5ο Επιστημονικό Συνέδριο του ΚΚΕ: «Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την κομμουνιστική παρέμβαση στη σύγχρονη λογοτεχνία»
Εμπρός, λοιπόν, ποιητή εσύ και καλλιτέχνη στον αγώνα για μία κοινωνία, στην οποία δεν θα έχει θέση η «τσούλα των δήμιων, Επιστήμη […] και η πρόστυχη Πένα και ψοφίμι…»
Εδώ και πέντε χρόνια, με πλήθος ποικιλόμορφων και πολύμορφων δραστηριοτήτων, το ΚΚΕ γιορτάζει τα 100 χρόνια ζωής και δράσης του. Το 5ο επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 15-16 Δεκεμβρίου 2018, με θέμα: «η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Μεσοπόλεμο», έρχεται να σηματοδοτήσει το κλείσιμο όλων αυτών των δραστηριοτήτων και να «εγκαινιάσει τον βηματισμό στον νέο αιώνα ηρωικής ζωής και δράσης μίας εκατοντάχρονης διαδρομής του κόμματος και του επαναστατικού κινήματος», όπως είπε ο Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στον χαιρετισμό που έκανε πριν ξεκινήσει το συνέδριο.
Δήλωσε, ακόμα, πως «αντίθετα με τα άλλα είδη τέχνης […] η λογοτεχνία μορφοποιείται με λέξεις, με τη γλώσσα και επομένως απευθύνεται πιο άμεσα στη νόηση. Σε αυτό συνίστανται και οι μεγαλύτερες δυνατότητες της λογοτεχνίας, σε σύγκριση με άλλα είδη τέχνης, να επιδράσει στην κοινωνικοποίηση, στην ταξική και πολιτική συνείδηση», για να αναγνωρίσει ύστερα την επίδραση που άσκησε η Οκτωβριανή επανάσταση στη λογοτεχνία και να προσθέσει πως «στις σημερινές συνθήκες, μετά τις ανατροπές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη το Κόμμα να εμπνεύσει διανοούμενους και καλλιτέχνες, να αναπτύξει αγωνιστικούς δεσμούς μαζί τους, να συνεγείρει όλους εκείνους που νοιάζονται για τις λαϊκές ανάγκες, αντιστέκονται στον ατομισμό, στη σήψη του καπιταλισμού, πιστεύοντας στη δυνατότητα ενός ανθρώπινου, ανώτερου τύπου οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής», καλώντας τους, μάλιστα, με αφορμή αυτό το συνέδριο, «να θέσουν τη δημιουργική εργασία τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και των υψηλών επιδιώξεων του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας».
Άλλωστε, όπως είχε επισημάνει η ΚΕ του ΚΚΕ στις θέσεις της προς το 20ο συνέδριο τον Μάρτιο του 2017, «η τέχνη αποτελεί σημαντικό παράγοντα καλλιέργειας του ανθρώπινου συναισθήματος, της φαντασίας, της ευαισθησίας, της έξαρσης, αλλά και της θέλησης να πραγματοποιηθεί η κοινωνική αλλαγή». Ένα μικρό μέρος από τέτοιου είδους τέχνη είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε πριν τον χαιρετισμό του Γενικού Γραμματέα, με ένα πραγματικά πρωτότυπο καλλιτεχνικό άνοιγμα.
Την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου πραγματοποίησε η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, πως «το συνέδριο επιδιώκει να προσεγγίσει την ανάπτυξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της επαναστατικής – σοσιαλιστικής, στην πιο κρίσιμη και καθοριστική για την εξέλιξή της περίοδο» και προσπάθησε ύστερα να κάνει μία γενική πρώτη προσέγγιση της περιόδου. Μίλησε για τις πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες, που «εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία με τη μορφή του ουτοπικού σοσιαλισμού», για την αντιπαράθεση δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων, που όπως είπε «αποτελούσε ενδοαστική διαμάχη», για τον πόλεμο του 1897, που αποτέλεσε «σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», καθώς και για τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, πρωταγωνιστή σε κάποιο βαθμό της «επιστημονικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό στον χώρο της διανόησης».
«Οι ευαίσθητες κεραίες των ποιητών της δεκαετίας δεν ήταν δύσκολο να συλλάβουν το νόημα της εποχής: Ένας κόσμος που γεννιέται κι ένας που πεθαίνει», ανέφερε η Ελένη, προκειμένου να κάνει κατανοητή την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης και της ίδρυσης του ΣΕΚΕ τόσο στη νεογέννητη σοσιαλιστική λογοτεχνία, όσο και στην αστική διανόηση, για να καταλήξει πως «η διαπάλη στο χώρο της λογοτεχνίας την περίοδο του μεσοπολέμου πήρε τη σφοδρότητα της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνημα», ταξική πάλη που συνεχίζεται και σήμερα και «μάλιστα αμείλικτα από την αστική πλευρά και στον λογοτεχνικό τομέα».
Η 1η ενότητα είχε ως θέμα τους «πρόδρομους σοσιαλιστές λογοτέχνες και την εποχή τους (1880-1917)» και στο βήμα, για να μας δώσει πρώτα απ’ όλα το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η λογοτεχνική παραγωγή αυτή της περιόδου, ανέβηκε ο Κώστας Σκολαρίκος, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Χαρακτήρισε την καταστολή της Παρισινής Κομούνας το 1871 ως το «συμβατικό όριο της συντηριτικοποίησης της αστικής τάξης που είχε πλέον κατακτήσει την εξουσία στην πλειοψηφία των ηγέτιδων δυνάμεων του κόσμου και στρεφόταν εναντίον του εργατικού κινήματος». Έκανε, επίσης, μία συνοπτική αναδρομή στα γεγονότα που οδήγησαν στη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, αλλά και στους συσχετισμούς που διαμορφώνονταν διεθνώς, στις μεταλλάξεις του ρεφορμιστικού κινήματος και στις συγκρούσεις του με το επαναστατικό, καθώς και στην ετερόκλητη κατάσταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα.
Ο Χαράλαμπος – Δημήτρης Γουνελάς, αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, πήρε έπειτα τη σκυτάλη για να αναπτύξει μία στενή πτυχή του συνεδρίου που είχε να κάνει με τον δημοτικισμό στον σοσιαλισμό. Ο δημοτικισμός «ξεκίνησε τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως μαχητικό κίνημα εναντίον της καθαρεύουσας και εναντίον της αρχαιολατρίας που χώριζε τον λαό σε αμόρφωτους και γραμματιζούμενους», δήλωσε, για να προσθέσει μετά από λίγο πως «από τα μέσα του 19ου αιώνα παρατηρήθηκε μία οργανωμένη προσπάθεια από την άρχουσα τάξη να επιβάλλει την καθαρεύουσα».
Ο Στέλιος Φώκος, φιλόλογος και συγγραφέας, έκανε, με τη σειρά του, ένα αφιέρωμα στον Κώστα Παρορίτη, αυτόν τον πρωτοπόρο κομμουνιστή λογοτέχνη. «Εμείς αγωνιζόμαστε για μία τέχνη καινούργια, μία τέχνη όχι ατομική μα κοινωνική. Μία τέχνη αισιόδοξη, όπου το άτομο να χαίρεται τη ζωή, όχι μέσα σε μία στενή και εγωιστική απομόνωση, μα μέσα στην πλατιά και ξέφωτη ατμόσφαιρα του συνόλου […] Ο άνθρωπος αυτός μας ενδιαφέρει, ο άνθρωπος που σπάζοντας τα σύνορα παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και ψυχικές αλυσίδες του που δεν τον αφήνουν να βαδίσει σε έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα άρχισε να παλεύει για τον ίδιο σκοπό, εμείς τον βλέπουμε και τον πονούμε. Σε αυτόν αφιερώνουμε και την τέχνη μας – μικρή, μεγάλη, όποια κι αν είναι – μα πάντοτε τίμια και αγνή», διάβασε ο Στέλιος και μας εισήγαγε με τον καλύτερο τρόπο στην κοσμοθεωρία και το ιδεολογικό πιστεύω του Κώστα Παρορίτη, που στάθηκε «πρωτοπόρος και εισηγητής του κοινωνικού και σοσιαλιστικού μυθιστορήματος στη χώρα μας».
Συγκινητική ήταν η στιγμή, όπου ο 94χρονος ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, Γιάννη Δάλλας, ανέβηκε στο βήμα για να κάνει μία μικρή υπόδειξη για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, για να αφήσει ύστερα τον φίλο του, Βασίλη Αλεξίου, αναπληρωτή καθηγητή του ΑΠΘ, να διαβάσει το υπόλοιπο κείμενό του και να πει, μεταξύ άλλων, πως «ενώ η περιγραφική ακρίβεια του Κωνσταντίνου Θεοτόκη καθηλώνει, η αφαιρετική του δύναμη μεταβάλλει τη στενή εμπειρία σε μετρητή γενικότερων συμπτωμάτων και τις κατονομασμένες μορφές του σε σύμβολα». Όσον αφορά την κοινωνική ανάλυση στο έργο του Θεοτόκη, ακούσαμε χαρακτηριστικά πως «δεν είναι μονοσήμαντη. Η κλειστή κοινωνία του σφύζει από τη διάσταση ανοιχτών προβλημάτων, προβλήματα μείζονα ενός κόσμου που είναι μικρόκοσμος. Μοχλοί τους τα πάθη και τα συμφέροντα. Και πίσω τους, κινητήρια δύναμη η ανάγκη».
Η Βαγγελιώ Πλατανιά, μέλος του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ και φιλόλογος, αναφέρθηκε στο ιστορικό περιοδικό των δημοτικιστών «Νουμάς», ένας «πρώτης τάξεως τίτλος για εφημερίδα, γιατί ήταν μία λέξη δισύλλαβη, τονιζόταν στη λήγουσα και είχε και τελικό σίγμα», σύμφωνα με τον εκδότη του, Δημήτρη Ταγγόπουλο. Το περιοδικό αυτό «διέτρεξε και αποτύπωσε στις σελίδες του στιγμές μέσα από την πολυτάραχη ιστορία της πατρίδας μας στη φάση ανάπτυξης της καπιταλισμού και εισόδου του στο ιμπεριαλιστικό στάδιο». Έγινε, επίσης, «το ορμητήριο μάχης όλων των δημοτικιστών», μιας και «η δημοτική γλώσσα παίρνει το χαρακτήρα της ιδέας και περιλαμβάνει κάθε αναζωογονητική κίνηση στην πολιτική, την κοινωνία, την τέχνη και την εκπαίδευση». Στην πραγματικότητα, βέβαια, «το γλωσσικό αποτέλεσε ενδοαστική διαμάχη για το ποια γλώσσα είναι πιο κατάλληλη να πάρει τη θέση της εθνικής γλώσσας, να αποτελέσει, δηλαδή, ισχυρό ενοποιητικό στοιχείο για το αστικό έθνος-κράτος».
Ο Γρηγόρης Δελημάρης, υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας, επιχείρησε να προσεγγίσει το έργο του Κωστή Παλαμά, που μπορεί να μην έγινε ποτέ σοσιαλιστής, αλλά «οι σοσιαλιστικές ιδέες – είτε άμεσα είτε έμμεσα – επιδρούν αντικειμενικά σε σημαντικές πτυχές του έργου του και του προσδίδουν ριζοσπαστισμό, αφού κάτι τέτοιο, βασιζόμενοι και σε έναν από τους θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, τον Φρίντριχ Ένγκελς, μπορεί να συμβεί στο έργο ενός δημιουργού σε πείσμα των ιδεών του».
Η Δήμητρα Μπεχλικούδη, διδάκτορας φιλολογίας και συγγραφέας, με τη μεστή της εισήγηση, μας μετέφερε αρχικά τις συνθήκες που γέννησαν την ηθογραφία και μετέπειτα τη ρεαλιστική και κοινωνική πεζογραφία, «που αποτυπώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα, ιδίως τη ζωή στην ύπαιθρο». Βασικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεαλισμού υπήρξαν ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922).
Η 1η ενότητα ολοκληρώθηκε από τις εξαιρετικές σε πληροφορία και γλαφυρότητα παρεμβάσεις του φιλόλογου, Αντώνη Καλόβουλου, σχετικά με τον Δημοσθένη Βουτυρά – για τον οποίο ο Κώστας Βάρναλης έγραψε πως «είναι ο μεγαλύτερος πεζογράφος της περασμένης και της τωρινής γενιάς, δημιουργός του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα» – και του Μάρκου Σκόρδου, που μίλησε για τους εργάτες της θάλασσας, τους σφουγγαράδες, και την επιρροή που άσκησαν στους έλληνες λογοτέχνες, ενώ μας επιφύλαξε και μία έκπληξη με το γνωστό τραγούδι «Ντιρλαντά», που, όπως επισήμανε, «είναι ένα τραγούδι με πρωτόλειο ταξικό προσανατολισμό».
Η 2η ενότητα είχε ως θέμα την «πρωτοπορία στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου (1917-1939)» και ξεκίνησε όπως και η 1η, με περιγραφή του διεθνούς και εσωτερικού ιστορικού πλαισίου στον Μεσοπόλεμο, από τον Αναστάση Γκίκα, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. «Η μεσοπολεμική περίοδος αναδείχτηκε μέσα από δύο βασικά γεγονότα που την σημάδεψαν, τόσο κατά τη γέννηση, όσο και καθ’ όλη τη μετέπειτα εξέλιξή της: πρώτον, τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου […] και δεύτερον, την ολοκλήρωση της πρώτης νικηφόρας επαναστατικής διεκδίκησης της εργατικής εξουσίας στα εδάφη της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας». Ο Αναστάσης μίλησε, ακόμα, για την ταχεία καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα στα μέσα του μεσοπολέμου, όπου, όμως, «τρία στα τέσσερα εργατόπαιδα δεν ολοκλήρωναν καν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση» και υπενθύμισε τον τρόπο με τον οποίο «σπάει» η αστική προπαγάνδα εναντίων των κομμουνιστών: «με την ίδια τη στάση ζωής τους».
Η Μαρία Πεσκετζή, διδάκτορας φιλολογίας, συγγραφέας και μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, αναφέρθηκε στη διαλεκτική σχέση λογοτεχνίας και ιδεολογίας, που μπορεί να διαμορφώσει καλλιτεχνικά ρεύματα, αφού αυτά μετεξελίσσονται ακολουθώντας τη διαλεκτική εξέλιξη της ιστορίας. «Η τέχνη είναι η γνώση κάτω από το πρίσμα της ζωής», γράφει ο Καραγάτσης το 1938 και σύμφωνα με τη Μαρία, «αυτή η άποψη δεν αποκλίνει πολύ από τη μαρξιστική λογοτεχνική θεωρία».
Τον λόγο πήρε, ύστερα, η Μαρία Αντωνοπούλου, υποψήφια διδάκτορας του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, που έκανε μία επικεντρωμένη εισήγηση στην εξέλιξη της αισθητικής σκέψης του Κώστα Βάρναλη στον Μεσοπόλεμο (1922-1939). Ξεκίνησε, λέγοντας πως «η αναγνώριση του μαρξισμού ως καθοριστικού στοιχείου του έργου του Βάρναλη δεν ήταν πάντα δεδομένη και συχνές ήταν οι αμφισβητήσεις, όσο ο ίδιος ήταν ακόμα εν ζωή». Στη συνέχεια, ανέφερε, μεταξύ άλλων, την σημασία που απέδιδε ο Βάρναλης στην επαναστατική τέχνη, αφού θεωρούσε «πως αυτή είναι η τέχνη που κάνουν οι πρωτοπόροι καλλιτέχνες στις χώρες που έχουν ακόμα καπιταλισμό και όπου οι λαοί παλεύουν ακόμα για την ανατροπή του». Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί πως ο Βάρναλης τόνιζε πως «η επαναστατική τέχνη γίνεται από καλλιτέχνες που δεν είναι απαλλαγμένοι από μικροαστικά στίγματα», απαντώντας έτσι και στις κατηγορίες που είχε δεχθεί και ο ίδιος.
Καθηλωτικός ομιλητής υπήρξε ο Γιώργος Ανδρειωμένος, καθηγητής στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, που μας «γνώρισε» τον Γιάννη Ρίτσο μέσα από μία οπτική που μέχρι σήμερα αγνοούσαμε, δίνοντας έμφαση στα πρώιμα ποιήματα και πεζά του, τη δεκαετία 1924-1934. Αρχικά, ανέφερε πως ο Ρίτσος υπήρξε ένας «από τους πιο αυτοβιογραφικούς νεοέλληνες ποιητές» και υποστήριξε πως έγινε κομμουνιστής επειδή βίωσε σκληρές καταστάσεις μέχρι το 1934. «Ή θα παραδινόταν στη μοίρα του ή θα στρατευόταν στους κοινωνικούς αγώνες». Ευτυχώς για εμάς, επέλεξε τον δεύτερο δρόμο και δημιούργησε εξαιρετικής ποιότητας ποιήματα, γεμάτα από ειλικρίνεια και αλήθεια, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του Ρίτσου.
Με τη γλυκύτητα και το χαμόγελο που τη διακρίνει, η Έρη Ρίτσου ανέβηκε στο βήμα για να μιλήσει για τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και γενικότερα τη θέση της γυναίκας στον «κόσμο που πεθαίνει και στον κόσμο που έρχεται». Μία θέση που φαίνεται ξεκάθαρα στα διηγήματα της Γαλάτειας, με φράσεις όπως «αν ο αδύναμος, αντί να πολεμήσει, προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί το σύστημα, ο ίδιος μεν θα παραμείνει αδύναμος, το σύστημα δε θα δυναμώσει», αλλά και με την έντονη κριτική που άσκησε στις δομές της άρχουσας τάξης, τη δικαιοσύνη, τις ερωτικές σχέσεις της γυναίκας και στη νοοτροπία των ανθρώπων αυτή καθαυτή.
Η Νίκη Κυριαζή, φιλόλογος στη δημόσια μέση εκπαίδευση, αναφέρθηκε με τη σειρά της στον Πέτρο Πικρό, τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη που συνδέθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα και «απέδωσε το σκληρό αστικό τοπίο του μεσοπολέμου». Μεταξύ άλλων, έγραφε: «ενάντια στη βία, θ’ αντιτάξουμε τη δική μας βία. Αλλιώς δεν γίνεται… το παλούκι με παλούκι βγαίνει. Με το ντουφέκι θα τσακίσουμε το ντουφέκι».
«Όταν δημοσιεύτηκαν τα πρώτα μου βιβλία της απελευθέρωσης το ’45, όλες οι αποχρώσεις των αστών λογοτεχνών ξέρω πως είπαν: κρίμα, η Μέλπω Αξιώτη χάθηκε. Αυτή η θλίψη τους, μου έδωσε να καταλάβω καλύτερα ότι βρισκόμουνα στον σωστό δρόμο» διάβασε η Άννεκε Ιωαννάτου, διδάκτορας φιλολογίας του πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, ξεκινώντας τη συνοπτική, αλλά εμπεριστατωμένη ανάλυση για τη Μέλπω Αξιώτη. Η τελευταία ήταν η πρώτη γυναίκα που βραβεύτηκε με λογοτεχνικό βραβείο για το βιβλίο της «Δύσκολες Νύχτες». «Τον αγαπούσα, λοιπόν, τον λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και εκείνες οι δύο αγάπες μαζί με πήγαν στο ΚΚΕ», έλεγε χαρακτηριστικά.
Η πρώτη μέρα ολοκληρώθηκε με μία στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης και ιστορικής σημασίας, με την ανιψιά της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου, Μελίνα Σιδηροπούλου, να παραδίδει το κομματικό βιβλιάριο και την ταυτότητα της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης της μεγάλης κομμουνίστριας λογοτέχνη και παιδαγωγού, Έλλης Αλεξίου, στο ΚΚΕ. Επίσης, παρέδωσε στο Κόμμα και ένα βιβλίο με ποίηση του αδερφού της, του γνωστού μουσικού, Παύλου Σιδηρόπουλου, που γράφει στο τέλος ενός ποιήματός του: «Σαν φύλλο λίπασμα, όπου σαν νέο λουλούδι πάνω του πάλι θα βλαστήσει η αγάπη μας. Έτσι κινείται η Ιστορία του ΚΚΕ, ψάχνοντας χώμα να ακουμπήσει το κορμί της. Σαν φύλλο λίπασμα για κάποιο νέο λουλούδι κάποιου καινούριου αγώνα, να στραφεί στον ήλιο η ματιά».
Ο Βασίλης Μόσχος, φιλόλογος, διδάκτορας της σύγχρονης ιστορίας και συνεργάτης του τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ξεκίνησε τη δεύτερη μέρα, μιλώντας για τον Θέμο Κορνάρο και την ταξική διάσταση που έχουν τα μεσοπολεμικά του διηγήματα, τα οποία τα διακρίνουν η απερίφραστη αποκάλυψη της κοινωνικής υποκρισίας και των λαϊκών προβλημάτων – για τα οποία γράφει: «πάνω απ’ όλα θα γράφετε Ελληνική Δημοκρατία ως προς τις ευθύνες» -, αλλά και η ύπαρξη της προοπτικής και η διέξοδος από τα προβλήματα. Για τη θέση του καλλιτέχνη επισημαίνει: «βρίσκεται κάτω στον κοινωνικό στίβο […] να κάνει λιγότερο σκληρό τον πόνο του αγωνιζόμενου».
Ο Κώστας Κοτζιούλας, φιλόλογος στο επάγγελμα, αναφέρθηκε με χαρακτηριστικό σθένος και πάθος στη φωνή του, στην ταξική πένα του πατέρα του, Γιώργου Κοτζιούλα, που είχε σαν όραμα «μία κοινωνία δικαιότερη και μία ζωή καλύτερη». Τελείωσε, μάλιστα, την αναφορά του με επαναστατικό πείσμα και αισιοδοξία, που αντικατόπτριζε την πίστη του αλλά και την ανάγκη του να δει τον κόσμο αυτό να αλλάζει, λέγοντας: «πού θα πάτε; πού θα πάτε; πρόστυχοι καλαμαράδες, με ψυχή ξεπουλημένη γράφατε κατεβατά […] που θα πάτε; που θα πάτε; Δες πως σήκωσε κεφάλι κι όλο δείχνει τη γροθιά του, προλετάριος τρομερός… δεν σας άξιζε εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι, κατευόδιο άρχοντές μου, βλέπετε άλλαξε ο καιρός».
Ο Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος καθηγητής Καποδιστριακού πανεπιστημίου, έφερε στην επιφάνεια στοιχεία και εκφάνσεις του έργου του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Κώστα Βάρναλη και του Γιάννη Ρίτσου. Για τον πρώτο ανέφερε πως «θα ευφραίνονταν οι ψυχές του Βάρναλη και του Ρίτσου αν μάθαιναν ότι στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ αποφάσισε το Κόμμα να συμπεριλάβει και τον Καβάφη», ενώ για τον τελευταίο είπε πως τα έργα του διακατέχονται από μία μορφή «αισθησιακού ρίγους» και «ήπιας μεταφυσικής» – αναφέροντας ενδεικτικά τον στίχο του, «ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί». Κατέληξε, λέγοντας πως «το πανούργο αυτό σύστημα οδηγείται στην αυτοκαταστροφή του με τον τερατικό κόσμο που χτίζει».
Ακολούθησε σύντομη παρέμβαση για τον ποιητή, Τεύκρο Ανθία, που «δεν φοβόταν την πάλη με τα καθιερωμένα» και έγραφε με τέτοιον τρόπο που απευθυνόταν τόσο στον φτωχό αγρότη, όσο και στον διανοούμενο.
Η διευθύντρια του περιοδικού «Θέματα Παιδείας» και φιλόλογος στη δημόσια μέση εκπαίδευση, Ρίτα Νικολαίδου, μας μίλησε ύστερα για το λογοτεχνικό έργο της Έλλης Αλεξίου, για την οποία είπε πως «δεν έκανε παθητική αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας στα έργα της», ξεκαθαρίζοντας πως «το ευτυχισμένο τέλος για τους ανθρώπους του λαού δεν είναι ατομική υπόθεση».
Η Σίσυ Πολυκάρπου, μέλος του τμήματος Πολιτισμού της Κομματικής Οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ και φιλόλογος στη δημόσια μέση εκπαίδευση, μίλησε για τον «ταπεινό εργάτη των γραμμάτων», Γιοσέφ Ελιγιά, που πέθανε μόλις 30 χρονών αλλά πρόλαβε να αφήσει πίσω του ποιήματα με βαθιά κοινωνική ευαισθησία, λυρισμό, τρυφερότητα και σαρκασμό. «Ταπεινωμένος σήμερα είναι ο σκλάβος και είναι οι θεοί σας σκιάχτρα γερά», έγραφε.
Ξεχωριστή στιγμή του συνεδρίου αποτέλεσε η παρέμβαση του Θάνου Μικρούτσικου, που αναφέρθηκε κυρίως στον Νίκο Καββαδία, «τον μέγα αυτό παραμυθά, που χρησιμοποιεί τη θάλασσα, το πλοίο, τα λιμάνια ως πεδίο για να πει πράγματα πολύ σημαντικά και διαχρονικά». Να μιλήσει και να πει το «λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται», που όπως είπε ο Θάνος «δεν εννοεί μόνο τη φυγή από τη βάρβαρη πραγματικότητα, αναφέρεται κυρίως στην ανάγκη να ονειρευτούμε για να πάμε σε μία άλλη κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα αυτοπραγματωθεί».
Η φιλόλογος, Χρύσα Καροπούλου, αναφέρθηκε στα πρώτα βήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου στην Αθήνα και την προσέγγισή του στο ΚΚΕ. «Ο ποιητής δεν είναι άνθρωπος έξω από τον υπόλοιπο κόσμο», πίστευε ο Βρεττάκος και αυτό αποτελεί τη βάση για τη συμπόρευσή του με τη μαρξιστική ιδεολογία και το εργατικό κίνημα.
Η λογοτέχνης, Λιλή Γάτη, αναφέρθηκε στη δική της παρέμβαση στη Λιλίκα Νάκου, που αμφισβητούσε στα έργα της την πατριαρχική κοινωνία και δεν αποδεχόταν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας. Αποτέλεσε μία «ειλικρινή και επιδέξια ψυχογράφο», που ήθελε «να ήταν ψηλή με μεγάλα χέρια για να δέρνει», επειδή την έπνιγε η αδικία.
Ο Θανάσης Καραγιάννης, διδάκτορας Επιστημών Αγωγής/Παιδικής Λογοτεχνίας, αναφέρθηκε στον Βασίλη Ρώτα, έναν αστό δημοκράτη διανοούμενο που συνέβαλε στην ενίσχυση του ταξικού κινήματος. «Εκείνος που θέλει τον εαυτό του ελεύθερο και τους άλλους σκλάβους, είναι ανάξιος για ελευθερία. Ελευθερία σημαίνει ισότητα στις απολαβές στη ζωή».
Ο Βαγγέλης Σακκάτος, συγγραφέας, δημοσιογράφος και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, μίλησε για τον Γιώργο Δενδρινό, έναν επαναστάτη συγγραφέα που έφυγε πρόωρα από τη ζωή στα 34 χρόνια.
Η δημοσιογράφος, Εύα Νικολαίδου, μας προσέφερε, με τη σειρά της, μία σημαντική στιγμή, αφού μας μετέφερε την προσωπική της μαρτυρία για στιγμές που είχε περάσει με την Έλλη Αλεξίου, που όπως είπε «μιλούσε πάντα με ευλάβεια και σεβασμό για το ΚΚΕ». Όταν, μάλιστα, ο Δημήτρης Γληνός τη ρώτησε να του πει πότε έγινε κομμουνίστρια, εκείνη απαντούσε «προ του κομμουνισμού». Πρόσφερε, μάλιστα, στο Κόμμα μία αδημοσίευτη επιστολή, με χειρόγραφες σημειώσεις της Έλλης Αλεξίου στην Ελένη Καζαντζάκη.
Η 3η και τελευταία ενότητα με θέμα τις «έμμεσες επιδράσεις της κομμουνιστικής ιδεολογίας στη μεσοπολεμική λογοτεχνία» ξεκίνησε με την εισήγηση της Νατάσσας Αβραμίδου, φιλόλογου στη δημόσια εκπαίδευση και μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, σχετικά με την ποιητική γενιά του ΄20, αυτή τη γενιά των «νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών ποιητών», που ήδη ορισμένοι είχαν αρχίσει και πριν τη Μικρασιατική καταστροφή να στέκονται κριτικά απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Αλέξανδρος Βαλσαμής, μέλος του τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρθηκε στο «μυθιστόρημα του μεσοπολέμου», που για να καταφέρει να «πει κάτι χρήσιμο στους αναγνώστες του, και κατά συνέπεια αναγκαίο γι’ αυτούς, έπρεπε να μπορεί να διεισδύσει στη συνθετότητα της περιόδου, να περιγράψει το βάθος και την πολυπλοκότητα των νέων σχέσεων, καθώς και την εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο, ώστε να τις εκφράσει αληθινά, δηλαδή ρεαλιστικά». Κατέληξε λέγοντας πως «οι πεζογράφοι του ΄30 συνέλαβαν τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην κοινωνία την περίοδο εκείνη […] έτσι, αποτύπωσαν με ρεαλισμό την αστική κοινωνία και τις αντιθέσεις της, με την πολυτελή ζωή της αστικής τάξης από τη μία και την εξαθλίωση και τη μιζέρια από την άλλη».
Ο Γιώργος Μηλιώνης, δημοσιογράφος και μέλος του τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρθηκε «στην παροδική σχέση του υπερρεαλισμού με το κομμουνιστικό κίνημα», καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «μπροστά στην απεραντοσύνη των σκοπών μας, και το παραμικρό θραύσμα διαμαντιού μέσα σε σωρούς άνθρακα, μας είναι απαραίτητο. Στα υπερρεαλιστικά κείμενα υπάρχουν πολλά διαμάντια, είναι καθήκον μας να τα ανασύρουμε από τη λήθη στεκόμενοι με έντιμη αυστηρότητα απέναντι στο έργο και με σεβασμό απέναντι σε ηθικά αναστήματα, που παρά τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκαν σε σχέση με την αρχική τους πρόθεση, δεν ευτέλισαν τη ζωή, κρατώντας ως το τέλος την πίστη τους ότι αυτή μπορεί να γίνει καλύτερη».
Ο Ντίνος Τζαβάρας, φιλόλογος και μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ της ΚΝΕ, μίλησε στη δική του παρέμβαση «για τις ιδεολογικές κατευθύνσεις στην προσπάθεια της γενιάς του ΄30 για ανανέωση» και τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «ορόσημο για την πνευματική κίνηση εκείνης της εποχής είναι η κυκλοφορία του δοκιμίου “Ελεύθερο Πνεύμα” από τον Γιώργο Θεοτοκά».
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, αναφέρθηκε σε «όψεις της αστικής ιδεολογίας και του αντικομμουνισμού στον ελληνικό Μεσοπόλεμο», επισημαίνοντας πως αν κοιτάξει κανείς τον αστικό τύπο της περιόδου, θα μπορέσει «να συμπεράνει τη σημαντική επιρροή που ασκούσε το ΚΚΕ στην εργατική τάξη και τον λαό γενικότερα, αλλά και να συναγάγει το μέγεθος και τη σπουδαιότητα αυτής της επίδρασης, καθώς και τον φόβο του αντιπάλου».
Η καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Γεωργία Λαδογιάννη, ανέδειξε όψεις του «αντικομμουνισμού της ΙΔΕΑΣ», ενός περιοδικού που μπορεί να είχε «μικρή απήχηση και μικρό χρόνο κυκλοφορίας, αλλά οι αντικομμουνιστικές ιδέες του εφαρμόστηκαν τόσο από τη διδακτορία Μεταξά, όσο και αμέσως μετά την απελευθέρωση του ΄44, και μέχρι το 1974».
Ο Βασίλης Αλεξίου, αναπληρωτής καθηγητής Παιδαγωγικού Τμήματος του ΑΠΘ, έκανε μία παρέμβαση για τη διερεύνηση της «μαρξιστικής αισθητικής στα χρόνια του ελληνικού μεσοπολέμου», στοχεύοντας σε αυτό που έλεγε ο Νίτσε, πως «χρειαζόμαστε την ιστορία, αλλά τη χρειαζόμαστε αλλιώς απ’ ότι τη χρειάζεται ο καλομαθημένος χασομέρης στον κήπο της γνώσης», προκειμένου να δούμε κριτικά τι μπορεί να εμπλουτιστεί από το παρελθόν, καθώς και τι μπορεί να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί περισσότερο. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, την ιστορία «ως συνειδητοί δημιουργοί της στις ξεχερσωμένες από τον καπιταλισμό έρημες χώρες του σήμερα».
Στη δική του παρέμβαση, ο ιστορικός, Λεωνίδας Εμπειρίκος, μίλησε για ένα θέμα που «υπήρξε μέχρι πρόσφατα μία μόνιμη παρεξήγηση μεταξύ της ελληνικής αριστεράς εν τω συνόλω, εν μέρει του ελληνικού υπερρεαλισμού, και κυρίως του πατέρα του, Ανδρέα Εμπειρικού», ενώ αναφέρθηκε στην επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης στο έργο του πατέρα του, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, «το θέαμα του Μπογιατίου ως κινούμενου τοπίου»: «[…] Μητέρα μας αγαπημένη ΕΣΣΔ, Κάμε να έρθει γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θα ’ναι και δικό σου…»
Στη συνέχεια, η Άννα Λάζου, καθηγήτρια Φιλοσοφία του ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στον Άγγελο Σικελιανό, μία «μορφή εμβληματική για τη νεοελληνική λογοτεχνία και την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, μεταξύ των άλλων και γιατί έπαιρνε θέση στα ιστορικά γεγονότα, από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και την εθνική αντίσταση, αλλάζοντας αρκετές φορές τη γνώμη και την ιδεολογική του τοποθέτηση», ενώ συμπλήρωσε πως έχει χαρακτηριστεί «μυστικιστής, φιλόσοφος, ποιητής, αστός ιδεαλιστικής, πρώιμος σουρεαλιστής, ανατρεπτικός και επαναστατικός».
Ο σκηνοθέτης, Τάσος Ψαρράς, αναφέρθηκε στον Καρυωτάκη, που «ξεκίνησε ως στρατευμένος βασιλικός, αλλά εξελίχθηκε», και προσπάθησε να διερευνήσει τι ήταν αυτό που τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
Στη δική του παρέμβαση, ο δικηγόρος και λογοτέχνης, Άγης Πεταλάς, έκανε μία περιεκτική ανάλυση για το περιοδικό «Νέοι Βωμοί», που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του τον Γενάρη του 1924 και το έκτο και τελευταίο τεύχος του, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αποτελώντας, παρόλα αυτά, την «πρώτη, βραχύβια και αμήχανα προγραμματική προσπάθεια δημιουργίας ενός λογοτεχνικού εντύπου, προσκείμενου στο νεαρό τότε ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα».
Οι εργασίες του 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου της ΚΕ του ΚΚΕ ολοκληρώθηκαν με τον ίδιο τρόπο που είχαν αρχίσει: με λίγα λόγια από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, που υπενθύμισε πως η σφοδρότητα της ταξικής πάλης στο λογοτεχνία «εντείνεται περισσότερο ίσως από ποτέ σ’ αυτά τα χρόνια της αντεπανάστασης και διεξάγεται σχεδόν χωρίς αντίπαλο, αφού είναι περίπου ένας μονόλογος της αστικής και της οπορτουνιστικής πλευράς» και κάλεσε τους καλλιτέχνες «να συμβάλλουν σ’ αυτή την πάλη για να αλλάξει ο σημερινός αρνητικός συσχετισμός, ώσπου να δημιουργηθούν οι όροι για την ανατροπή του», και με συναυλία μελοποιημένης ποίησης της περιόδου από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τον Μεσοπόλεμο.
Όταν ένα κόμμα διοργανώνει συνέδρια σαν κι αυτό, δημιουργεί ιστορικής σημασίας ντοκιμαντέρ, μελετάει την ιστορία του εκδίδοντας δοκίμια και πραγματοποιεί υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας εκδηλώσεις, είναι εμφανές πως πατάει γερά στα πόδια του. Γιατί, μπορεί, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, να θέλει «ακόμη πολύ φως να ξημερώσει», όμως, το γεγονός πως το ΚΚΕ «δεν παραδέχτηκε την ήττα», αλλά αντίθετα τη μελέτησε, τη φώτισε, την προσέγγισε με επαναστατική αισιοδοξία και όχι με παραίτηση και ντροπή, δημιούργησε τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις για να σφυρηλατηθεί ακόμα περισσότερο για τις μάχες και τους αγώνες που έρχονται. Μάχες και αγώνες, που για να πετύχουν χρειάζονται στο πλευρό τους προοδευτικές πένες και φωνές. Γιατί, όπως και να το δούμε, μετά από χρόνια «δεν θα λένε: ήτανε σκοτεινοί καιροί. Θα λένε: γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;» και θα έχουν δίκιο…
Εμπρός, λοιπόν, ποιητή εσύ και καλλιτέχνη στον αγώνα για μία κοινωνία, στην οποία δεν θα έχει θέση η «τσούλα των δήμιων, Επιστήμη […] και η πρόστυχη Πένα και ψοφίμι…»