Η Monsanto πωλούσε απαγορευμένα χημικά για χρόνια, γνωρίζοντας τους κινδύνους για την υγεία, αποκαλύπτουν τα αρχεία
Η Monsanto άρχισε να παράγει τα PCBs το 1935, μετά την εξαγορά της χημικής εταιρείας Swann. Οι ανεπιθύμητες επιδράσεις στην υγεία που συνδέονται με τα PCBs είχαν ανησυχήσει τη Monsanto από το 1937, όταν αυτοψίες αποκάλυψαν ότι τρεις εργαζόμενοί της είχαν πεθάνει από σοβαρή ηπατική βλάβη μετά από χειρισμό των συγκεκριμένων ουσιών.
Η εταιρεία αντικρούει τη νομική ανάλυση των εγγράφων, κάτι που υποδηλώνει ότι αγνόησε τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Η Monsanto συνέχισε να παράγει και να πωλεί τοξικά βιομηχανικά χημικά προϊόντα γνωστά ως PCBs για οκτώ χρόνια αφού έμαθε ότι αποτελούσαν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, σύμφωνα με τη νομική ανάλυση των εγγράφων που βρέθηκαν μετά από μεγάλη έρευνα.
Τι είναι τα PCBs;
Τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) ή τα πολυχλωροδιφαινύλια είναι μακράς διαρκείας τεχνητές οργανικές ενώσεις που απαγορεύτηκαν ευρέως το 1979, αφού συνδέθηκαν με τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και τις περιβαλλοντικές βλάβες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι την απαγόρευσή τους χρησιμοποιήθηκαν ως ψυκτικά μέσα και λιπαντικά στον ηλεκτρικό εξοπλισμό και βρέθηκαν σε πολλά προϊόντα όπως τα ψυγεία, τα χρώματα και τα επιβραδυντικά φλόγας. Ορισμένα PCBs παραμένουν στο περιβάλλον ακόμη και σήμερα καθώς η σχετική σταθερότητά τους επιμηκύνει τον χρόνο που χρειάζονται για τη βιοαποικοδόμησή τους και μπορούν να συσσωρευτούν στην τροφική αλυσίδα. Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής PCBs ήταν η Monsanto, η οποία τα κυκλοφορούσε ως Aroclor μέχρι το 1977.
Περισσότερες από 20.000 εσωτερικές σημειώσεις, συναντήσεις, επιστολές και άλλα έγγραφα έχουν δημοσιευθεί, πολλά για πρώτη φορά. Τα περισσότερα δεδομένα έγιναν γνωστά μετά την πρόσβαση σε έγγραφα που αναζητήθηκαν μέσω του προγράμματος «Poison Papers».
Ο Bill Sherman, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι το αρχείο περιείχε καταδικαστικά στοιχεία που το κράτος δεν γνώριζε προηγουμένως. «Εάν είναι αυθεντικά, τα αρχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η Monsanto γνώριζε ότι τα PCBs ήταν βλαβερά για το περιβάλλον και συνέχιζε να τα πουλά. Ήξεραν τους κινδύνους, αλλά τους έκρυψαν από το κοινό για να κερδίσουν».
Εκτός από την Ουάσινγκτον, η Monsanto έρχεται αντιμέτωπη με τις αρχές των: Σιάτλ, Σποκέιν, Λονγκ Μπιτς, Πόρτλαντ, Σαν Ντιέγκο, Σαν Χοσέ, Όκλαντ και Μπέρκλεϊ για την ίδια υπόθεση.
Οι νομικές υποχρεώσεις της Monsanto, ενδέχεται να μοιραστούν με τη γερμανική εταιρεία χημικών, τη Bayer, η οποία έχει καταθέσει προσφορά εξαγοράς της ύψους 66 δισ. δολαρίων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ολοκληρώσει την επανεξέταση της συμφωνίας εξαγοράς της αμερικανικής εταιρίας, κάτι που αναμένεται να πράξει μέχρι τις 22 Αυγούστου, εν μέσω αυξανόμενης δημόσιας ανησυχίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Ο Scott Partridge, αντιπρόεδρος παγκόσμιας στρατηγικής της Monsanto, δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα των εγγράφων που αποκαλύφθηκαν, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε παρατυπία. Δήλωσε στον Guardian: «Περισσότερα από 40 χρόνια πριν, η Monsanto από μόνη της σταμάτησε την παραγωγή και την πώληση των PCBs, πριν από οποιαδήποτε ομοσπονδιακή υποχρέωση να το πράξει. Την εποχή που η Monsanto τα παρήγαγε, ήταν ένα νόμιμο και εγκεκριμένο προϊόν που χρησιμοποιήθηκε σε πολλές χρήσιμες εφαρμογές. Η Monsanto δεν φέρει ευθύνη για τη ρύπανση που προκαλούν όσοι χρησιμοποίησαν ή απέρριψαν PCB στο περιβάλλον. ”
Μέχρι το 1979, είχαν απαγορευτεί πλήρως και στις ΗΠΑ, μετά από ένα βάρος αποδεικτικών στοιχείων που τα συνέδεαν με διάφορες ασθένειες έως και καρκίνο και την περιβαλλοντική ρύπανση.
Ωστόσο, σε ένα έγγραφο από τον Οκτώβριο του 1969, υποδηλώνει ότι η Monsanto γνώριζε ακόμη και τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση PCB. Σε μια ενότητα, σχετικά με την «βλάβη του οικολογικού συστήματος από μόλυνση από PCB», ανέφερε: «Τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την εμμονή αυτών των ενώσεων και την παγκόσμια παρουσία τους στο περιβάλλον είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση». «Άμεσες αγωγές είναι δυνατές» συνέχιζε, επειδή «οι πελάτες που χρησιμοποιούν τα προϊόντα δεν έχουν ειδοποιηθεί επισήμως για τα γνωστά αυτά αποτελέσματα, ούτε οι ετικέτες μας φέρουν αυτές τις πληροφορίες». Το σχέδιο προσέφερε τρία στάδια δράσης, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από γραφήματα ροής «κέρδους και ευθύνης». Οι επιλογές ήταν: «Να μην κάνετε τίποτα», «Να διακόψετε την παραγωγή όλων των PCBs» ή «Να απαντήσετε υπεύθυνα», να παραδεχτείτε την περιβαλλοντική μόλυνση και να λάβετε διορθωτικά μέτρα.
Ο Sherman δήλωσε: «Την ίδια στιγμή που η Monsanto έλεγε στο κοινό ότι τα PCBs ήταν ασφαλή, τα γραφήματα απεικόνιζαν κυριολεκτικά τη δυνητική νομική ευθύνη τους έναντι των χαμένων κερδών. Στο τέλος της ημέρας, η Monsanto πήγε με τα κέρδη αντί για τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».
Ένα άλλο εσωτερικό σημείωμα από τον Σεπτέμβριο του 1969 απαριθμεί διαρροές PCBs στις περιοχές των Μεγάλων Λιμνών και του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο και περιγράφει τις πιθανές ενέργειες καθαρισμού. Αλλά το σημείωμα αναφέρει επίσης ότι η στρατηγική της Monsanto πρέπει να είναι: «αφήστε τις πολιτείες να αποδείξουν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά». Επιπλέον, αναφέρει: «Μπορούμε να αποδείξουμε ότι κάποια πράγματα είναι εντάξει σε χαμηλή συγκέντρωση. Υπερασπιστείτε τη Monsanto. Ορισμένα ζώα, ψάρια ή έντομα θα υποστούν βλάβες. Δεν μπορούμε να τα υπερασπιστούμε όλα».
Δύο μήνες αργότερα, μια παρουσίαση για τα PCBs στην επιτροπή εταιρικής ανάπτυξης της Monsanto επιβεβαίωσε την προειδοποίηση: «Όσον αφορά την αναπαραγωγή, τα PCBs είναι ιδιαίτερα τοξικά για τα πουλιά». Η παρουσίαση περιέγραψε συγκεκριμένα προϊόντα της εταιρείας τα Aroclor 1254 και 1260 ως «τους σοβαρότερους παραβάτες» σε αυτό που παραδεχόταν ότι ήταν «ένα παγκόσμιο οικολογικό πρόβλημα».
Η παραγωγή του Aroclor 1254 και άλλων PCBs συνεχίστηκε μέχρι και τον Αύγουστο του 1977. Το 1999, τα Aroclor 1254 και 1260 κατηγορήθηκαν για μία από τις χειρότερες επιδημίες μόλυνσης των τροφίμων στην Ευρώπη, στο Βέλγιο. Ο υπουργός Γεωργίας της Βαλονίας (η μια εκ των τριών επαρχιών του Βελγίου) τη χαρακτήρισε ως «τη σοβαρότερη οικονομική κρίση που γνώρισε το Βέλγιο από τον πόλεμο».
Η Monsanto άρχισε να παράγει τα PCBs το 1935, μετά την εξαγορά της χημικής εταιρείας Swann. Οι ανεπιθύμητες επιδράσεις στην υγεία που συνδέονται με τα PCBs είχαν ανησυχήσει τη Monsanto από το 1937, όταν αυτοψίες αποκάλυψαν ότι τρεις εργαζόμενοί της είχαν πεθάνει από σοβαρή ηπατική βλάβη μετά από χειρισμό των συγκεκριμένων ουσιών. Αυτές οι ανησυχίες αυξήθηκαν σε διάφορα επίπεδα το 1966, όταν μια μελέτη ορόσημο αποκάλυψε τη βιοσυσσώρευση των PCBs στα ψάρια της Βαλτικής και τα θαλάσσια πτηνά. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, σχεδόν το 80% των θηλυκών ατόμων και των τριών ειδών φώκιας της Βαλτικής Θάλασσας διαπιστώθηκε ότι ήταν μη γόνιμες και σύντομα διαπιστώθηκαν συσχετισμοί με την έκθεσή τους σε PCBs.
Το 1972, η Monsanto σταμάτησε οικειοθελώς να πωλεί PCBs για όλες τις χρήσεις, εκτός από τις κλειστές ηλεκτρικές εφαρμογές. Την ίδια χρονιά, η Σουηδία και η Ιαπωνία επέβαλαν μορατόριουμ για «ανοικτή» χρήση και παραγωγή PCBs.
Στις ΗΠΑ, μια κυβερνητική ομάδα εργασίας ζήτησε η χρήση των PCBs να περιορίζεται σε «ουσιώδεις ή μη αντικαταστάσιμες χρήσεις που συνεπάγονται ελάχιστη άμεση ανθρώπινη έκθεση, καθώς μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία». Η έκθεσή τους διαπίστωνε ότι «δεν υπάρχουν τοξικολογικά ή οικολογικά δεδομένα» που να υποδεικνύουν απειλή για την ανθρώπινη υγεία από επίπεδα που πιστεύεται ότι υπάρχουν στο περιβάλλον, αν και τα δεδομένα που διέθετε η ομάδα εργασίας ήταν «ανεπαρκή», όπως ανέφεραν οι συντάκτες της.
Το 1975, ο Οργανισμός Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) χαρακτηρίζει τα PCBs «εξαιρετικά τοξικά» και «σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον». Συγχρόνως, η Monsanto παραδέχτηκε ιδιωτικά ότι δεν επηρεάζουν μόνο τα ζώα αλλά ότι «μπορεί να έχουν μόνιμες επιπτώσεις στον άνθρωπο». Ωστόσο, δημοσίως, η Monsanto σε επαφές με διάφορες δημόσιες αρχές υποβάθμισε τους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον, επιμένοντας ότι δεν ήταν «ιδιαίτερα τοξικές».
Πηγή: Arthur Neslen στο www.theguardian.com
Μετάφραση: Ίρις Αμάραντου