Ο λαίμαργος και τα σπουργίτια
Κάποτε, σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριουδάκι, ήταν ένας άνθρωπος, λαίμαργος πολύ. Από την πολλή, μάλιστα, τη λιχουδιά του, κατέβαζε τις μπουκιές – πολλές φορές, αμάσητες.
Του Γιάννη Δημογιάννη
Κάποτε, σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριουδάκι, ήταν ένας άνθρωπος, λαίμαργος πολύ. Από την πολλή, μάλιστα, τη λιχουδιά του, κατέβαζε τις μπουκιές – πολλές φορές, αμάσητες. Και δεν ήταν λίγες, αυτές οι περιπτώσεις, που το πιάτο του στέρευε, πριν καν οι άλλοι καθίσουν γύρω από το φτωχικό τους τραπέζι. Γι’ αυτό και σαν κοιλιόδουλος που ήταν, έμενε μετά το φαγητό, πάντα φουσκωμένος, και συχνά δυσκοίλιος από τούτο το άσχημο χούι…
Ένα μεσημέρι, σηκώθηκε ξανά από το τραπέζι, δυσφορώντας και ξεφυσώντας. Ανίκανος ακόμη και να περπατήσει, δεν τού απέμενε τίποτε άλλο, απ’ το να πέσει στο κρεβάτι, με το στομάχι του τυμπανισμένο, μπας και κοιμόταν έστω, λιγάκι.
Έκλεισε τα μάτια του και πήρε έναν υπνάκο. Όντως, μετά από ώρα, ξύπνησε ακμαίος και πάλι ορεξάτος απ’ την αρχή.
Βγήκε, λοιπόν, στη σκιερή του αυλή, κάθισε κάτω από τις μουριές και φώναξε στη μάνα του να του φέρει ένα βαθύ πιάτο με όσα είχε εκείνη τη μέρα μαγειρέψει. Η μάνα του ανταποκρίθηκε και σε λίγο, μία γαβάθα περίμενε να την καταβροχθίσει.
Εντελώς αναπάντεχα, όμως, μία πυκνή ομίχλη απλώθηκε παντού τριγύρω, με αποτέλεσμα – όταν άρχισε να τρώει λαίμαργα και θορυβωδώς, ως συνήθως – οι πρώτες μπουκιές να πέφτουν έξω από το πιάτο, ενώ οι επόμενες δεν έφταναν καν μέχρι το ανυπόμονο στόμα του. Στο τέλος, μάλιστα, εκνευρίστηκε τόσο από την ανικανοποίητη λαιμαργία του, που κάνοντας μία αδέξια κίνηση, έριξε κάτω το τελευταίο πιάτο της κατσαρόλας.
Το θέμα ήταν πως, από εκείνη τη μέρα, και κάθε μεσημέρι, η πυκνή ομίχλη, θα ’λεγες, σχεδόν ρίζωσε στο χωριό. Και όχι απλά αυτό, αλλά κατέβηκε πλέον τόσο χαμηλά, που διέρρευσε παντού και διαπότισε κάθε επιφάνεια, με συνέπεια το κεφάλι του, αλλά κυρίως, το στόμα, τα μάτια και τα χέρια του να αποσυντονίζονται μέσα στο ομιχλώδες νέφος, που είχε κατασκηνώσει για τα καλά στη ζωή του.
Από τότε, δυστυχώς για τη μεγάλη του πείνα, ο λαίμαργος άρχισε να βιώνει την απόλυτη απογοήτευση, εφόσον η ανεξήγητη κατάρα των ουρανών τού στερούσε την ηδονή να ικανοποιεί το πάθος του. Όπως καταλαβαίνετε, έπαψε να ευχαριστιέται το φαγητό με τους οικείους, ενώ το στομάχι του γουργούριζε δυνατά, όχι όμως από τον τυμπανισμό της δυσκοιλιότητας.
Τη μόνη λύση τού την έδωσε ένας σοφός γέροντας, στον ύπνο του. Τον πλησίασε, που λέτε, και, με το καθαρό βλέμμα των ανθρώπων του βουνού, τού ψιθύρισε:
“Αν δε θες να μείνεις νηστικός εξαιτίας της παλιάς σου συνήθειας, ένας τρόπος μόνο υπάρχει. Θα περιμένεις πρώτα τους άλλους να βάζουν πάντα πρώτοι τα πιάτα τους, στο τραπέζι, αλλά κυρίως δε θ’ αρχίζεις ποτέ να τρως, έως ότου όλοι να έχουν τελειώσει τουλάχιστον το δικό, μισό τους πιάτο.
Επειδή, πάντως, καταλαβαίνω πως δεν βλέπεις πια καθαρά το βασίλειο σου, θα περιμένεις υπομονετικά, μέχρις ότου αυτοί θα κόβουν στο πιάτο σου, κάθε μπουκιά – και μάλιστα τόσο μικρή, θαρρείς σαν να ‘ταν αλοιφή. Και, όταν πια όλες οι μπουκιές σου θα έχουν κοπεί και θα έχουν κρυώσει για τα καλά, τότε μόνο αυτοί θα κρίνουν, πότε θ’ αρχίζουν σιγά σιγά να σε ταΐζουν μ’ ένα, τόσο δα, πιρουνάκι.
Αλλιώς, αν πορευτείς με τις παλιές σου συνήθειες, θα έχεις σίγουρα άσχημη κατάληξη, μέσα σε τούτο το σύννεφο, που σε έβαλε η λαιμαργία σου.”
Τα είπε κι ύστερα, ο γέροντας χάθηκε.
Έτσι όντως, έκανε κι ο τέως κοιλιόδουλος, και κάπως έτσι, θυμήθηκε περίπου την παιδική του ηλικία, όταν η μάνα του, ποτέ δεν τον έπνιγε με τεράστιες μπουκιές, κάθε φορά που τον τάιζε.
Μέχρις ότου, κάποια μέρα, ξαφνικά η ομίχλη εξαφανίστηκε τριγύρω από το κεφάλι του. Ο φίλος μας κοίταξε έκπληκτος παντού, για να διαπιστώσει πως όλοι έλειπαν μυστηριωδώς από δίπλα του.Απεναντίας, είδε το εξής πρωτόγνωρο θέαμα.
Δίπλα από το πιάτο του υπήρχαν 6 σπούργοι.
Κοίταξε έτσι, ξαφνιασμένος πρώτα αυτούς και μετά το πιάτο του.
Και σύντομα συνειδητοποίησε πως – όλο αυτό τον καιρό – αυτοί οι 6 σπούργοι κατέβαιναν κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι του.
Έκοβαν πρώτα με τα μικρά τους ράμφη το φαγητό του, σε σπουργιτομπουκιές, κι ύστερα έτρωγαν, πρώτα αυτοί, ενώ στη συνέχεια, έκοβαν και κουβαλούσαν μία προς μία, κάθε τους μπουκίτσα. Όπως ακριβώς στη νέα τους φωλίτσα.
Τελευταία, προφανώς, πλησίαζαν προσεχτικά το στόμα του και τον τάιζαν με ευλάβεια.
Έκτοτε, κάθε μεσημέρι, ο χωρικός έστρωνε το τραπέζι του για ετούτα τα μικρά πετεινά και ακολουθούσε απαρέγκλιτα το ίδιο ιερό τυπικό.
Πρώτα τάιζε τους 6 φτερωτούς του φίλους κι ύστερα καρτερικά περίμενε την ώρα, που κάποιο από αυτά θ’ άρχιζε να ταΐζει πια και τον ίδιο.