Επιτάφιος θρήνος για τον μικρό Ιλχάμ
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ,
όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο»
κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ
στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
Δεν χάθηκες, Ιλχάμ.
Τα κρύα νερά της Μεσόγειος
δεν σε κατάπιαν.
Είσαι ακόμα εκεί,
στα πανιόλα του κατάμπαρου
παλεύοντας να βολευτείς,
μαζί με τ’ άλλα παιδιά.
Γιατί οι δουλέμποροι
δε φρόντισαν να σας δώσουν
περίσσιο χώρο να χωράνε
τα τρυφερά κορμάκια σας.
Δεν κατάφερες να κοιμηθείς, Ιλχάμ,
για τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα.
Της μάνας σου η αγκαλιά
ήταν το μόνο σου αποκούμπι.
Μα δεν πειράζει, Ιλχάμ.
Να, σε λίγο, θα ξημερώσει άλλη μέρα,
σε κάποια φιλόξενη παραλία
ενός πολυπόθητου τόπου.
Όπου, τα παιδιά παίζουν ανέμελα
σε όμορφες παιδικές χαρές
και το βράδυ, στο σπίτι τους,
τα περιμένει ζεστό φαΐ
κι όμορφα, καλοφτιαγμένα παιχνίδια.
Όμως εσύ, Ιλχάμ, δεν έχεις – ποτέ δεν είχες.
Ούτε παιχνίδια, ούτε ζεστό φαΐ.
Δεν χόρτασες ποτέ σου, Ιλχάμ.
Κι όλο σε παρηγόραγε η μανούλα σου, η Τζαλίλα,
πως θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες
και πως κάποτε θα χορτάσεις κι εσύ, Ιλχάμ.
Και τα παιχνίδια – αχ, αυτά τα παιχνίδια!
Τι όμορφα που είναι!
Κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλε,
με όλα τα χρώματα της γης πάνω τους.
Και με ρόδες και πολύχρωμα φωτάκια
και με όμορφα, μικρά ανθρωπάκια.
Δικά σου είναι, Ιλχάμ!
Όλα αυτά τα παιχνίδια.
Όχι, δεν είναι όνειρο,
δικά σου είναι.
Απλώνεις τα χεράκια σου
και τα πιάνεις.
Παίζεις μαζί τους,
τα τσουλάς πάνω στις ρόδες τους.
Τα λαμπάκια τους ανάβουν,
όλα μαζί, σε χιλιάδες χρώματα.
Και τα όμορφα, μικρά τους ανθρωπάκια
σου χαμογελάνε, απλώνοντας τα χεράκια τους
να σφίξουν τα δικά σου χέρια.
Εχ, μικρέ Ιλχάμ!
Ονειρέψου κι άλλο,
έτσι στριμωγμένος
στον πάτο του κατάμπαρου.
Κάνε λίγο ακόμα υπομονή,
η όμορφη παραλία
είναι κοντά.
Αχ, καλέ μου Ιλχάμ.
Έμεινες για πάντα εκεί,
μέσα στ’ όνειρό σου.
Όταν το σαπιοκάραβο τουμπάρισε
εσύ και τ’ άλλα παιδάκια
δεν βρήκατε ποτέ τη διέξοδο
προς την επιφάνεια, τον ήλιο και το φως.
Τα κρύα νερά του Ιονίου
μπουκάρισαν πολύ γρήγορα
στ’ αμπάρι που σας έκλεισαν.
Και πριν το καταλάβετε ακόμα,
σας πήρε μαζί του το ναυάγιο
των εμπόρων των ανθρώπων,
των εμπόρων των ψυχών,
των εμπόρων των εθνών.
Ποιος θρήνος και ποιο κλάμα
μπορεί τώρα να συγκριθεί
με την οιμωγή της Τζαλίλα;
Πως να της πεις ότι ο Ιλχάμ της
δεν θα παίξει με τα παιχνίδια
που ονειρεύτηκε;
Πως να της πεις ότι η όμορφη παραλία
είναι η προκυμαία της Καλαμάτας;
Πως να της πεις ότι το φαΐ
που έλπιζε να ταΐσει τον μονάκριβό της,
για να τον χορτάσει κάποτε,
δε θα του το δώσει ποτέ;
Πως να της πεις ότι οι εμπόροι του θανάτου
έχουν έτσι φτιάξει τον κόσμο;
Τον κόσμο που όλοι οι μικροί Ιλχάμ,
Χαμίντ, Αμπντούλ, Τζαμάλ
δεν έχουν στον ήλιο μοίρα;
Πως να της πεις ότι το δίκιο της,
το δίκιο κάθε άλλης μάνας
της κάθε Τζαλίλα, Αμίρα, Φαϊζά,
βρίσκεται στα χέρια των καταπιεστών,
στα χέρια των επικυρίαρχων,
στα χέρια των «δημοκρατών»
τούτης της σφαίρας;
Μόνη ελπίδα: Ο αγώνας!
Η οιμωγή που γίνεται κραυγή.
Μια στεντόρεια κραυγή του θυμού.
Αντάμα με χιλιάδες, εκατομμύρια
άλλες κραυγές.
Με μια δύναμη, που θα βγαίνει
απ’ τις γροθιές
και από τις κάνες της εξέγερσης.
Όταν η γη θα γεμίσει από κεραυνούς
που θα βροντάνε στη νίκη
όλων των αδικημένων.
Κι εμείς, Ιλχάμ, να σου τραγουδάμε:
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ,
όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο»
κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ
στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
Παναγιώτης Μελάς
17 του Ιούνη, 2023