Άγγελος Σικελιανός- Ο σαλπιστής του Δελφικού οράματος και της Αντίστασης
Ο εστέτ ιδεαλιστής μετατράπηκε σε φλογερό κήρυκα της εαμικής αντίστασης, στην οποία εντάχθηκε ήδη από το 1941.
Ο Άγγελος Σικελιανός, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της γενιάς του, αφήνοντας έντονο το αποτύπωμά του τόσο στα ελληνικά γράμματα, όσο και στη δημόσια ζωή του τόπου. Γεννήθηκε το 1884 στη Λευκάδα, από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που σύμφωνα με την παράδοση είχε καταγωγή από τη Σικελία. Έφερε προσωπίδα, ένα σπάνιο γενετικό φαινόμενο που το βρέφος γεννιέται με τμήμα του αμνιακού σάκου στο πρόσωπο, κάτι που θεωρούνταν θεϊκό σημάδι της μοίρας εκείνη την εποχή. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση καθώς ο πατέρας του ήταν καθηγητής γαλλικών και ξεκίνησε ως μαθητής να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Γράφτηκε στη Νομική σχολή το 1901 χωρίς να αποφοιτήσει, ενώ ένα χρόνο μετά άρχισαν να δημοσιεύονται ποιήματά του στα περιοδικά “Διόνυσος”, “Παναθήναια” και αργότερα στο “Νουμά”. Προσπάθησε να κάνει καριέρα ηθοποιού, παίζοντας στη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου σε αρχαίες τραγωδίες, χωρίς επιτυχία. Τότε όμως του γεννήθηκε η δια βίου αγάπη του στο αρχαίο δράμα.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή “Αλαφροΐσκιωτος” προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση χάρη στην ιδιαίτερη τεχνική του, με τους ανισόμετρους στίχους και τη σποραδική ομοιοκαταληξία. Υπηρέτησε στο μέτωπο της Ηπείρου στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ η περίοδος 1915-192ο υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη ποιητικά, καθώς τότε δημοσιεύτηκαν εμβληματικά ποιήματά του όπως “Μήτηρ Θεού” και “Το Πάσχα των Ελλήνων”. Η ποίησή του πριν τη δεκαετία του ’40, διαπνεόταν από έντονο ιδεαλισμό, μεγαλοπρεπή γλώσσα, ορμητικό αισθησιασμό και νιτσεϊκές τάσεις. Δεν έμεινε ανεπηρέαστος από εθνικιστικές και θρησκευτικές ιδέες, τις οποίες αναμείγνυε στο μυαλό του με τη συγκλονιστική εντύπωση που του προκάλεσε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Χαρακτηριστικό είναι το “Υπόμνημα προς την Αυτού Μεγαλειότητα”, όπου καλούσε το βασιλιά Κωνσταντίνο να ηγηθεί σταυροφορίας Ελλήνων και Μπολσεβίκων για “έναν καθαρτήριο θρησκευτικό πόλεμο κατά της αμαρτωλής Ευρώπης”.
Τη δεκαετία του ’20 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη διοργάνωση των Δελφικών εορτών, εγχείρημα στο οποίο τον στήριξε η πρώτη σύζυγός του, η εύπορη Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ. Στόχος τους ήταν να γίνουν οι Δελφοί παγκόσμιο σημείο αναφοράς ενός οικουμενικού πανθεϊστικού πνεύματος, όπου θα συνδυαζόταν αυτό που ο Νίτσε αποκαλούσε “διονυσιακό” και “απολλώνειο” πνεύμα του αρχαίου πολιτισμού. Μετά τις πρώτες Δελφικές Εορτές το 1927 η απόπειρα δεν επαναλήφθηκε, λόγω κόστους αλλά και αδιαφορίας των κρατικών αρχών να στηρίξουν το θεσμό. Η Πάλμερ, με την οποία είχαν παντρευτεί το 1905, παρέμεινε στο πλευρό του ποιητή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, με οικονομική αρωγή και προβολή του έργου του, ακόμα κι όταν ο γάμος τους τελείωσε το 1934 (το 1938 ο Σικελιανός παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη). Ένα ανέκδοτο της εποχής έλεγε πως επισκέπτης του στο σπίτι στους Δελφούς εκδιώχτηκε ευγενικά από την Πάλμερ καθώς “Ο θεός κάνει έρωτα! Δεν μπορεί να σας δεχτεί τώρα”.
Η κατοχή υπήρξε σημείο καμπής για τη ζωή και το έργο του Σικελιανού, ο οποίος συγκλονίστηκε από τα πάθη του λαού μας, τα οποία εξάλλου αφορούσαν και τον ίδιο, πραγματοποιώντας στροφή στην ποίησή του. Ο εστέτ ιδεαλιστής μετατράπηκε σε φλογερό κήρυκα της εαμικής αντίστασης, στην οποία εντάχθηκε ήδη από το 1941. Πρώτος σταθμός στη νέα αυτή περίοδο του έργου του είναι τα πέντε χειρόγραφα ποιήματα με τον τίτλο “Ακριτικά”, με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Συνεχίζει ακούραστα να δημοσιεύει στον εαμικό τύπο ποιήματα, θεατρικά και επιγράμματα με επίκεντρο τον επικό αγώνα του ΕΑΜ, του “Νέου Εικοσιένα” όπως το αποκαλούσε, σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Αποκορύφωμα της δράσης του ήταν η εμφάνισή του στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, όπου απήγγειλε το διάσημο εγερτήριο ποίημα του “Ηχήστε οι σάλπιγγες”, αψηφώντας την παρουσία των γερμανικών αρχών, ενώ και τον Αύγουστο του 1944 δε δίστασε να απαγγείλει τον “Αστραπόγιαννο”, με τις σαφείς αναφορές του στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ. Ως πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, συνέχισε μετά τον πόλεμο και τα Δεκεμβριανά να υπερασπίζεται ιδανικά της Αντίστασης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ έγινε και μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Η αταλάντευτη στάση του στο πλευρό του λαού του στοίχισε την υπονόμευση εκ μέρους του εμφυλιακού κράτους, που πέντε φορές παρεμπόδισε την απονομή του Νόμπελ σε εκείνον, κάτι που είχε κάνει και στην περίπτωση του Καζαντζάκη εξάλλου. Οι παρεμβάσεις των αρχών καθώς και η όξυνση των παθών εν μέσω εμφυλίου, οδήγησαν τελικά στη διάσπαση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, με τους “εθνικόφρονες” λογοτέχνες να συγκροτούν την “Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών”.
Έφυγε από τη ζωή στις 19 Ιούνη 1951, μετά από νοσηλεία λόγω παρενεργειών ενός φαρμάκου που λάμβανε ως χρόνια ημιπληγικός και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.