Δήμητρα Καραμολέγκου – Οι αλυκές
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Το έλεγε «Βιβλίο Εσόδων Εξόδων», αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα χιλιοτσαλακωμένο μπλε τετράδιο που, αφού είχε σκίσει τις λιγοστές χρησιμοποιημένες σελίδες, το χώρισε στη μέση τσακίζοντας μια σελίδα. Με σταθερά κεφαλαία γράμματα είχε γράψει τις λέξεις «ΕΣΟΔΑ» στην πρώτη σελίδα και «ΕΞΟΔΑ» στη μεσαία. Και στη συνέχεια έπιασε να γράφει τα έξοδα εκείνης της ημέρας, όλα όσα είχε ξοδέψει για να ετοιμάσει τις 63 μερίδες μακαρονάκι κοφτό με κοτόπουλο. Ήταν αρκετά τα έξοδα αυτά, ειδικά σε σχέση με το ποσό που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει από φίλους, γνωστούς και αγνώστους στο internet που πρόθυμα δώριζαν όσα μπορούσε ο καθένας. Έπειτα γύρισε στην πρώτη σελίδα κι άρχισε να σημειώνει σε λίγες σειρές: Δωρεές 93€, 8 κιλά μακαρόνια, 2 κιλά πελτές. Κι έκλεισε το βιβλίο χαμογελώντας.
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί και να τα χρήματα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί κι έτσι τώρα κάθε μέρα, κλείνοντας την κουζίνα του, έφερνε βόλτα πρώτα τη γειτονιά του κι αργότερα ολόκληρη τη συνοικία, ζητώντας από εμπόρους να προσφέρει ο καθένας ό,τι μπορούσε, γιατί μόνος του πια κάποιοι αρχικά του έδωσαν προμήθειες, κανείς όμως από αυτούς δεν πέρασε μια μέρα από την κουζίνα του να δώσει ένα πακέτο φακές, μια γλυκιά κουβέντα ή έστω πάντα εκείνος έπρεπε να βγαίνει στο δρόμο και να ζητά την κι αυτό τον εξαντλούσε τόσο ώστε τον έκανε να νιώθει μόνος αντιμέτωπος με τη γιγάντια πρόκληση της ανθρωπιάς που μόνος ανάμεσα σε φίλους ανθρώπων που δεν ήθελαν όμως καμία εγγύτητα προς τους άλλους τους.
Τετάρτη σήμερα και έχει προγραμματίσει να μαγειρέψει μπριάμ. Πηγαίνει στον φούρνο και φορτώνει το αυτοκίνητό του με φρατζόλες ψωμί. Επιστρέφει στην κουζίνα βιαστικός, γιατί πρέπει να πάει και στον μανάβη. Έξω από την πόρτα όμως μένει για λίγο ακίνητος, σαστισμένος. Η Εύη και η Χαναάν τον περιμένουν με πέντε σακούλες κολοκυθάκια ακουμπισμένες στα πόδια τους. «Αφήσαμε τα παιδιά στο σχολείο και είπαμε να έρθουμε να σου δώσουμε ένα χεράκι» του λέει η Εύη χαμογελώντας. Κάνει να ανοίξει την αγκαλιά του, μα ντρέπεται. Ανοίγει την πόρτα και τις καλωσορίζει: «Ελάτε! Ελάτε! Θα σας φτιάξω καφέ!» Ο μανάβης μπορεί να περιμένει. Τώρα έχει ανάγκη να καταγράψει τη χαρά του. Ενώ οι γυναίκες τακτοποιούνται στην κουζίνα, εκείνος πιάνει το βιβλίο. Στα Έσοδα γράφει «Αλάτι».