Οικόσιτα
Το ξυπνητήρι ήχησε την καθορισμένη ώρα. Στις επτά. Η Β. μητέρα και καλή νοικοκυρά πετάχτηκε από ένα κακό όνειρο και βρέθηκε τρομοκρατημένη στην κουζίνα.
Το ξυπνητήρι ήχησε την καθορισμένη ώρα. Στις επτά. Η Β. μητέρα και καλή νοικοκυρά πετάχτηκε από ένα κακό όνειρο και βρέθηκε τρομοκρατημένη στην κουζίνα.
«Είχε μεταμορφωθεί, λέει, σε ένα περίεργο και ήσυχο ζώο με ουρά, την εικόνα του οποίου δυσκολευόταν να θυμηθεί όταν ξύπνησε. Με αργό ρυθμό σερνόταν και αγωνιούσε να βρει άνοιγμα διαφυγής από το περίκλειστο δωμάτιο, αλλά μάταια, έπεφτε συνεχώς σε τοίχους.»
Φανερά ταραγμένη έριξε πρόχειρα επάνω της τη βελούδινη κόκκινη ρόμπα με την κορωνίτσα στο στήθος και με τις άκρες των δαχτύλων προσπαθούσε να στρώσει τις άτακτες μπούκλες στο κεφάλι της, μπροστά στον καθρέφτη της εισόδου. Στην πραγματικότητα αναζητούσε την πιστή αναπαράσταση του ειδώλου της για να επιβεβαιώσει την αλήθεια της ύπαρξης. Η ανησυχία συνεχίστηκε και κατά την ετοιμασία του πρωινού. Ο ρόλος της επέβαλε να τα προλαβαίνει όλα.
Ο Τ. σύντροφος της ζωής της, τα τελευταία είκοσι χρόνια, πλενόταν βιαστικά στο μπάνιο για να προλάβει τη δουλειά. Αγχωτική η δουλειά στη ναυτιλιακή εταιρεία, απαιτούσε αφοσίωση και υποταγή. Αρκετές φορές, όταν έκλεινε το «πρόγραμμα» έδειχνε εξουθενωμένος, δεν σήκωνε αστεία και πειράγματα, αλλά η γυναίκα του συχνά τον προκαλούσε: Τι έγινε και είσαι έτσι σήμερα, έπεσαν έξω τα καράβια σου; Εκείνος δεν ήθελε ούτε και να το φανταστεί ως πείραγμα καθώς είχε τα μάτια του ανοιχτά ακόμα και στον ύπνο, για να μη γίνει το λογοπαίγνιο πραγματικότητα. Τα δέκα και πλέον βαπόρια που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου έπρεπε να ταξιδεύουν απρόσκοπτα προκειμένου να διατηρεί κι΄ εκείνος το δικαίωμα να επιπλέει στα αβαθή της καθημερινότητας. Διόλου εύκολο. Με την έγνοια της δουλειάς εντονότερη από την ποιότητα της έγκλειστης ζωής έπαιρνε βιαστικά το πρωινό του χωρίς να ανταλλάσει πολλές κουβέντες. Αντίθετα επιστράτευε τις δυνάμεις του για την τροφοδοσία του «Απόλλων 2» στον Ειρηνικό.
Την εποχή του κορωναϊού η τροφοδοσία της οικογένειας και του πλοίου γινόταν από το δωμάτιο με το επαγγελματικό laptop και το εταιρικό κινητό. Καθώς ο Μεγάλος Αδελφός φρόντιζε πλέον για τις ανάγκες των «νοσούντων, αιχμαλώτων, οδοιπόρων και πλεόντων» ο Τ. βρέθηκε στο λεπτό από την κουζίνα στο δωμάτιο της απομόνωσης, ακινητοποιημένος και διορθώνοντας τη γραβάτα του για τη σύνδεση…
Δεν πρόλαβε να αδειάσει η θέση του στο τραπέζι της κουζίνας και αμέσως πληρώθηκε από τον δεκαεπτάχρονο γιό του,τον Κ. που ετοιμαζόταν για το μάθημα. Η μητέρα ανήσυχη που δεν είδε μαζί και την έφηβη κόρη της έτρεξε στο δωμάτιο. Καλά ξυπνητούρια, φώναξε και άνοιξε το παντζούρι. Βιάσου, έχεις σχολείο, δεν είναι αργία σήμερα. Η Θ. κάτι μουρμούρισε αγουροξυπνημένη και ανόρεχτη για πρωινά τηλεπαιχνίδια προχώρησε ξυπόλητη στην κουζίνα. Η μητέρα προβληματιζόταν τελευταία με τη συμπεριφορά της, αν και ακολουθούσε κατά γράμμα τις συμβουλές της ψυχολόγου. Η συνταγή όμως για την προσέγγιση της εφηβείας φαίνεται ότι δεν πετύχαινε πάντα. Σήμερα, τελευταία ημέρα της εβδομάδας η Β. είχε την προγραμματισμένη επικοινωνία με την ειδικό. Μετά το πρωινό ντύθηκε και η ίδια βιαστικά για να προλάβει το ραντεβού με την ψυχολόγο. Για μια ακόμα φορά διαπίστωνε ότι την στρίμωχνε το κάποτε άνετο τζιν όπως και ο νυχτερινός εφιάλτης. Παρά ταύτα πήρε κουράγιο και τετράδιο για να στριμωχτεί άκρη άκρη στον καναπέ, κοντά στην τηλεόραση για την αμεσότητα της επικοινωνίας. Στις δέκα ακριβώς ήταν το ραντεβού. Ωστόσο, το πρόσωπό της σκιάστηκε από την θλίψη για την ακύρωση . Το αγαπημένο της κανάλι δεν θα παρουσίαζε για σήμερα την ψυχολόγο αλλά μια διάσημη μαγείρισσα. Η δελεαστική πρόταση της ημέρας ήταν ένα αφράτο ζωντανό κέικ. Η Β. αξιοποίησε το τετράδιο λέγοντας: Ας είναι! Οι συνταγές είναι χρήσιμες για κάθε ρόλο. Οι ειδικοί θα φροντίσουν και για τα υπόλοιπα.
Ο εσώκλειστος χρόνος περνούσε αργά, βασανιστικά και με το όνειρο να ακολουθεί την πραγματικότητα. Σκεφτόταν συνεχώς την πόρτα διαφυγής. Η αίσθηση της ανασφάλειας όμως την γυρνούσε πίσω, αφού μόνο μέσα στο σπίτι ένοιωθε ασφαλής. Περνούσε συνεχώς από το «μέσα» στο «έξω», από το όνειρο στην πραγματικότητα χωρίς να το καταλαβαίνει. Βίωνε μια οριακή κατάσταση. Κατάσταση Moebius.
Προχωρημένο απόγευμα άνοιξαν οι πόρτες των δωματίων και η Β. κατάλαβε ότι τα οικόσιτα είχαν επιστρέψει στη μυρωδιά της κουζίνας. Στη θέα ανησύχησε, όταν είδε να περπατάνε στο διάδρομο με κόκκινα μάτια και βλέμμα θολό. Το ερώτημα της οθόνης του υπολογιστή επλανάτο ακόμη στον αέρα: «Μήπως είσαι ρομπότ;» Πρώτη φορά μετά την υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι για την υγεία τους, προβληματίστηκε σοβαρά. Αρχικά χαιρόταν που είχε την οικογένεια κοντά της, γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι η ζωή στο «ηλεκτρονικό σπίτι» δεν ήταν επιστημονική φαντασία αλλά ζοφερή πραγματικότητα. Ζούσε με τον φόβο της μετάλλαξης του ιού και της οικογένειας. Μιας οικογένειας τόσο κοντά και τόσο μακριά…και χωρίς να γνωρίζει πόσο μακριά θα πήγαινε αυτή η βαλίτσα της έκτακτης ανάγκης…
Στον ερχομό τους συναντήθηκαν και για να συνέλθουν, η Β. με δυσκολία άρθρωσε έναν αδύναμο λόγο. Πως πήγε το μάθημα σήμερα, τι έγινε στο σχολείο; Της «εξ αποστάσεως», την αποστόμωσε η έφηβη κόρη, της σύγχρονης και της ασύγχρονης! συνέχισε αδιάντροπα και προκλητικά. Ο καθηγητής με πέταξε έξω από την e-Class γιατί πίστευε ότι αυτό που γινόταν ήταν μάθημα. Στην ψευδαίσθηση αυτής της μάθησης έκανα delete και ξανάπιασα το βιβλίο στα χέρια μου. Πήρα τη ζωή μου από την αρχή…
Μπροστά στην κυνική αλήθεια της εφηβείας η μητέρα τραντάχτηκε και ξύπνησε. Το περίεργο ζώο αφυπνίστηκε, απορημένο που τόσον καιρό δεν είχε δει το ρήγμα σ΄ αυτό το μπετόν. Η απόφασή της για την έξοδο από την ψευδαίσθηση στη ζωή σαν δυναμίτης τίναξε τον ασάλευτο κόσμο
Ανδριανή Στράνη
Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης στο 2ο Γυμνάσιο Ταύρου Αθήνας