Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Μια λογοτεχνική ιδιοφυΐα στο πλευρό του Πινοσέτ και του Βιντέλα
Το έργο του χαρακτηρίζεται από πρωτοποριακές αισθητικές αναζητήσεις, αλλά οι ριζοσπαστικές του διαθέσεις περιορίζονταν στον χώρο της τέχνης του, καθώς πολιτικά ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός.
Μαζί με τους Πάμπλο Νερούντα και Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Αργεντίνος ποιητής και συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1986, συμπληρώνει την “Αγία Τριάδα” της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Το έργο του χαρακτηρίζεται από πρωτοποριακές αισθητικές αναζητήσεις, αλλά οι ριζοσπαστικές του διαθέσεις περιορίζονταν στον χώρο της τέχνης του, καθώς πολιτικά, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες ομοτέχνους του, ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός. Ο Μπόρχες γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1899 σε μια φτωχογειτονιά του Μπουένος Άιρες, που αποτελεί και σκηνικό ορισμένων βιβλίων του. Η οικογένεια του είχε υπάρξει σημαντική στην ιστορία της Αργεντινής, με βρετανικές ρίζες, μάλιστα ο ίδιος έμαθε πρώτα αγγλικά και μετά ισπανικά. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής σε Βρετανικό Σχολείο και του έδωσε τα πρώτα του λογοτεχνικά ερεθίσματα. Το 1914, τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πήγε με την οικογένειά του στη Γενεύη, όπου έμαθε γαλλικά και γερμανικά, αποφοιτώντας από το κολλέγιο της Γενεύης. Το 1919 η οικογένεια μετακόμισε στην Ισπανία, όπου ο Μπόρχες έγινε μέλος του λογοτεχνικού κινήματος των “ουλτραϊστών”, μια ομάδα που εξεγέρθηκε κατά της παρακμής των καθιερωμένων συγγραφέων της γενιάς του 1898.
Επιστρέφοντας στο Μπουένος Άιρες το 1921, ο Μπόρχες ανακάλυψε εκ νέου τη γενέτειρά του, τραγουδώντας τις ομορφιές της σε ποιήματα που αναδομούσαν δημιουργικά το παρελθόν και το παρόν της. Καθόλου τυχαίος δεν είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής του συλλογής “Ζέση του Μπουένος Άιρες” (1923). Εκείνη την περίοδο δημοσιεύει σειρά δοκιμίων και ποιημάτων και ιδρύει τρία λογοτεχνικά περιοδικά, ανάμεσά τους και τη βιογραφία του “Εβάριστο Καριέγκο”. Αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να εργαστεί εννέα χρόνια σε μια βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας που έφερε το όνομα ενός προγόνου του. Το 1938 έχασε τον πατέρα του και την ίδια χρονιά τραυματίστηκε στο κεφάλι, έπαθε σηψαιμία και βρέθηκε πολύ κοντά στο θάνατο. Η εμπειρία αυτή απελευθέρωσε πλήρως τις δημιουργικές του δυνάμεις, καθώς τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε μια σειρά φανταστικών διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στη συλλογή “Ficciones” το 1944, αλλά και αστυνομικών ιστοριών μαζί με το συγγραφέα Αδόλφο Μπιόι Κασάρες. Τα έργα αυτών των χρώνων αποκαλύπτουν τον ονειρικό κόσμο του Μπόρχες, ο οποίος είναι μια ειρωνική ή παράδοξη εκδοχή του πραγματικού κόσμου, με τη δική του γλώσσα και σύμβολα.
Με την άνοδο του Χουάν Περόν στην εξουσία το 1946 απολύθηκε από τη θέση του λόγω της στήριξης που είχε εκφράσει στου Συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την απομάκρυνση του Περόν το 1955 ανέλαβε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης και καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Ο Μπόρχες ήταν ήδη τυφλός, από μια κληρονομική ασθένεια που είχε επηρεάσει και τον πατέρα του. Έκτοτε ο Μπόρχες εγκατέλειψε τη συγγραφή μεγάλων κειμένων και άρχισε να υπαγορεύει στη μητέρα του ή σε γραμματείς και φίλους.
Τα έργα που δημοσιεύει κατά την ύστερη περίοδό του, όπως “Ο δημιουργός” (1960) και “Το βιβλίο των φανταστικών όντων” (1967) σχεδόν καταργούν τα όρια μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης. Η συλλογή διηγημάτων “Η αναφορά του Μπρόντι” (1970) ασχολείται με την εκδίκηση, το φόνο και ιστορίες τρόμου, ενώ το έργο “Το βιβλίο της άμμου” είναι μια αλληγορία που συνδυάζει την απλότητα του λαϊκού αφηγητή με το σύνθετο όραμα ενός άντρα που εξερεύνησε τους λαβυρίνθους της ίδιας του της ύπαρξης.
Η παγκόσμια φήμη του είχε εδραιωθεί όταν μοιράστηκε το βραβείο Φορμέντορ με το διάσημο θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ, το οποίο δινόταν για αδημοσίευτα χειρόγραφα. Ο εφιαλτικός τόνος πολλών κειμένων του συγκρίθηκε με εκείνον του Φραντς Κάφκα. Η λατινοαμερικανική λογοτεχνία έπαψε να είναι πεδίο έρευνας κλειστών ακαδημαϊκών κύκλων και κι έγινε κτήμα αναγνωστών σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας μια σειρά συγγραφέων στη Λατινική Αμερική αλλά και διεθνώς. Ανάμεσά τους το γνωστότερο παράδειγμα είναι εκείνο του Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος μάλιστα εμπνεύστηκε το χαρακτήρα του τυφλού μοναχού βιβλιοθηκάριου Χόρχε του Μπούργκος στο “Όνομα του Ρόδου” από το Μπόρχες και το διήγημα του τελευταίου “Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ”.
Πολιτικά όπως είπαμε ο Μπόρχες ήταν συντηρητικών ως και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, καθώς θεωρούσε την καθολική ψηφοφορία υπεύθυνη για την επάνοδο του Περόν το 1973, μετά την ανατροπή του το 1955. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να υποστηρίξει ανοιχτά τον Πινοσέτ στη Χιλή, από τον οποίο έλαβε το ανώτερο μετάλλιο της χώρας, καθώς και την δικτατορία του Βιντέλα στην Αργεντινή το 1976, που έβαλε τέλος στην κυριαρχία των Περόν, πρώτα του Χουάν και μετά της συζύγου του Ισαμπέλ.Τιμήθηκε πολλές φορές από το καθεστώς με διάφορες διακρίσεις, ενώ κλήθηκε και σε δείπνο με το Βιντέλα, τον οποίο ευχαρίστησε που είχε “απελευθερώσει τη χώρα από την ντροπή που τη βάραινε”. Αποστασιοποιήθηκε μετά την ήττα στα Φώκλαντ στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, αλλά στην κριτική που δέχτηκε για τη στάση του επί δικτατορίας, με δεδομένο μάλιστο ότι το σπίτι του ήταν κοντά σε στρατόπεδο βασανιστηρίων, ο ίδιος έδωσε τη διαβόητη απάντηση “Δε διαβάζω εφημερίδες”. Η στήριξη του στις αιματηρότερες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής του 20ου αιώνα εικάζεται πως βρίσκεται πίσω από τη μη απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, παρά την αδιαμφισβήτητα λογοτεχνική του δεινότητα. O ίδιος αρεσκόταν να αυτοαποκαλείται “μετριοπαθής αναρχικός” που πίστευε “στο άτομο, όχι στο κράτος”.