Άνθρωποι κι ανθρωπάκια – Ο Στρατής Τσίρκας και το τραύμα της ήττας
Η ζωή του Στρατή Τσίρκα και η τριλογία – σταθμός της μεταπολεμικής πεζογραφίας, που προκάλεσε κομματικές και κριτικές αναταράξεις.
Η ήττα της κομμουνιστικής αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο υπήρξε το καθοριστικό γεγονός για μεγάλο μέρος της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής λογοτεχνίας, και η επεξεργασία της οδύνηρης εμπειρίας, που περνούσε αναπόφευκτα και μέσα από τον καταλογισμό ευθυνών με τον τρόπο που το αντιλαμβανόταν κάθε λογοτέχνης, βασικό επίδικο μιας πλειάδας έργων, συχνότατα αξιόλογων λογοτεχνικά, όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς στο πολιτικό τους σκέλος. Υπό αυτό το πρίσμα αποτελεί αξιοσημείωτο επίτευγμα του Στρατή Τσίρκα να αναδειχθεί στο δημοφιλέστερο ίσως πεζογράφο αυτής της γενιάς, ακριβώς λόγω του “συνωστισμού” σπουδαίων συγγραφέων που έδρασαν την ίδια περίοδο και γύρω από τον κοινό άξονα που προαναφέραμε.
Ο Γιάννης Χατζηανδρέας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην αιγυπτιώτικη παροικία του Καΐρου σαν σήμερα το 1911 και μετά την αποφοίτησή του από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής το 1928 προσελήφθη στην “Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου”, ενώ αργότερα εργάστηκε για μια δεκαετία ως λογιστής βαμβακοβιομηχανίας στην Άνω Αίγυπτο. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε πολύ αργότερα, το 1963, όντας ήδη καθιερωμένος συγγραφέας. Από μικρός έδειξε κλίση στη λογοτεχνία και οι πρώτες του δημοσιευμένες δουλειές τη δεκαετία του ’20 αφορούσαν Γερμανούς και Γάλλους ποιητές. Λίγο αργότερα «όταν ήμουν είκοσι χρονών, έγραψα ένα μυθιστόρημα, από το οποίο σώθηκε ένα κεφάλαιο. Όλο το άλλο το έκαψα, γιατί σε κάποια στιγμή αυτογνωσίας είδα ότι λέω ψέματα. Και αυτή η εμπειρία μού κόστισε τόσο, ώστε έκανα 25 χρόνια να γράψω άλλο μυθιστόρημα», στο ενδιάμεσο όμως πέρα από τη μετάφραση, ασχολήθηκε με το διήγημα, το δοκίμιο και την ποίηση.
Έρχεται σε επαφή από εφηβική ηλικία με το κομμουνιστικό κίνημα της παροικίας, ενώ κάποια χρόνια μετά, το 1937 συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ τον “Όρκο των ποιητών προς το Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα”, που διάβασε στο Β’ διεθνές παγκόσμιο συνέδριο συγγραφέων στο Παρίσι ο διάσημος κομμουνιστής ποιητής Λουί Αραγκόν. Λίγο αργότερα, την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πρωταγωνιστεί στην φιλοεαμική οργάνωση ΕΑΣ “Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος”, ζώντας από κοντά τα δραματικά γεγονότα του Κινήματος της Μέσης Ανατολής το 1944, που αποτελούν το βασικό καμβά του μετέπειτα μυθιστορηματικού magnum opus του. Από το 1946 ως το 1951 διετέλεσε γραμματέας της Αντιφασιστικής Οργάνωσης. Το 1957 δημοσιεύεται το πρώτο έργο που θα τον έκανε γνωστό εκτός των κύκλων του παροικιακού ελληνισμού, το Νουρεντίν Μπόμπα, με θέμα τα γεγονότα του προηγούμενου χρόνου σχετικά με την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από την κυβέρνηση Νάσερ.
Η φήμη του εξαπλώνεται περισσότερο τον επόμενο χρόνο με την έκδοση της μελέτης “Ο Καβάφης και η εποχή του”, προϊόν τρίχρονης ενατικής φιλολογικής και ιστορικής έρευνας για το έργο του ποιητή, τον οποίο είχε γνωρίσει και προσωπικά. Το βιβλίο υπήρξε μια “μοναδική άσκηση συνθετικής γραφής”, που επέτρεψε στον Τσίρκα να ξεφύγει από τα στενά όρια του διηγήματος και να δημιουργήσει μια τοιχογραφία του αιγυπτιώτικου ελληνισμού, που θα χρησίμευε ως υπόβαθρο για την τριλογία του “Ακυβέρνητες Πολιτείες”. Δεν επρόκειτο φυσικά μόνο για ένα προπαρασκευαστικό ή μεταβαστικό έργο, αλλά για μια μελέτη πρωτοποριακή για την εποχή της, αφού επιχειρούσε για πρώτη φορά να ερμνεύσει την καβαφική ποίηση με κοινωνικοπολιτικούς όρους, πέρα από τη στενή ερμηνεία του Αλεξανδρινού ως ποιητή της “παρακμής”.
Σε κάθε περίπτωση, “οι συνθήκες είχαν ωριμάσει” ώστε ο Τσίρκας να επιστρέψει στην υλοποίηση των νεανικών του φιλοδοξιών για τη συγγραφή μυθιστορήματος. Καρπός της νέας προσπάθειας οι “Ακυβέρνητες Πολιτείες”, τίτλος εμπνευσμένος από το τους δυο πρώτους στίχους του ποιήματος του Σεφέρη “Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα”, που χρησιμεύουν κι ως ένα από τα δύο μότο της Λέσχης, που συναποτελεί μαζί με την Αριάγνη και τη Νυχτερίδα την εν λόγω τριλογία: “Ιερουσαλήμ, ακυβέρνηστη πολιτεία/Ιερουσαλήμ πολιτεία της προσφυγιάς”. Ο Σεφέρης εξάλλου ως διπλωματικός υπάλληλογς της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης βίωσε και εμπνεύστηκε από τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής, από διαφορετική ιδεολογική σκοπιά, με τον Τσίρκα να πιστεύει ότι οι δυο τους μοιράζονταν παρά ταύτα αρκετά στοιχεία στον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τα τεκταινόμενα της περιόδου.
Η τριλογία διαδραματίζεται μεταξύ Ιερουσαλήμ, Καΐρου και Αλεξάνδρειας από τον Ιούνιο του 1942 ως το καλοκαίρι του 1944, με εξαίρεση τον επίλογο της “Νυχτερίδας” που τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1954. Η δράση της κομμουνιστικής Αντίστασης, το κίνημα της ΑΣΟ, η καταστολή του από τους Βρετανούς και η αποκήρυξή του, στα πλαίσια της συμφωνίας του Λιβάνου από την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ αποτελούν το επίκεντρο του βιβλίου. Παράλληλα ωστόσο ξετυλίγονται κι άλλοι κόσμοι, όπως εκείνος της εξόριστης αστικής ελληνικής κυβέρνησης, των Βρετανών, των Ευρωπαίων φυγάδων, των Αράβων – υποζυγίων της βρετανικής αποικιοκρατίας και η αιγυπτιώτική διασπορά στο σύνολό της.
Το έργο είναι αφηγηματικά πρωτοπόρο, καθώς συνδύασε τεχνικές του μοντέρνου μυθιστορήματος, όπως ο εσωτερικός μονόλογος και οι εναλλαγές των αφηγητών, με το ρεαλισμό της “στρατευμένης” λογοτεχνίας για να αποδώσει ένα έργο “ψυχολογικού ρεαλισμού”, όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο Τσίρκας, όπου η λεπτομερής αποτύπωση του ψυχικού κόσμου και των σκέψεων των προσώπων συμβάδιζε αρμονικά με την μνημειακή τοιχογραφία των συγκλονιστικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων της εποχής.
Όπως είναι γνωστό, ήδη από την έκδοση της “Λέσχης” προκλήθηκε πάταγος, με γνωστότερη πτυχή του τη διαμάχη που ξέσπασε στους κόλπους της αριστερής κυρίως κριτικής για το έργο. Συνήθως τα βέλη στρέφονται στο γνωστό κομμουνιστή κριτικό Μάρκο Αυγέρη, ιδιαίτερα για την κριτική του στην “Αριάγνη”, την οποία διέκρινε σε “υγιή” και “νοσηρά” κομμάτια, με τα δεύτερα να υπερισχύουν καθώς ο συγγραφέας κατά τη γνώμη του Αυγέρη επιζητούσε “το θεαματικό, το περίεργο και το ανώμαλο”. Λιγότερο γνωστό είναι, ίσως όχι τυχαία, το γεγονός πως ο ίδιος ο Αυγέρης, λίγα μόνο χρόνια μετά, το 1966, αφότου είχε εκδοθεί η Νυχτερίδα, αναγνώρισε το σφάλμα του σημειώνοντας τα εξής: “Η τελευταία μου κριτική για τον Τσίρκα αναγνώρισε όλες τις τιμές στην αιθστηική καταξίωση του τεχνίτη. Διαφώνησε μόνο στο διφορούμενο πνεύμα της ιδεολογίας του κι εφράστηκε με βιαιότητα. Ecce mea culpa. Μα είπαμε πως υπάρχουνε κι οργισμένοι γέροι”.
Οι σχέσεις του ΚΚΕ με τον Τσίρκα πάντως είχαν ήδη διαρραγεί από το 1961, όταν εκείνος αρνήθηκε να αποκηρύξει τη “Λέσχη” καθώς, όπως μετέφερε ο ίδιος τη συζήτηση της διαγραφής του, “συκοφαντούσε τους λαϊκούς αγωνιστές και το κίνημα”. Η ρήξη επισφραγίστηκε κι από την προσχώρηση του συγγραφέα στο ΚΚΕ εσ. μετά τη διάσπαση του 1968. Το κλίμα που οδήγησε σε αυτή τη διάσπαση, αλλά και οι συνέπειες της λεγόμενης “αποσταλινοποίησης” είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις “Ακυβέρνητες Πολιτείες”, ιδίως στον χαρακτήρα “Ανθρωπάκι” , αφημένο επίτηδες άκλιτο σε όλο το έργο, που παρουσιάζεται ως το αρχέτυπο του βλοσυρού και άκαμπτου ινστρούχτορα. Στο πολυσυζητημένο ερώτημα για το ιστορικό πρότυπο πίσω από το “Ανθρωπάκι”, ο ίδιος ο Τσίρκας απαντούσε ως εξής:
Για τη σύνθεση χρησιμοποιήθηκαν τέσσερεις πηγές: Τέσσερεις αντιφασίστες αγωνιστές της Μέσης Ανατολής, που έτυχε να παρατηρήσω από κοντά ή από μακριά τα φυσικά και τις πράξεις τους. Οι δυο συγχωρέθηκαν πια στα ξένα, ο ένας στην Ανατολή κι ο άλλος στη Δυτική Ευρώπη. Του τρίτου έχασα τα ίχνη από πολύ νωρίς, από το 1945, ίσως και να το θέλησα, ήταν ένας απίθανος τυχοδιώκτης. Για τον τέταρτο, τελευταία φορά που άκουσα, ήταν το 1968, βρισκόταν εκτοπισμένος στα Γιούρα, ελπίζω να ζει. Ένας πέμπτος, που στοιχεία του έριξα στο λεβέτι της σύνθεσης, έχει κι αυτός πεθάνει, είναι όμως αλλοδαπός και μπορώ να τον κατονομάσω: Ιωσήφ Βησαριόνοβις Ντζουγκασβίλι Στάλιν. Υπάρχει και έκτος: ο γράφων, στο βαθμό που κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι κατά κα κάποιο τρόπο κομμάτι της αυτοβιογραφίας του συγγραφέα.
Μπορεί ο “εύκολος” αντισταλινισμός, η μανιχαϊστική αντιπαραβολή του άκαμπτου ινστρούχτορα Ανθρωπάκι με τον κομμουνιστική διαννοούμενο Μάνο, και γενικότερα η μηχανιστική αντιπαράθεση παραπλανημένης βάσης και μοχθηρής ηγεσίας να αφαιρούν κάτι από τη δύναμη του έργου, χωρίς όμως να το υποβαθμίζουν τόσο λογοτεχνικά, όσο και ιστορικά, με την έννοια της -μυθοπλαστικά διαμεσολαβημένης- μαρτυρίας.
Με την επιβολή της χούντας ο Τσίρκας θα επιλέξει ως ένδειξη διαμαρτυρίας τη συγγραφική σιωπή, με εξαίρεση το μεταφραστικό του έργο, παράλληλα με τη συμμετοχή στο ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο). Συμμετέχει μόνο στα 18 κείμενα, με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας το 1970. Μετά τη μεταπολίτευση, το 1976, κυκλοφορεί η “Χαμένη Άνοιξη”, με θέμα τα Ιουλιανά του 1965, που ο συγγραφέας σκόπευε να καταστήσει πρώτο μέρος μιας τριλογίας εκτεινόμενης ως τα χρόνια της δικτατορίας, με τίτλο “Δίσεχτα χρόνια”. Έμελε όμως να είναι το κύκνειο άσμα του, καθώς έφυγε από τη ζωή το Γενάρη του 1980,, σε ηλικία 69 ετών από ανεύρυσμα.