30 (σ’ έναν κόσμο που ταλαντεύεται ακόμα)
Μια συζήτηση με το φεγγάρι την ημέρα των γενεθλίων μου για τους ανθρώπους που έπαψαν να συνειδητοποιούν και να επανορθώνουν.
Σήμερα γίνομαι 30. Είναι μεσάνυχτα και όλοι κοιμούνται στο σπίτι, εκτός από εμένα που σκέφτομαι πως σε λίγες ώρες θα χαμογελάω στον κόσμο που θα έρθει να μου ευχηθεί. Κάθε χρόνο, ο καιρός είναι καλός και καθόμαστε στον κήπο, πάνω στο νοτισμένο από την υγρασία χώμα όπου τώρα ξαπλώνω. Το φεγγάρι μεσουρανεί – ολοστρόγγυλο και φωτεινό, ανάμεσα στα σύννεφα. Ο αέρας δεν είναι δυνατός, μόλις που ταρακουνά τα φύλλα των δέντρων. Ακούγονται λιγοστά τζιτζίκια και απόμακρες φωνές νεαρών που ξενυχτάνε.
Ανατρέχω στη δεκαετία που προηγήθηκε. «Δεν πέρασα άσχημα», συλλογίζομαι. Εικόνες και αναμνήσεις ξεπηδούν η μία μετά την άλλη. Αισθάνομαι σαν να σβήνονται όλα, σαν να ξεκινάω ξανά από την αρχή. Τι θα κάνω, άραγε, από εδώ και πέρα;
«Τι εννοείς; Ό,τι έκανες πάντα», ακούω μια φωνή να λέει. Κοιτάω γύρω μου, δεν είναι κανείς. Η φωνή επαναλαμβάνεται, δεν γίνεται να κάνω λάθος. Πάω να σηκωθώ ανήσυχος, αλλά ψηλά στον ουρανό βλέπω ένα στόμα να έχει σχηματιστεί στο πρόσωπο του φεγγαριού.
«Εσύ είσαι;» ρωτάω διστακτικά, χωρίς να περιμένω απάντηση.
«Περίμενες κανέναν άλλον;» απαντάει αυτό.
«Όχι, εγώ, δεν… Μπορείς και μιλάς;» ψελλίζω φανερά αναστατωμένος, ρίχνοντας κλεφτές ματιές έξω από το σπίτι, μήπως και μου κάνει κανένας πλάκα.
Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, μέχρι που το φεγγάρι μου εξήγησε πως όλα τα ουράνια πλάσματα που φωτίζουν τη γη ήταν κάποτε άνθρωποι, που όμως πλήγωσαν πολλούς – ακόμα κι αυτούς που αγαπούσαν. «Όταν θελήσαμε να επανορθώσουμε, ο Θεός μας πήρε μαζί του στον ουρανό και μας παραχώρησε ευθύνες», είπε το φεγγάρι.
Ήμουν καχύποπτος σε όσα άκουγα. Άνθρωποι που γίνονται φεγγάρια και αστέρια, μετά από παρέμβαση του Θεού. Σε ποιον τα πουλούσε αυτά; «Κάποιος σίγουρα μου κάνει πλάκα και γελάει πίσω από την πλάτη μου αυτή τη στιγμή», είπα από μέσα μου.
«Με κοιτάς περίεργα. Δεν πιστεύεις στον Θεό;» με ρώτησε το φεγγάρι.
«Δεν πιστεύω, αλλά μου λείπει», ανέφερα, προσθέτοντας πως «πρόκειται για μια φράση του Βρετανού συγγραφέα, Τζούλιαν Μπαρνς».
Μόλις που είχα προλάβει να την ολοκληρώσω και αντίκρισα ένα αστέρι να φεύγει από τον ουρανό και να πέφτει κάτω στη γη. Θυμήθηκα τη μητέρα μου τα καλοκαίρια, που καθόμασταν στο μπαλκόνι στο χωριό και μου έλεγε να κάνω μια ευχή για κάθε αστέρι που πέφτει. Μια χρονιά ήμουν πολύ στεναχωρημένος, όλα τα αστέρια παρέμεναν στον ουρανό και δεν μπορούσα να κάνω τις ευχές που είχα μαζέψει. Η μητέρα μου δεν άντεχε να με βλέπει έτσι και με ξυπνούσε κάθε βράδυ, προτρέποντάς με να σηκωθώ γρήγορα να δω το αστέρι που έπεφτε. Έβγαινα βιαστικός στην αυλή, αλλά ποτέ δεν προλάβαινα. Παρόλα αυτά, έκανα κανονικά την ευχή μου.
«Γιατί πέφτουν τα αστέρια;» ρώτησα το φεγγάρι.
«Επιστρέφουν στη γη για να ζήσουν μια δεύτερη ζωή, χωρίς τα λάθη της πρώτης».
Σκέφτηκα να απαντήσω πως ζωή χωρίς λάθη δεν υπάρχει, αλλά το μετάνιωσα. Ίσως εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που είχα καταλάβει.
«Φεγγάρια δεν έχω δει ποτέ να πέφτουν. Εσύ θα μείνεις για πάντα εκεί;» ρώτησα, έχοντας αρχίσει να πιστεύω όσα άκουγα.
«Έζησα κάποτε σαν αστέρι, αλλά δεν θέλησα να επιστρέψω στη γη. Έτσι, μεταμορφώθηκα σε φεγγάρι για να εμπνέω και να καθοδηγώ τα αστέρια».
Μείναμε σιωπηλοί για λίγο. Αναρωτήθηκα γιατί κάποιος να θέλει να μείνει στον ουρανό και να μην επιστρέψει στη γη, τι θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε αυτή την απόφαση.
«Δεν σου λείπει ο έρωτας;» ρώτησα και ύστερα χαμήλωσα το βλέμμα μου, θεωρώντας πως είχα υπερβεί τα επιτρεπόμενα όρια.
«Αυτός ο κόσμος εκεί κάτω δεν αξίζει μία, δεν ξέρει να ερωτεύεται», αποκρίθηκε και πρόσθεσε: «Δεν θέλω να σε στεναχωρώ. Σήμερα, έχεις τα γενέθλιά σου. Χρόνια σου πολλά».
Ήμουν προβληματισμένος. Γνώριζα πως ο κόσμος δεν διένυε και την καλύτερή του περίοδο, αλλά ήταν βαρύ να ακούς πως «δεν αξίζει μία».
«Αν ο κόσμος δεν αξίζει μία, τότε δεν αξίζουν μία ούτε οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτόν και κατ’ επέκταση θα έπρεπε να γίνουν όλοι αστέρια στον ουρανό», είπα μέσα σε υπερένταση.
Το φεγγάρι χαμογέλασε και ανέφερε: «Αστέρια στον ουρανό γίνονται μόνο όσοι συνειδητοποιούν τα λάθη τους και προσπαθούν να τα επανορθώσουν. Γι’ αυτό, σου λέω, πως ο κόσμος ξέφτισε τελείως, επειδή οι άνθρωποι έπαψαν να συνειδητοποιούν και να επανορθώνουν».
Με χαιρέτησε, μου ευχήθηκε «να τα εκατοστίσω» και κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα. Κόντευε να ξημερώσει. Επέστρεψα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα μέχρι το μεσημέρι. Το βράδυ έσβησα τριάντα κεράκια πάνω σε μια τούρτα που είχε για σχέδιο ένα μεγάλο φεγγάρι.