Ηλιοδείκτες
Μα αυτές οι σκιές το δικό μας διάστημα κατέκτησαν του χτες.
Κοσμοναύτες άφησαν αιμάτινα αχνάρια σε Αιγαιακές πετριές,
του πορφυρού Ήλιου τις κηλίδες δεικτοδοτώντας για τις επόμενες γενιές.
Σου είπανε φυλάκισε τον ήλιο και συ ακάνθινα στεφάνια του πλέξες να τον γελάσεις.
Σου είπανε αφέντευσε τη θάλασσα και συ με ρόπαλα αλλόφρονα χύμηξες για να τη σπάσεις.
Σου είπανε σώπασε τον άνεμο και συ με βρυχηθμούς και βογγητά νόμιζες θα τον σκεπάσεις.
Υπάκουσες τυφλά, γιατί μεθοδικά σου αποστερήσανε το φως,
στο αίμα ηδονή, σκυλί λυσσασμένο σε εκπαίδευσαν,
του θανάτου βασανιστικά και καταχθόνια να επέρχεται το πως.
Τι ματαιότητα, τι παραλογισμός!
Να θαρρείς πως την αλήθεια θα θωρείς, και θα μπορέσεις
τη φλόγα των αχτίδων της κόντρα στην νομοτέλεια των καιρών να σβέσεις.
Να νομίζεις πως του κύματος η άλμη με ανόητα κελεύσματα και στου όπλου τη ριπή
θα πάψει να σμιλεύει υπομονετικά το νέο στου χρόνου τη ροή.
Να αγνοείς πως οι πνοές του ανέμου δεν είναι παρά η φωνή του λαού η βοερή,
που έρχεται από μακριά και πάει μέχρι εκεί που η “Ουτοπία” επιτέλους θα αντηχεί.
Απόδειξη και ορόσημο αυτοί.
Να στέκουνε εκεί. Να σημαίνουν την Αυγή.
Σκαπανείς ως τα έγκατα της πιο απάνθρωπης ντροπής, φερέλπιδες του νέου.
Τους γκρέμισες μα γκρέμισαν το καθε τι παλιό, ορίσανε τα όρια της αυταπάρνησης του αγώνα του δικαίου.
Εκεί! Θα στέκουν πάντα εκεί, μνήμα όχι πλέον άσπονδο, μ’ ανοξείδωτο στη λήθη.
Σαν φάροι απάγγιου σε τρικυμιώδεις ταξικά καιρούς, σαν χρέος που ακόμη δεν εξοφλήθη.
Κτήμα ΕΣΑΙ, θα στέκουν αγέρωχα και αιώνια εκεί.
Εκεί, που γεννήθηκαν και πέθαναν αυτοί και πόσοι άλλοι άραγε μαζί.
Μα αυτές οι σκιές το δικό μας διάστημα κατέκτησαν του χτες.
Κοσμοναύτες άφησαν αιμάτινα αχνάρια σε Αιγαιακές πετριές,
του πορφυρού Ήλιου τις κηλίδες δεικτοδοτώντας για τις επόμενες γενιές.
Εμπρός λοιπόν μην κάθεσαι, μην κλαις!