Ο φόβος του Λιαμη
Έτσι τράβαγε μαζί με τους χίτες κι ο Λιαμης. Τον είχαν κάτι σαν κλητήρα ας πούμε και του έβγαζαν και το κατιτίς του από το πλιάτσικο που κάναν στις επιδρομές τους. Μαζί στον αγώνα, για να μη του πάρουν το καλύβι οι κουκουέδες!
-Ε μπάρμπα Λιαμη! Τη φίλησες τη βασίλισσα τελικά η όχι;!
Κάναν καζούρα στο μπάρμπα Λιαμη τα παιδιά στο καφενείο.
Φτωχός συνταξιούχος τσοπάνης ο Λιαμης με σύνταξη του ΟΓΑ, πενταροδεκάρες δηλαδή, ζούσε στη στάνη μαζί με τα λιγοστά του πρόβατα.
Η βασίλισσα ήταν η Φρειδερίκη και είχε πάει στο χωριό του Λιαμη λίγο μετά τον εμφύλιο, στα 1952, για να κάνει τα εγκαίνια της μεταφοράς του νερού μαζί με το βασιλιά Παύλο.
Παράτες, παρελάσεις και κακό στην υποδοχή να δείτε και μπροστά μπροστά ο μπάρμπα Λιαμης με το νταούλι να παίζει να χορεύει και να τραγουδά. Το χωριό μας έγινε πολιτεία ήρθε η βασίλισσα και η αριστοκρατία!
Εποχή της αλλαγής που λέτε και στο καφενείο του χωριού ήταν στο φόρτε τους οι κουβέντες για τα πολιτικά και για τα παλιά!
– Ουστ ρε κωλόπαιδα που θα πιάσετε στο στόμα σας τη βασίλισσα!
-Καλά ρε Λιαμη, εσύ φτωχός και ταλαίπωρος άνθρωπος ήσουν, τι δουλειά είχες με τους αριστοκράτες;!
-Α, ρε, όταν εγώ είχα κοπάδια τα πρόβατα εσείς ούτε στα καμπανέλια του πατέρα σας δεν ήσασταν!
Μια ζωή στη φτώχεια ο μπάρμπα Λιαμης, τη στάνη και τα λίγα πρόβατα του τα ‘χε αφήσει ο θείος του που τον είχε από παιδί μαζί του. Για να τα βγάζει πέρα κατέβαινε στο κάμπο να δουλέψει εργάτης στα χωράφια.
Συντηρητικό το χωριό, για να μην πούμε αντιδραστικό. Στον εμφύλιο η συμμορία των χιτών του χωριού διαβόητη για τα εγκλήματά της, γύρναγε όλα τα χωριά της επαρχίας. Μάζευε τους χωρικούς στην πλατεία του χωριού ο επικεφαλής της συμμορίας των χιτών κι έβγαζε λόγο για τους εαμοβούλγαρους κουκουέδες, τους κατσαπλιάδες που δεν έχουν ούτε θεό ούτε πατρίδα και θα μας πάρουν παιδιά, γυναίκες και σπίτια!
Γούρλωνε τα μάτια ο Λιαμης κι άκουγε!
Για το θεό δεν νοιαζόταν και τόσο, τα ‘χε βάλει με τον αντιπρόσωπό του από τότε που τον έκανε τσακωτό ο παπάς του χωριού να κλέβει από το περιβόλι του δυο τρεις μελιτζάνες, και τον έσυρε μέχρι την πλατεία βρίζοντάς τον και κοπανώντας τον με τη μαγκούρα.
Πατρίδα πέρα απ’ το χωριό δεν έβλεπε, παιδιά γυναίκα δεν είχε. Μα σαν άκουγε για τα σπίτια! Αφήστε! Φόβος και τρόμος τον έπιανε, ούτε τις κατάρες που του κατακεφάλιαζε ο παπάς όταν τον πετύχαινε σε κάνα δρομάκι του χωριού δεν φοβόταν τόσο!
– Θα μας πάρουν τα σπίτια οι ξυπόλυτοι οι κατσαπλιάδες! Θα μας διώξουν κι απ’ το χωριό πάει να πει!
Έτσι τράβαγε μαζί με τους χίτες κι ο Λιαμης. Τον είχαν κάτι σαν κλητήρα ας πούμε και του έβγαζαν και το κατιτίς του από το πλιάτσικο που κάναν στις επιδρομές τους. Μαζί στον αγώνα, για να μη του πάρουν το καλύβι οι κουκουέδες!
Κι έδωσε ο θεός και νίκησαν οι Χίτες κι από τότε ο κοσμάκης κοιμάται ήσυχος τις νύχτες δίχως να φοβάται ότι θα του πάρουν το σπίτι…
Αντρέας Κατσιμίχας
(Με αφορμή την έξωση της χαμηλοσυνταξιούχου στου Ζωγράφου)