Αλέχο Καρπεντιέρ: «Ο μύθος είναι αντανάκλαση της αλήθειας»
Μια κλεφτή ματιά στον κόσμο του μεγάλου Κουβανού συγγραφέα – Γράφει και μεταφράζει η Σαπφώ Διαμάντη, καθηγήτρια, μεταφράστρια, διερμηνέας
Πάντοτε υπήρχε κάποιος
έξω από τον κύκλο με την κιμωλία.
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Εκατό χρόνια μοναξιά»
Χαμηλωμένα φώτα μπιστρό στη σάλα δίπλα, ακούγεται ένας στίχος του Ελυάρ, το κοφτό γέλιο του Τζαρά, ένας αφορισμός του Αραγκόν, μια στροφή του Πρεβέρ… να και μια πινελιά του Πικάσσο, μια αναλαμπή του ντε Κίρικο… Μα η μιγάδα Καραϊβική στην καρδιά του τον απομακρύνει απ’ τον υπερρεαλισμό: γίνεται ένας από τους προάγγελους του λατινοαμερικάνικου «Μπουμ». Πολύ μπροστά από την εποχή του, πρωτεργάτης αυτός της νέας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, από τους θεμελιώδεις συγγραφείς του 20ού αιώνα. Και καθώς εξερευνούμε το σπίτι, μια κάμαρα όλο κυμάτων βουή, ψιθύρους, χορδισμούς, σελίδες απ’ όπου προβάλλουν οι ήρωες που πλάθει, «άνθρωποι του σήμερα αλλά και του χθες και σίγουρα του αύριο» συμμετέχουν σε επαναστάσεις του χθες που θα μπορούσαν να είναι και οι επαναστάσεις του αύριο.
Αχτίδες τροπικών στο γραφείο του, η πένα του χαράζει «μια πολυτέλεια της δημιουργίας»: μπαρόκ. Γράφει ο πολυσυλλέκτης των εικόνων, ο αφουγκραστής των θορύβων του κόσμου, ο αιχμαλωτιστής των αποχρώσεων μιας γλώσσας απέραντης: «Τι είναι η Ιστορία της Αμερικής όλης αν όχι ένα χρονικό του θαυμαστού πραγματικού;». Η νέο-μπαρόκ τεχνοτροπία του εισάγει το «θαυμαστό πραγματικό» -ή «πραγματικό θαυμαστό»-, πρόδρομο ή και συνώνυμο του «μαγικού ρεαλισμού»: «Κανείς δεν έδινε σημασία στα ρολόγια, ούτε τέλειωναν οι νύχτες επειδή είχε ξημερώσει».
Προχωρούμε σεβαστικά, ακροποδητί, γιατί να η μεγάλη αίθουσα, ολόφωτη με χίλιες δάδες, απόηχος τουφεκιών που εκπυρσοκροτούν, τρένων που ανατινάζονται, ιαχές ενός λαού που γιορτάζει την πραγματική αλλαγή που, ναι, μπορεί να έρθει. Venceremos. Eso seguro. Κουβανός ως το μεδούλι, έχοντας ασπαστεί την υπόθεση της Επανάστασης, ρίχνεται στον κοινό αγώνα, δεν επιζητά ανάδειξη, προνόμια, μοιράζεται νίκες και αντιξοότητες. Η Επαναστατική Κυβέρνηση, ο λαός της «διαλεγμένης πατρίδας», τον τιμούν με καίρια αξιώματα. «Είμαι πολιτικά δεσμευμένος συγγραφέας και έτσι δρω… θα προσπαθήσω να εκτελέσω τα καθήκοντα που μου απομένουν ακόμη να φέρω σε πέρας στην “επί γης βασιλεία”». Και ο κόσμος τού χαρίζει κορυφαίες διεθνείς διακρίσεις, και το Βραβείο Θερβάντες για πρώτη φορά σε Λατινοαμερικάνο, που δωρίζει στο Κόμμα το χρηματικό έπαθλο.
Πιο πέρα άλλο δωμάτιο -τι να κάνουμε, κουβανέζικη αρχιτεκτονική είν’ αυτή, που τόσο του άρεσε-, πρόσωπα εδώ. Ο Διέγκο Ριβέρα ζωγραφίζει τον αντικρινό τοίχο. Ο Φιδέλ, με το αχώριστο κασκέτο του Κομαντάντε, του γράφει ένα γράμμα… Ο φίλος του ο Γκαμπριέλ, μόλις έχει διαβάσει τον «Αιώνα των Φώτων», σκίζει σκασμένος στα γέλια ό,τι έχει γράψει ως τώρα για τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» και ξαναρχίζει τη συγγραφή εκ του μηδενός… Ο Ρόα Μπάστος μυθιστοριογραφεί κι αυτός περί δικτατόρων με συνοφρύωμα συνωμοτικό… Και τα τεράστια σαλονικιά μάτια της Μάγδας Κοτζιά σαν βγάζει, μέσα δεκαετίας 80, τα βιβλία του στον Εξάντα…
Στέκω σε μια κόχη του διαδρόμου, αναλογίζομαι παιδικά χρόνια που σφράγισε μια «πολιτισμική επιμειξία», κοινό μας σημείο που με τράβηξε ενστικτωδώς στο έργο και την προσωπικότητα. Στον μαγικό οίκο τον εσώτερο. «Να προσέχουμε τις ωραίες λέξεις, τους καλύτερους κόσμους που δημιουργούν οι λέξεις… Δεν υπάρχει άλλη γη της επαγγελίας από εκείνη που ο άνθρωπος μπορεί να βρει εντός του».
«Απόψε είδα τη Μηχανή να πυργώνεται ξανά. Ηταν, στην πλώρη, σαν μια πόρτα ανοιχτή στον απέραντο ουρανό που μας έφερνε κιόλας μυρωδιές στεριάς πάνω από έναν ωκεανό τόσο ακύμαντο, τόσο κύριο του ρυθμού του, που το πλοίο, σπρωγμένο απαλά, φαινόταν να αποκοιμιέται στη ρότα του, μετέωρο ανάμεσα σ’ ένα χθες κι ένα αύριο που μετακινούνταν μαζί μας. Χρόνος ακίνητος ανάμεσα στον Πολικό Αστέρα, τη Μεγάλη Αρκτο και τον Σταυρό του Νότου, – αγνοώ, εφόσον δεν είναι η δουλειά μου να το ξέρω, αν αυτοί ήταν οι αστερισμοί, τόσο πολυάριθμοι που οι κορυφές τους, τα φώτα τους στο στερέωμα, συγχέονταν, ανατρέπονταν, ανακατώνοντας τις αλληγορίες τους, στη φεγγοβολιά μιας πανσελήνου που τη χλόμιαζε η λευκότητα του Δρόμου των Αστρων… Αλλά η Πόρτα-δίχως-φύλλο βρισκόταν ορθή στην πλώρη, οριοθετημένη από το ανώφλι και τις παραστάδες, μ’ εκείνον τον γνώμονα, εκείνο το ανεστραμμένο μισό αέτωμα, εκείνο το μαύρο τρίγωνο, λοξότμητο, ατσάλινο και παγωμένο, κρεμασμένο στο υπέρθυρό της. Εκεί ήταν η ξυλοδεσιά, γυμνή και απέριττη, στημένη ξανά πάνω στον ύπνο των ανθρώπων, σαν μια παρουσία –μια προειδοποίηση– που μας αφορούσε όλους εξίσου. Την είχαμε αφήσει πίσω, στην πρύμνη, μακριά πολύ, στις απριλιάτικες τραμουντάνες της, και τώρα μας επανεμφανιζόταν πάνω στην ίδια μας την πλώρη, εμπρός, σαν οδηγήτρια – παρόμοια, λόγω της απαραίτητης ακρίβειας στις παραλλήλους της, της αμείλικτης γεωμετρίας της, με ένα γιγάντιο όργανο ναυσιπλοΐας. Δεν τη συνόδευαν πια λάβαρα, ταμπούρλα και όχλος· δεν γνώριζε τη συγκίνηση, μήτε τη μήνιν, μήτε τον θρήνο, μήτε τη μέθη εκείνων που, πέρα εκεί, την περιέβαλλαν με χορό αρχαίας τραγωδίας, με το τρίξιμο των κάρων που κυλούν-προς-το-ίδιο, και το ταιριαστό τυμπάνισμα απ’ τις κάσες. Εδώ, η Πόρτα ήταν μόνη, αντίκρυ στη νύχτα, ψηλότερα απ’ το προστατευτικό ακρόπρωρο, φωτοστεφανωμένη απ’ τη διαγώνια λεπίδα της, με το ξύλινο τελάρο που γινόταν κορνίζα ενός πανοράματος αστεριών. Τα κύματα έρχονταν καταπάνω μας, άνοιγαν, για να αλαφροχαϊδέψουν τα πλαϊνά του πλοίου· έκλειναν, πίσω μας, μ’ ένα βουητό τόσο συνεχές και ρυθμικό που η διαρκής παρουσία τους γινόταν παρόμοια με τη σιωπή που ο άνθρωπος θεωρεί σιωπή όταν δεν ακούει φωνές όμοιες με τις δικές του. Σιωπή ζωντανή, παλλόμενη και μετρημένη, που δεν ήταν, μολαταύτα, ακρωτηριασμένη κι άκαμπτη… Οταν έπεσε η διαγώνια λεπίδα απότομα σαν σφύριγμα και το ανώφλι βάφτηκε άψογα, σαν αληθινή κορωνίδα πόρτας ψηλά στις παραστάδες της, ο Πληρεξούσιος, του οποίου το χέρι είχε θέσει τον μηχανισμό σε λειτουργία, μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του: “Πρέπει να την προφυλάξουμε απ’ την αλμύρα”. Και σκέπασε την Πόρτα μ’ ένα μεγάλο κάλυμμα από πισσωμένο πανί, ρίχνοντάς το από πάνω. Ο μπάτης μύριζε στεριά –μαυρόχωμα, κοπριά, στάχια, ρετσίνι- από εκείνο το νησί που είχε τεθεί, αιώνες πριν, υπό τη σκέπη μιας Παναγιάς της Γουαδαλούπε η οποία στο Κάθερες της Εξτρεμαδούρα και στο Τεπεγιάκ της Αμερικής όρθωνε τη μορφή της πάνω σ’ ένα σεληνιακό τόξο που σήκωνε ψηλά ένας Αρχάγγελος.
Πίσω έμενε μια εφηβεία που τα οικεία τοπία της μου φαίνονταν τόσο απόμακρα, μετά από τρία χρόνια, όσο απόμακρο μού φαινόταν το πονεμένο, τσακισμένο πλάσμα που θα ήμουν εγώ πριν Κάποιος μάς καταφτάσει, μια νύχτα, τυλιγμένος σε βροντές ρόπτρων· τόσο απόμακρα όσο απόμακρος μου φαινόταν τώρα ο μάρτυρας, ο οδηγητής, ο διαφωτιστής καιρών αλλοτινών, πριν τον σκυθρωπό Αξιωματούχο ο οποίος, γερμένος στα ρέλια, συλλογιζόταν – πλάι στο μαύρο παραλληλόγραμμο το τυλιγμένο στο ιεροεξεταστικό του κάλυμμα, που ταλαντευόταν σαν δείκτης παλάντζας στο τέμπο κάθε κύματος… Το νερό ξάνοιγε, ενίοτε, από ένα λαμποκόπημα λεπιών ή απ’ το πέρασμα κάποιου διαβατάρικου στεφανιού σαργασών».
Πηγή: Ριζοσπάστης