Ο Μακρονησιώτης

“Μαζί τους είναι κει κι ακολουθούν
όλοι όσοι έφυγαν άδικα
σε φυλακές και εξορίες.
Στο σύρμα, στη συκιά,
στις πέτρες, στην πείνα και στα βουνά.
Στα βασανιστήρια τα φριχτά…”

Ξημερώνοντας η μέρα,
σηκώθηκε απ’ το χάραμα,
βιαστικά.
Συνήθεια παλιά.
Έκανε διπλό καφέ,
κι έκατσε στο ανοιχτό παράθυρο
ν’ απολαύσει την Οχτωβριανή δροσιά.

Σαν φώτισε η μέρα καλά
κίνησε να ετοιμαστεί.
Νάναι καθώς πρέπει στη γιορτή.
Στην παρέλαση των αντιστασιακών!
Την πρώτη!

Τούτη η μέρα του φάνηκε πιο φωτεινή.
Λιακάδα πλέρια, καθαρός ουρανός,
κι ο βασιλικός στο περβάζι ζωντανός.
Μοσχοβολούσε την κάμαρα το πρωινό.

Φόρεσε το καλό του κουστούμι,
το λευκό πουκάμισο,
και την μοναδική του γκρι γραβάτα.
Τάχε φυλαγμένα η μάνα του
μες στην ξύλινη ντουλάπα,
από τότε που ήταν νιος.
Τότε που ’γινε γαμπρός.
Κι ήταν σιδερωμένα, ατσαλάκωτα!
Καθαρά, με ίσια τσάκα!

Μόνο που τώρα
Του ’πεφταν λίγο μεγάλα
Απ’ τη δίαιτα της εξορίας…

Έριξε στον καθρέφτη μια τελευταία ματιά,
κι ίσιωσε τα λίγα του μαλλιά.
Πήρε τα δυο γαρύφαλλα απ’ το ποτήρι.
Τάχε αγοράσει από χτες.

Το ’να καρφίτσωσε στο πέτο τ’ αριστερό.
Τ’ άλλο το κράτησε στο χέρι.
Με βλέμμα αετίσιο,
και βήμα σταθερό
έφτασε στων συντρόφων το στέκι.

Όλοι ήταν εκεί.
Με τα καλά τους,
σαν σε γιορτή!
Όπως τότε.
Όλοι έτοιμοι να παρελάσουν,
για την μεγάλη στιγμή!
Όπως τότε!

Ξεκινούν κι αυτός μπροστά
Σημαιοφόρος επικεφαλής!
Σήκωσε τη σημαία τους ψηλά
και ξεκίνησαν ρωμαλέα,
Δυνατά!
Βαδίζουν περήφανα,
όπως τότε
Που γιόρτασαν την λευτεριά!
Τα χέρια τους πάνε ίσια,
κοφτά, σπαθιά!
Τα βήματα γίνονται ένα,
χτυπάνε τη γη γερά!

Μαζί τους είναι κει κι ακολουθούν
όλοι όσοι έφυγαν άδικα
σε φυλακές και εξορίες.
Στο σύρμα, στη συκιά,
στις πέτρες, στην πείνα και στα βουνά.
Στα βασανιστήρια τα φριχτά.
Στους δρόμους της πόλης,
στα Κάστρα, στα στενά.

Οι μορφές τους ζωντανεύουν κι οδηγούν τα βήματά τους σταθερά!

Στο πέρασμά τους ο λαός χειροκροτά!
Φωνάζει συνθήματα της λευτεριάς δυνατά!
Εκείνοι αγέρωχα προχωρούν μπροστά!

Τα πρόσωπά τους χαρούμενα,
λαμποκοπούν!
Όπως τότε που ήταν αντάρτες!
Αετόπουλα, μουστάκα παιδιά!
Προχωρούν με βήμα σταθερό,
και υψωμένη τη γροθιά!

Κι όταν το δρόμο τους έκλεισαν
οι αστυνόμοι ξαφνικά.
Σταθήκαν ατρόμητοι μπροστά!
Ούτε βήμα πίσω.
Ο λαός φωνάζει, χειροκροτά!

Εκείνος προχώρησε μόνος.
Κανείς δεν τον σταματά!
Έφτασε στο μνημείο
με την σημαία ψηλά!

Άφησε μ’ ευλάβεια το στεφάνι
με το γαρύφαλλο μαζί,
και σήκωσε τη γροθιά
να φαίνεται απ’ όλους
Ψηλά!
Η μπάντα παιάνιζε τον ύμνο του ΕΑΜ
δυνατά!

Γιώργος Γκράτσας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: