Για τα απογευματινά – επί πληρωμή – χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία
Αν και ο αναλυτικός τιμοκατάλογος αναμένεται, αποτελεί πρόκληση το γεγονός ότι η κυβέρνηση ουσιαστικά λέει στον λαό που έχει χρυσοπληρώσει για την υγεία του, με τις ασφαλιστικές εισφορές, τη φορολογία, τα διάφορα χαράτσια, πως για να χειρουργηθεί έγκαιρα, πρέπει να βάλει ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Του Γιώργου Σιδέρη (μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Υγείας – Πρόνοιας της ΚΕ)
Στο πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης, που αποτελεί τμήμα του κυβερνητικού σχεδίου για το «νέο ΕΣΥ», θεσπίζεται η λειτουργία απογευματινών – επί πληρωμή – χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία (άρθρο 44).
Τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι πως το συγκεκριμένο μέτρο θα μειώσει τη λίστα αναμονής για τα πρωινά χειρουργεία, θα βελτιώσει τους απαράδεκτους μισθούς των γιατρών και άλλων υγειονομικών, θα συμβάλει στα έσοδα των νοσοκομείων διότι θα αξιοποιούν τις ανεκμετάλλευτες υποδομές σε μέρες και ώρες που δεν εφημερεύουν.
Τα επιχειρήματα αυτά έχουν ως κοινό παρονομαστή την ενίσχυση των κανόνων της αγοράς για τη «λύση» των προβλημάτων των ασθενών, τα οποία γεννιούνται και αναπαράγονται ακριβώς από την πολιτική ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της εμπορευματοποίησης των εργασιών των δημόσιων μονάδων Υγείας.
Παρουσιάζουν δηλαδή την αιτία ως λύση και χρησιμοποιούν τα ίδια αντιλαϊκά εργαλεία που θα έχουν το ίδιο και χειρότερο αντιλαϊκό αποτέλεσμα. Τέτοιας κατεύθυνσης μέτρα εφαρμόστηκαν απ’ όλες τις κυβερνήσεις, με τα επιχειρήματα του «εξορθολογισμού των δαπανών» και της «βιωσιμότητας» των μονάδων Υγείας, τα οποία διαμόρφωσαν τη σημερινή κατάσταση.
Ολοταχώς για το αυτοχρηματοδοτούμενο νοσοκομείο – επιχείρηση με ασθενείς – πελάτες
Με τα απογευματινά – επί πληρωμή – χειρουργεία η κυβέρνηση της ΝΔ εμβαθύνει και εφαρμόζει μια ακόμα πλευρά ιδιωτικοοικονομικής και εμπορευματικής λειτουργίας των νοσοκομείων, η οποία δεν είναι καθόλου νέα. Την είχε εξαγγείλει η ίδια το 2019 (τα σχέδια αναβλήθηκαν λόγω κορονοϊού) αλλά είχε ήδη θεσμοθετηθεί από το 2002 επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και παρέμεινε επί ΣΥΡΙΖΑ που «ξέχασε» να την καταργήσει.
Η εξέλιξη αυτή είναι ενταγμένη στις κατευθύνσεις της ΕΕ και των αστικών κομμάτων και στοχεύει στην ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων ως αυτοχρηματοδοτούμενων επιχειρηματικών μονάδων, με δικά τους έσοδα, από την πώληση των εργασιών τους στα ασφαλιστικά ταμεία και άμεσα στους ασθενείς. Στόχος είναι να απεμπλακεί στον μεγαλύτερο βαθμό ο κρατικός προϋπολογισμός από τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων προκειμένου να περισσέψει κρατικό χρήμα για την παντός είδους στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων.
Τα απογευματινά ιατρεία – πάλι επί πληρωμή των ασθενών – στα δημόσια νοσοκομεία που φτιάχτηκαν επί ΠΑΣΟΚ και γιγαντώθηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ απέσπασαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από τους χιλιάδες ασθενείς – πελάτες που τα επισκέφτηκαν (μόνο στον προϋπολογισμό του 2022 προβλέπονται περί τα 100.000.000 ευρώ έσοδα).
Ηδη από συνεντεύξεις του υπουργού και της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας αναφέρεται η πληρωμή του νοσηλίου κατά 70% από τον ΕΟΠΥΥ ως έσοδο του νοσοκομείου και κατά 30% από τον ασθενή ως πληρωμή του χειρουργού και των άλλων υγειονομικών, αν και υπάρχουν δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι οι ασθενείς ενδεχομένως να πληρώνουν ξεχωριστά τον γιατρό, όπως γίνεται στον ιδιωτικό τομέα.
Αν και ο αναλυτικός τιμοκατάλογος αναμένεται, αποτελεί πρόκληση το γεγονός ότι η κυβέρνηση ουσιαστικά λέει στον λαό που έχει χρυσοπληρώσει για την υγεία του, με τις ασφαλιστικές εισφορές, τη φορολογία, τα διάφορα χαράτσια, πως για να χειρουργηθεί έγκαιρα, πρέπει να βάλει ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Εάν οι κυβερνήσεις – τωρινή και προηγούμενες – ανησυχούσαν για τις μακροχρόνιες αναμονές για χειρουργεία και τις σοβαρές τους συνέπειες στην υγεία του λαού, θα είχαν προσλάβει όλο το αναγκαίο προσωπικό, θα καταργούσαν τις περικοπές των μισθών, θα είχαν ανοίξει χειρουργικές αίθουσες και κρεβάτια ανάνηψης και ΜΕΘ, ώστε να μπορούν να λειτουργούν τα χειρουργεία και το απόγευμα χωρίς ο ασθενής να χρειάζεται να πληρώσει τίποτα επιπλέον.
Η περίοδος του δίχρονου της πανδημίας είναι αποκαλυπτική αφού έγιναν πάνω από 200.000 λιγότερες χειρουργικές πράξεις στα δημόσια νοσοκομεία, επειδή τακτική της κυβέρνησης ήταν να κλείσει χειρουργικές αίθουσες για να τις μετατρέψει σε πρόχειρες ΜΕΘ είτε για να αξιοποιήσει το προσωπικό τους σε άλλα πόστα.
Η «αδυναμία» άλλωστε του δημόσιου συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ασθενών οφείλεται στην πολιτική που αντιμετωπίζει τη λαϊκή Υγεία ως «κόστος» που εκφράζεται και με τις μακροχρόνιες λίστες αναμονής.
Διαφοροποίηση των μονάδων Υγείας και αρνητικές συνέπειες για τους υγειονομικούς
Η εμβάθυνση της επιχειρηματικής λειτουργίας των νοσοκομείων ως αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων θα αποτελεί βασικό κριτήριο της «βιωσιμότητάς τους». Το οικονομικό στοιχείο θα καθορίζει την ανάπτυξη ή την κατάργηση νοσοκομείων, τμημάτων, κλινικών και εργαστηρίων και όχι οι διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Με αυτό το οικονομικό κριτήριο θα αξιολογούνται η απόδοση του προσωπικού, οι προσλήψεις ή ο περιορισμός τους.
Η πείρα που υπάρχει είναι πως η ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων με επιχειρηματικά – ανταποδοτικά κριτήρια γιγάντωσε τις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας, τον θεσμό του επικουρικού προσωπικού, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για τους υγειονομικούς. Η σημερινή εξάρτηση της πρόσληψης και πληρωμής των επικουρικών και η πληρωμή ενός μέρους των εφημεριών από τα έσοδα των νοσοκομείων (νοσήλια, απογευματινά ιατρεία) αποτελούν μια μικρογραφία αυτού που έρχεται. Ταυτόχρονα, θα γίνει πιο εμφανής η διαφοροποίηση ανάμεσα στις μονάδες Υγείας – Πρόνοιας ως προς την ανάπτυξη τμημάτων και υπηρεσιών ανάλογα με το ύψος των εσόδων από την πώληση των εργασιών τους.
Αν και μεγαλώνει το τμήμα των υγειονομικών που έρχεται αντιμέτωπο με τα προβλήματα που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα, την ίδια ώρα παραμένει ισχυρό ένα τμήμα του ιατρικού (κυρίως) κλάδου διότι τα συμφέροντά του συνδέονται με την πορεία υλοποίησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, την ενίσχυση διείσδυσης μονοπωλίων φαρμάκου και εξοπλισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως κατά την περίοδο της διαβούλευσης του νομοσχεδίου το συγκεκριμένο άρθρο έχει χειροκροτηθεί από μερίδα τέτοιων επιστημόνων.
Από την άλλη, η εναντίωση στο νομοσχέδιο από στελέχη των αστικών κομμάτων που δραστηριοποιούνται σε Ιατρικούς Συλλόγους δεν έχει ως κριτήριο τον ασθενή και τις ανάγκες του αλλά επειδή το δημόσιο επιχειρηματικό νοσοκομείο πάει να «φάει» την «πελατεία» του ιδιωτικού τομέα. Οπως έγραφε ένας από αυτούς, «τα απογευματινά χειρουργεία διαχωρίζουν με απαράδεκτο τρόπο τους πολίτες σε πλούσιους και φτωχούς εντός ΕΣΥ» (βλέπετε, εκτός δεν υπάρχει πρόβλημα).
Γι’ αυτό κάποιοι εξ αυτών συμφωνούν με τα απογευματινά χειρουργεία μόνο αν επιτραπεί και στους ιδιώτες χειρουργούς να χειρουργούν στα δημόσια νοσοκομεία αξιοποιώντας τις δομές και το προσωπικό τους γιατί, όπως γράφουν, «αλλιώς δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού»!!!
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση «ένα το κρατούμενο» είναι η πληρωμή του ασθενούς – πελάτη
Κάποιοι οπαδοί του κυβερνητικού μέτρου το …τερματίζουν τονίζοντας πως το υιοθετούν από τη σκοπιά της ανάγκης για συνεχιζόμενη εκπαίδευση και την αγάπη των χειρουργών για τη δουλειά τους!!! Οπως γράφουν, «για έναν νέο χειρουργό δεν νοείται ζωή εκτός χειρουργείου», «είναι μεγάλη χαρά να δουλεύει μέρα και νύχτα αφού έτσι εκπαιδεύεται», ενώ γνωρίζουν πως αυτό που λείπει είναι η ιατρική εκπαίδευση με συγκροτημένο και υποχρεωτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα (που δεν υπάρχει), τα ανθρώπινα ωράρια εργασίας (και όχι οι δεκάδες εφημερίες τον μήνα), η έκθεσή του σε ευθύνες που του αναλογούν (και όχι η λάντζα και η αδιαφορία από διάφορους διευθυντές).
Το ένα βήμα εμπορευματοποίησης προετοιμάζει τα επόμενα
Την ίδια ώρα δημιουργούνται ορισμένες εύλογες «απορίες»:
- Με το 30% των χειρουργικών αιθουσών να είναι κλειστές, με χειρουργεία ετοιμόρροπα σε ορισμένα νοσοκομεία, με εξοπλισμό πεπαλαιωμένο και χωρίς τις αναγκαίες κλίνες ΜΕΘ πώς θα στηριχτεί η μετεγχειρητική πορεία ενός ασθενούς το απόγευμα; Μήπως με ΣΔΙΤ και αξιοποίηση των δωρεών διαφόρων «ευεργετών» που τελικά δεν είναι τόσο «αθώες» αλλά αποτελούν το όχημα για εξυπηρέτηση επιχειρηματικών σχεδίων;
- Ποιοι θα είναι οι νοσηλευτές χειρουργείου, οι εργαλειοδότες, οι τραυματιοφορείς, οι νοσηλευτές αναισθησιολογικού όταν στους περισσότερους οφείλονται πάνω από 100 ρεπό; Μήπως υγειονομικοί με μπλοκάκι;
- Ποιοι αναισθησιολόγοι θα «κοιμίζουν» τον ασθενή όταν αυτοί που υπάρχουν κάνουν μέχρι και 10 εφημερίες τον μήνα, διασωληνώνουν στα Επείγοντα και τις κλινικές και διακομίζουν τους βαρέως πάσχοντες ασθενείς; Μήπως οι ιδιώτες που προβλέπονται από το αμέσως επόμενο άρθρο του ίδιου νομοθετήματος (άρθρο 45);
- Πώς θα αντιμετωπίζονται οι ενδεχόμενες επιπλοκές ενός χειρουργείου και η ανάγκη για μεγαλύτερη νοσηλεία από το «προβλεπόμενο»; Μήπως με επιπλέον δαπάνη για τους ασθενείς;
- Ποιος θα βοηθά τον χειρουργό στα απογευματινά χειρουργεία; Ο ειδικευόμενος γιατρός που εφημερεύει ταυτόχρονα και δεν προλαβαίνει να δει ούτε τους ασθενείς που νοσηλεύονται και που σήμερα δεν μπορεί να μπει στο χειρουργείο γιατί δεν υπάρχει κάποιος να τον αντικαταστήσει στην κλινική, στα Επείγοντα ή γιατί ασχολείται με ασθενείς Covid;
Το νομοσχέδιο απορρίπτεται
Για το ΚΚΕ, η κατεύθυνση κάθε νομοσχεδίου πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο αν ωφελείται ο λαός. Να κρίνεται αν η πρόοδος της επιστήμης, της τεχνολογίας, η αύξηση της παραγωγικότητας μπαίνουν στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, με σύγχρονες, αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας – Πρόνοιας για όλους χωρίς προϋποθέσεις.
Οι αλλαγές της κυβέρνησης δεν έχουν σχέση με την ανάγκη που υπάρχει το δημόσιο σύστημα Υγείας – Πρόνοιας να καλύπτει τις συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες. Από αυτήν τη σκοπιά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει κριθεί και πρέπει να απορριφθεί από τον λαό και τους υγειονομικούς στον δρόμο του αγώνα για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, αναβάθμιση των υποδομών των νοσοκομείων, αξιοπρεπείς μισθούς και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης.
Αυτά είναι τα προαπαιτούμενα για να εξαλειφθούν οι αναμονές για χειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ή είναι η θεραπεία μιας πάθησης.
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της Παρασκευής 29 Απρίλη 2022 – Κυριακής 1 Μάη 2022