Ανισότητες στην υγεία – Β’ Μέρος: Η πηγή της ύπαρξής τους
Δεν είναι τυχαίο πως στο σύνολο των χωρών της ΕΕ, όσο εισέρχονται πιο έντονα τα οικονομικά κριτήρια κέρδους και ο ιδιωτικός τομέας, τόσο οι παροχές υγείας και οι δείκτες χειροτερεύουν και όλα τα παραπάνω θεωρούνται πολυτέλεια η οποία μπορεί να παρέχεται μόνο σε όσους έχουν τη δυνατότητα να την καταναλώσουν.
Δεν είναι τυχαίο πως στο σύνολο των χωρών της ΕΕ, όσο εισέρχονται πιο έντονα τα οικονομικά κριτήρια κέρδους και ο ιδιωτικός τομέας, τόσο οι παροχές υγείας και οι δείκτες χειροτερεύουν και όλα τα παραπάνω θεωρούνται πολυτέλεια η οποία μπορεί να παρέχεται μόνο σε όσους έχουν τη δυνατότητα να την καταναλώσουν. Το ίδιο το DNA των αστικών κρατών που αποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εγγεγραμμένο την ύπαρξη ανισοτήτων στην παροχή υπηρεσιών υγείας, όπως φαίνεται και από τα συστήματα υγείας που υπάρχουν σε αυτές.
Τα δυο μοντέλα υγείας τα οποία επικρατούν στην Ευρώπη είναι το γερμανικό μοντέλο (Bismark 1883) και το αγγλικό μοντέλο (Beveridge 1940). Στο πρώτο οι παροχές υγείας και η ασφάλιση βασίζονται στη θέση εργασίας του πολίτη και στην ανταποδοτικότητα που του παρέχει. Το δεύτερο, αν και αποτελεί αντιγραφή του σοβιετικού μοντέλου στο οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια (και δημιουργήθηκε για να σώσει την Ευρώπη από τον κομμουνισμό, κατά δήλωση του Marshall) και βασίζεται στη φορολογία του κοινωνικού συνόλου (η οποία έτσι και αλλιώς είναι αναντίστοιχη του παραγόμενου πλούτου) δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει ένα αποκλειστικά δωρεάν σύστημα υγείας καθώς ολόκληρες ομάδες έμειναν εκτός ανά περιόδους (γυναίκες, πρόσφυγες) ενώ πολλές υπηρεσίες παρέχονταν αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα. Μια σειρά χωρών βέβαια (ανάμεσα τους και η Ελλάδα) κατείχαν ένα συνδυασμό των δυο μοντέλων. Παράλληλα μετά τη δεκαετία του 90, άρχισε να εισέρχεται στην Ευρώπη και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που είχε επικρατήσει στις ΗΠΑ (πλήρης ιδιωτικοποίηση εκτός από ένα στοιχειώδες δίκτυ ασφαλείας).
Η πραγματικότητα είναι πως παρά τη μυθολογία που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 80 για το τι είναι το κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας, αυτό δεν αφορά κάποια ιδιοτυπία, αλλά μια μορφή αστικού κράτους στο οποίο ο τρόπος άσκησης κοινωνικής πολιτικής βασίζεται, επιγραμματικά, στην άντληση πόρων από την ίδια την εργατική τάξη με τον έναν (ασφαλιστικές εισφορές στο βιομηχανικό μοντέλο κατά Titmuss) ή τον άλλο τρόπο (φορολογία του συνόλου στο κοινωνικό μοντέλο κατά Titmuss). Το ΕΣΥ λοιπόν δημιουργήθηκε αφήνοντας όλη την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στον ιδιωτικό τομέα και λειτουργώντας πολλές φορές το ίδιο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Κοινώς, καθολικά δημόσια και δωρεάν υγεία δεν υπήρχε ποτέ στην Ελλάδα.
Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, επομένως, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη θνησιμότητα του πληθυσμού και γενικά στο επίπεδο υγείας (ή στην έλλειψή της) στον πληθυσμό. Έχει εκτιμηθεί ότι η θνησιμότητα των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή των ανώτερων. Για παράδειγμα η θνησιμότητα γυναικών που προέρχονται από κατώτερα οικονομικά στρώματα αυξάνεται σε αντίθεση με το γενικό πληθυσμό. Γενικά το σύνολο των μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί για τη σύγκριση των δεικτών υγείας με βάση τη θέση στην παραγωγή δείχνουν ότι ο κίνδυνος θανάτου των χαμηλότερων τάξεων είναι μεγαλύτερος όπως και η βρεφική θνησιμότητα, ενώ οι υψηλότερες τάξεις χρησιμοποιούν περισσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας, τόσο ενδονοσοκομιακά όσο και εξωνοσοκομιακά.
Είναι λυπηρό σε μια περίοδο τεχνολογικής ανάπτυξης να υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που αγνοούν τα βασικά στοιχεία υγιεινής. Όπως ταυτόχρονα είναι πάλι παράδοξο κοινωνικές ομάδες να εφησυχάζουν, συγκρινόμενες με τις παραπάνω, ενώ ταυτόχρονα ακολουθούν στην πράξη ένα επίσης επικίνδυνο (αλλά σε άλλο επίπεδο) τρόπο ζωής (κάπνισμα, αλκοόλ, διατροφή, περιβάλλον). Η πρόληψη λοιπόν ειδικά στην παρέμβαση στους παράγοντες που καθορίζουν τον τρόπο ζωής είναι δυνατόν να διαμορφώσει παραμέτρους όπως ο ύπνος, το αίσθημα ικανοποίησης, η εξάρτηση από ουσίες, η ικανότητα για εργασία, οι κοινωνικές επαφές, η σωματική ασφάλεια. Δηλαδή συνοπτικά εκτός από το να διαμορφώνει τους δείκτες νοσηρότητας (μείωση εμφάνισης ασθενειών), θνησιμότητας (έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία), προσδόκιμου ζωής, είναι δυνατόν να αναδιαμορφώνει συνολικά την ποιότητα και το επίπεδο διαβίωσης.
Η βιομηχανία υγείας καθορίζει μέσω οδηγιών και πρωτοκόλλων και άρα και κατευθύνει τους υγειονομικούς ως πριν την αντιμετώπιση του ασθενή με βάση τα (απαρχαιωμένα επιστημονικά κατά τα αλλά) κριτήρια κόστους οφέλους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κατεύθυνση για τα DRG). Δομείται μια αντίληψη η οποία δεν βλέπει τον ασθενή και τη νόσο του ολιστικά, ως αποτέλεσμα κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συμπεριφορών, δεν βλέπει την κοινωνική διάσταση μιας ασθένειας, αλλά μόνο το οικονομικό αποτέλεσμα αυτής. Και για αυτό το λόγο η αντιμετώπιση είναι περιορισμένη.
Πάνος Χριστοδούλου,Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης
Το Α’ Μέρος εδώ:
Ανισότητες στην υγεία – Α’ Μέρος: Η εμφάνιση και η απαρχή τους