περισσότερες απώλειες και καταστροφές αφορούν τα φτωχότερα και μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Απώλειες και καταστροφές, αρχικά υλικές, που τελικά οδηγούνται να αφορούν και πάλι τις συνθήκες διαβίωσης και άρα την υγεία του συνόλου. Η πρόσφατη πανδημία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σε σεμινάριο του εργαστηριακού τομέα της Mayo Clinic με τίτλο Pulling back the sheets: Deep inequalities exposed by the COVID-19 pandemic (Ξεσκεπάζοντας το κάλυμμα: Οι δομικές ανισότητες αποκαλύπτονται από την πανδημία του Covid-19) η γιατρός Rahma Warsame παρουσιάζει στοιχεία ερευνών για το πώς και ποιοι επηρεάζονται από την πανδημία. Και τα στοιχεία είναι όντως αποκαλυπτικά: Σε σχέση με τους λευκούς οι μαύροι και οι γηγενείς πεθαίνουν νωρίτερα και από περισσότερες ασθένειες καθώς έχουν τετραπλάσια περιγενετική θνησιμότητα, δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν στο πρώτο έτος της ζωής τους και υψηλότερα ποσοστά θανάτου για κάθε ασθένεια, παρατηρείται μια άτυπη γκετοποίηση σε συγκεκριμένες περιοχές στις οποίες παρουσιάζονται αυξημένα ποσοστά ανεργίας, χαμηλότερο εισόδημα, αυξημένη συγκέντρωση πληθυσμού σε χαμηλής ποιότητας κατοικίες, κακές συνθήκες υγιεινής, και όπως είναι επόμενο οι κατηγορίες αυτές έχουν αυξημένα ποσοστά ανασφάλιστων ή υποασφαλισμένων, και ως εκ τούτου μειωμένη δυνατότητα πρόσβασης σε δομές υγείας, μειωμένη πρόσβαση σε διαγνωστικούς ελέγχους για τον sars cov 2, μειωμένη δυνατότητα πρόσβασης σε διαγνωστικά κέντρα, πρόσβαση μόνο σε περιορισμένης δυνατότητας ιδρύματα και μειωμένη δυνατότητα να εξεταστούν για τον sars cov 2 σε σχέση με λευκούς με τα ίδια συμπτώματα.
Η παραπάνω έρευνα επιβεβαιώνει ότι σε μια κοινωνία με ανισότητες δεν υπάρχει ισότητα ούτε απέναντι σε μια πανδημία, ούτε απέναντι στον θάνατο. Η παραπάνω στάση δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά το σύνολο του δυτικού κόσμου καθώς η απόκριση και η αντιμετώπιση των λοιμωδών ασθενειών συνδέεται με τις προτεραιότητες του κάθε κράτους και με το αν θεωρεί την προστασία ενός πολίτη απέναντι σε ένα λοιμώδες παράγοντα, ατομική ευθύνη (και άρα ατομικό πρόβλημα), ή δικαίωμα του πολίτη και άρα κοινωνική και κρατική υποχρέωση. Από ό,τι φάνηκε ακόμα και σε επίπεδο εκφοράς λόγου στο δυτικό κόσμο επικράτησε το πρώτο και άρα η δυνατότητα προστασίας απέναντι σε μια λοιμώδη ασθένεια καθορίζεται από τις ασφαλιστικές και οικονομικές δυνατότητες του πολίτη και δεν αποτελεί κρατική ευθύνη. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη μορφή ανισότητας από την ίση αντιμετώπιση των άνισων.
Για αυτό και η κυβέρνηση αδιαφορούσε για το τι συμβαίνει στα ΜΜΜ, για το τι συμβαίνει στα δημόσια σχολεία, για το ποιοι αποκλείονται από τα δημόσια νοσοκομεία και ποιοι μπορούνε να έχουν πρόσβαση στα ιδιωτικά. Γιατί τα μέτρα δεν πάρθηκαν για να προστατεύουν την κοινωνία από την πανδημία, αλλά το κεφάλαιο από την κοινωνία. Η πολιτική υγείας, λοιπόν, που ακολούθησε τόσο το ελληνικό κράτος όσο και η ευρωπαϊκή ένωση είχαν ως μοναδικό στόχο την προστασία της κερδοφορίας του κεφαλαίου αδιαφορώντας για τα μέτρα προστασίας της κοινωνίας με αποτέλεσμα τις απίθανες δηλώσεις που ακούγονταν στις απογευματινές ενημερώσεις.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης