Άρθουρ Καίστλερ: Από το Άπειρο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Μηδέν του αντικομμουνισμού
Ιδιαίτερα δραστήριος στον αντικομμουνιστικό αγώνα υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50, πρωτοστατώντας στη δημιουργία του Congress for Cultural Freedom, μιας οργάνωσης που στόχευε στην ανακοπή της κομμουνιστικής επιρροής ιδίως στο χώρο των διαννουμένων, εμπνευστής και χρηματοδότης της οποίας υπήρξε η CIA
Ο Ουγγρογερμανός συγγραφέας Άρθουρ Καίστλερ ταύτισε τον εαυτό του όσο κανένας ομότεχνός του με την έννοια του αποστάτη του κομμουνιστικού κινήματος, και μέχρι σήμερα το έργο του “Το μηδέν και το άπειρο” αποτελεί Βίβλο της αντισοβιετικής λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στη Βουδαπέστη, ως γιος γερμανόφωνου Εβραίου ιδιοκτήτη εργοστασίου σαπωνοποιίας. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στην ευμάρεια, ως το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σήμανε οικονομική καταστροφή για την οικογένεια, ωθώντας την να μετακομίσει στη Βιέννη ως το τέλος του πολέμου. Η Ουγγρική επανάσταση υπό τον Μπέλα Κουν το 1919 ήταν ευπρόσδεκτη για τους Καίστλερ, καθώς ο πατέρας του Άρθουρ διορίστηκε διευθυντής του εθνικοποιημένου πια εργοστασίου του με υψηλό μισθό. Η καταστολή της επανάστασης και η εγκαθίδρυση του καθεστώτος του ναυάρχου Χόρτυ αναγκάζουν την οικογένεια να μετακομίσει εκ νέου στη Βιέννη. Το 1922 αρχίζει να σπουδάζει μηχανικός, παρακολουθώντας παράλληλα διαλέξεις φιλοσοφίας και λογοτεχνικών σπουδών. Εκείνη την εποχή γίνεται μέλος στην εβραϊκή φοιτητική ένωση Unitas, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’20 γίνεται οπαδός του σιωνισμού και το 1926, έχοντας διακόψει τις σπουδές του λόγω αδυναμίας πληρωμής διδάκτρων, πηγαίνει στην Παλαιστίνη, όπου ωστόσο δεν προσαρμόστηκε στην καθημερινότητα των κιμπούτζ. Εκείνη την εποχή άρχισε να στέλνει ανταποκρίσεις σε εφημερίδα του Βερολίνου, ενώ το 1930 εγκαταστάθηκε στην πόλη, αναλαμβάνοντας αρχισυντάκτης στην εφημερίδα B.Z. To 1931 έγινε κρυφά μέλος του ΚΚΓ και το διάστημα 1932-33 ταξίδεψε στην ΕΣΣΔ, κατά βάση στο Τουρκμενιστάν, αποκομίζοντας κυρίως θετικές εντυπώσεις, περιγράφοντας αργότερα ότι πίστευε σε βελτίωση των κακώς κειμένων, τα οποία μετά τη μεταστροφή του αξιοποίησε και διόγκωσε δεόντως για να ασκήσει πολεμική στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Στη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου, και συγκεκριμένα το 1937, πήγε στη χώρα ως πολεμικός ανταποκριτής, όπου αιχμαλωτίστηκε από τα στρατεύματα του Φράνκο και καταδικάστηκε σε θάνατο ως κατάσκοπος. Φυλακίστηκε στη Μάλαγα και στη Σεβίλλη, περιμένοντας την εκτέλεσή του, μέχρι που οι Βρετανοί μετά από 90 μέρες πέτυχαν την απελευθέρωσή του σε ανταλλαγή κρατουμένων. Η λογοτεχνική αποτύπωση της εμπειρίας του βρίσκεται στο έργο “Ισπανική διαθήκη”. Την ίδια περίοδο στρέφεται ενάντια στην ΕΣΣΔ και την κομμουνιστική ιδεολογία κι εγκαταλείπει το ΚΚΓ, ιδρύοντας το 1938 μαζί με τον επίσης αντισταλινικό και πρώην στέλεχος του ΚΚΓ Βίλι Μίντσεμπεργκ το βραχύβιο περιοδικό “Το μέλλον”, που τηρούσε πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στο φασισμό και τον κομμουνισμό.
Για ένα διάστημα μετά το ξέσπασμα του Β’ παγκοσμίου πολέμου ήταν αιχμάλωτος στο γαλλικό στρατόπεδο Λα Βερνέ, ενώ από το 1940 ζούσε στην Αγγλία, όπου συναντήθηκε με τον έτερο λογοτεχνικό πυλώνα του αντισοβιετισμού, τον Τζωρτζ Όργουελ, ενώ βιοποριζόταν από τη δημοσιογραφία. Το 1940 δημοσιεύτηκε και το διασημότερο έργο του “Το είναι και το μηδέν”, όπου ο πρωταγωνιστής, βασισμένος σε μορφές κατηγορουμένων στις δίκες της Μόσχας, όπως ο Νικολάι Μπουχάριν και ο Καρλ Ράντεκ, προσωποποιεί την υποταγή του “ιδεολόγου” σε ένα “δολοφονικό” πολιτικό σύστημα, στη δημιουργία του οποίου ο ίδιος είχε συμβάλει. Το βιβλίο νοούνταν από το συγγραφέα ως το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, αποτελούμενης επιπλέον από το μυθιστόρημα “Οι μονομάχοι” (1939) και “Άφιξη και αναχώρηση” (1943).
Ιδιαίτερα δραστήριος στον αντικομμουνιστικό αγώνα υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50, πρωτοστατώντας στη δημιουργία του Congress for Cultural Freedom, μιας οργάνωσης που στόχευε στην ανακοπή της κομμουνιστικής επιρροής ιδίως στο χώρο των διανουμένων, εμπνευστής και χρηματοδότης της οποίας υπήρξε η CIA. Ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στις προετοιμασίες του πρώτου συνεδρίου, που θα διεξαγόταν στο Δυτικό Βερολίνο τον Ιούνη του 1950. Έγραψε σειρά ομιλιών, μεταξύ των οποίων την κύρια ομιλία του συνεδρίου “Μανιφέστο Ελευθερία”. Στο τέλος του συνεδρίου πραγματοποιήθηκε αντικομμουνιστική διαδήλωση, στην οποία ο Καίστλερ διάβασε το “Μανιφέστο” του, φωνάζοντας στα πλήθη “Φίλοι μου, η ελευθερία πήρε την πρωτοβουλία κινήσεων!”. Ο Καίστλερ είχε φιλόδοξα σχέδια για την οργάνωση, ευελπιστώντας να δημιουργήσει ένα ραδιοφωνικό δίκτυο, το οποίο χαριτολογώντας αποκαλούσε “Ντεμινφόρμ”, ως αντιδιαστολή προς τη σοβιετική “Κομινφόρμ”, καθώς κι ένα δίκτυο αποστολής αντικομμουνιστικών βιβλίων στην Ανατολική Ευρώπη. Σκεφτόταν επίσης να δημιουργήσει επιτροπές σε όλη τη Γαλλία, να αναρτήσει αντικομμουνιστικές αφίσες και να πραγματοποιήσει συναντήσεις για θέματα όπως ο πόλεμος της Κορέας και η Γιουγκοσλαβία. Δυο μήνες ωστόσο μετά το συνέδριο του Βερολίνου, ο Καίστλερ υπέβαλε την παραίτησή του από την οργάνωση. Ο νευρικός κλονισμός που είχε υποστεί νωρίτερα έπαιξε κάποιο ρόλο, φαίνεται ωστόσο ότι είχε υποστεί και κάποια διακριτική πίεση από υπεύθυνους της CIA να αποσυρθεί από το προσκήνιο, καθώς ο θυελλώθης αντικομμουνισμός και η νευρωτική του προσωπικότητα δεν ταίριαζαν με το “μετριοπαθές” προφίλ που ήθελαν προσδώσουν στο εγχείρημά τους οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Απογοητευμένος, εγκαταλείπει την ενασχόληση με την πολιτική σε πρακτικό και λογοτεχνικό επίπεδο και αφιερώνεται σε θέματα όπως η αστρονομία, αλλά και η παραψυχολογία, καθώς ήδη από το 1937 ως κρατούμενος στο κελί των ετοιμοθανάτων ισχυριζόταν πως είχε ζήσει μια μυστικιστική εμπειρία. Το 1952 έγινε μάλιστα μέλος της Society for Psychical Research, ενώ άφησε την περιουσία του ως κληροδότημα για τη δημιουργία έδρας παραψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Την 1η Μάρτη 1983, πάσχοντας από τη νόσο του Πάρκινσον κι από λευχαιμία, αποφάσισε να φύγει από τη ζωή με την κατά 22 χρόνια μικρότερη τρίτη του σύζυγο Σύνθια Τζέφερις, καταναλώνοντας βαρβιτουρικά μαζί με αλκοόλ.