Ο Λοχίας…
– Λοχία!!! τον φωνάζει η αντάρτισσα.
– Τι θέλεις συναγωνίστρια;
– Αν έχεις αρχίδια, έλα εδώ να με γαμήσεις ρε μαλάκα, του λέει αυτή.
Μούγκα ο Λοχίας μπρος στην αυστηρότητα και την ειρωνεία της φωνής της αντάρτισσας. Γέλια ειρωνικά οι φαντάροι με το πάθημα του λοχία τους ο οποίος με την ουρά στα σκέλια το φυσούσε και δεν κρύωνε.
Η ψυχή μας είχε «γαριάσει» στα νεαρά μας χρόνια όταν από μικρά παιδιά μας λέγαν οι παπαδοχωροφυλακαίοι για το πόσο κακός ήταν ο κομμουνισμός. Στα καφενεία βάζαν κάτι αφίσες με κάτι διαβολικές παραστάσεις που «έπαιζαν» το ρόλο του κομμουνισμού. Να κατουριέσαι πάνω σου όταν έβλεπες τα τέρατα που τάχα ήταν ο κομμουνισμός.
Όμως στο σπίτι μάθαινες άλλα. Για τα παιδιά της ηλικίας μας που είχαν ό,τι ήθελε η ψυχούλα τους, στις χώρες του κομμουνισμού.
Ένα βράδυ εκεί γύρω στα 1960 – 61 όπως συνήθιζαν, η παρέα του παππού μου μαζεύτηκε για το συνηθισμένο μουχαμπέτ (βραδιάτικη παρέα), εγώ μπήκα κάτω απ’ το γιοργάν (πάπλωμα) καθότι θα πήγαινα το πρωί σχολείο και κρυφάκουγα. Λέει ο Γιαννής ο Τσιολάχς απ’ της Τσάλκας τα μέρη ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα. Ο παππούς ήταν απ’ το Σοχούμ.
Αξέστεν να λέω σας. Στη Ρουσίαν επήκαν έναν κουτί που έβγον ο άνθρωπον από απές και καλατσεύ. Ακούστε να σας πω. Στη Ρουσία έκαναν ένα κουτί που βγαίνει από μέσα ο άνθρωπος και μιλάει.
Έτσι η «παρανομία» μου να ακούσω τους παππούδες με εντυπωσίασε τόσο που άργησα να κοιμηθώ. Δεν μπόρεσε να καταλάβει το εφτάχρονο μυαλό μου πώς είναι δυνατόν να βγαίνει ο άνθρωπος από το κουτί και να μιλάει. ΑΡΑ ο κομμουνισμός είναι καλός.
Ήρθε η δικτατορία και συνεχίστηκε το ίδιο βιολί, να μας μαυρίζουν την ψυχή ότι τάχα αυτό που εμείς αγαπούσαμε ήταν κάτι κακό που οπωσδήποτε έπρεπε να ξεριζώσουμε από την ψυχή μας. Όμως εγώ τον θείο μου, που πήρα τ’ όνομά του, και σκοτώθηκε με το τάγμα Παπαδημητρίου στη Μουργκάνα, δεν μπορούσα να τον αρνηθώ. Γιατί όποιον άκουγα να μιλάει γι’ αυτόν, μιλούσε και δάκρυζε. Δεν μπορεί να δακρύζεις για κάποιον που δεν είναι καλός. Γιατί για τον Αργύρη το χωροφύλακα που τυραννούσε όλο το χωριό, όλοι χαμογελούσαν όταν έπεσε απ’ τη σκεπή του κτιρίου της αστυνομίας;
Αφού της χούντας το πουλί πέταξε και ξεβρόμισε ο τόπος, ήρθε το κόμμα στη χώρα, έστησε τις οργανώσεις του, άρχισε να βγάζει το Ριζοσπάστη, να εκδίδει βιβλία και το ίδιο και με τη Σύγχρονη Εποχή. Αρχίσαμε να μαθαίνουμε…
Κάποτε ρώτησα έναν σύντροφο: «Βασίλη πες μου για το Μάλι – Μάδι». «Να πας στο χωριό σου να ρωτήσεις τον Γ.Χ. μου λέει». Πήγα. Τον βρίσκω τον Γιάννη του λέω «θέλω να μου πεις για το Μάλι – Μάδι». «Έχω δουλειά μου λέει, άλλη φορά θα τα πούμε». Από τότες πέρασε ένας χρόνος και πάντα μου ‘λεγε τα ίδια: «έχω δουλειά φεύγω». Μια Κυριακή που πήγα στο χωριό τον βλέπω να πηγαίνει στο καφενείο. Δεν θα γλυτώσεις σήμερα σκέφτομαι. Πάω μέσα κάθομαι στο τραπέζι του. «Καλημέρα του λέω. Σήμερα που δεν έχεις δουλειά θα μου πεις αυτό που θέλω να μάθω». Έκανε την ανάγκη φιλότιμο και άρχισε τη διήγηση. Ήμασταν με το χέρι στη σκανδάλη, στις 7.00 το πρωί θα κάναμε επίθεση να εκπορθήσουμε του αντάρτες από τις θέσεις που απείχαν από τις δικές μας 50 μέτρα και έτσι να γίνουμε κυρίαρχοι σ’ όλο το Μάλι – Μάδι. Όμως λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Και στην περίπτωσή μας ξενοδόχος ήταν ο Δ.Σ.Ε.
Ενώ τεντώνονταν τα νεύρα γιατί πλησίαζε η 7η πρωινή, ήταν στις πέντε το πρωί όταν έγινε επίθεση ανταρτών και η νύχτα έγινε μέρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η εξής σκηνή. Παίρνει μια ανάσα και λέει: «Ρε παιδί μου που ήταν αυτός ο ντουνιάς; Πετάγονταν κάτι αντάρτισσες, δυο μέτρα η καθεμιά, μέσα από τη γη. Οι θέσεις μας σε πέντε λεπτά ανατράπηκαν. Βέβαια εγώ τραυματίστηκα και λιποθύμησα. Με βρήκαν οι αντάρτες, με πήγαν στις υγειονομικές τους υπηρεσίες, επίδεσαν το τραύμα μου». «Θα μείνεις ή θα φύγεις με ρώτησαν»; «Είπα θα φύγω». «Να μην ανταμώσουν οι δρόμοι μας, με τόνισαν». Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναρίξω σε άνθρωπο.
Ο στρατός έφτασε στην Καστοριά μια απόσταση σαράντα χιλιομέτρων πετώντας στο δρόμο ο καθένας το όπλο του. Αυτή την κατάσταση είδε ο Τσακαλώτος και έδωσε εντολή να συλλαμβάνεται όποιος δεν ξαναγυρίζει στο μέτωπο. Με εντολή του πέρασαν στρατοδικείο και εκτελέστηκαν 167 αξιωματικοί – υπαξιωματικοί και οπλίτες. «Αυτό ήταν το Μάλι – Μάδι μου λέει». Αν οι αντάρτες είχαν εφεδρείες θα καταλάμβαναν την Καστοριά ίσως και την Κοζάνη, που αποτελούσε τη βάση εφοδιασμού του στρατού στο μέτωπο Γράμμου – Βίτσι.
Τον πιάσαν τα κέφια τον Γ.Χ. και θέλησε να μου πει ιστορίες απ’ το μέτωπο Μάλι – Μάδι, το μέτωπο της απόστασης 50 μέτρων μεταξύ του ΔΣΕ και του «Εθνικού» στρατού και των Αμερικάνων συμβούλων του. Στο τάγμα μου λέει είχα και τον συγχωριανό μας Α.Κ. λοχία του στρατού. Μια μέρα μια αντάρτισσα με το χωνί καλούσε τους στρατιώτες να υποστηρίξουν την Εθνική Ανεξαρτησία της πατρίδας μας και όχι να παλεύουν για τα αμερικάνικα συμφέροντα. Πετάγεται ο Λοχίας και τη λέει: «Εεε συναγωνίστρια». «Ποιος είσαι, λέει αυτή»; «Λοχίας Κ.». «Τι θέλεις, λοχία»; «Έλα εδώ να σε γαμήσω». Και χα χα χα γελούσαν οι στρατιώτες του. Την άλλη μέρα το ίδιο σκηνικό. Φωνάζει η αντάρτισσα με το χωνί. Αυτός τα ίδια. Χα χα χα γέλια οι φαντάροι του ορύγματός του. Την τρίτη μέρα φωνάζει η λεβέντισσα με το χωνί. Αυτός τα ίδια έλα εδώ κλπ.
– Λοχία!!! τον φωνάζει η αντάρτισσα.
– Τι θέλεις συναγωνίστρια;
– Αν έχεις αρχίδια, έλα εδώ να με γαμήσεις ρε μαλάκα, του λέει αυτή.
Μούγκα ο Λοχίας μπρος στην αυστηρότητα και την ειρωνεία της φωνής της αντάρτισσας. Γέλια ειρωνικά οι φαντάροι με το πάθημα του λοχία τους ο οποίος με την ουρά στα σκέλια το φυσούσε και δεν κρύωνε.
Τάσος Σεβαστιάδης