Περπατώ
Γιατί περπατώ; Γιατί έτσι! Γιατί μπορώ! Γιατί δεν γίνεται αλλιώς! Περπατώ όταν υπάρχει λόγος, περπατώ και για πλάκα! Περπατώ με μια γκάμα ατελείωτη…
Γιατί περπατώ; Γιατί έτσι! Γιατί μπορώ! Γιατί δεν γίνεται αλλιώς! Περπατώ όταν υπάρχει λόγος, περπατώ και για πλάκα! Περπατώ με μια γκάμα ατελείωτη…
Αφηρημένα, βιαστικά, ονειροπόλα, καταθλιπτικά, μεθυσμένα, ερωτευμένα, σε ευθείες, σε τριποδισμούς, σε σλάλομ ανάμεσα σε νερολακούβες και κουτσουλιές, σαν το ψυχαναγκαστικό παιχνιδάκι των παιδικών μας χρόνων – αν πατήσεις την γραμμή της πλάκας, έχασες!
Περπατώ σχεδόν πάντα με ακουστικά, το δικό μου προσωπικό στηθοσκόπιο της πόλης τούτης! Γιατρέ πώς την βλέπετε την πόλη μας; Χμ, θα δούμε θα δούμε! Περπατώ χωρίς συντεταγμένες και κάθε τυχαία συνάντηση αλλάζει την πορεία μου σαν μην υπήρχε ποτέ αρχικός προορισμός! Μα και αν υπήρχε; Και τι με αυτό; Χιλιάδες σειρήνες στο διάβα μου:
«Να σας αρωματίσουμε θέλετε;», «500 μεγκαμπάιτ και αιώνια αγάπη από τη Vodadone», «Ρε φίλε έχεις να μου δώσεις κάτι να φάω;», «Εθνικό λαχείο κληρώνειιι», «Φιλαράκι θες να δεις παπουτσάκια; Adidas, Nike έχω πέρασε μέσα λίγο…» «Απαγορεύεται εδώ κύριε το πάρκινγκ έχουμε επίσκεψη επισήμου». Περπατώ και περνάω από όλα τα σωστά σημεία και δεν ξεχνάω να ξαναπεράσω κάθε βράδυ από την αφετηρία! Συγχαρητήρια έφτασες σπίτι, για την επόμενη μέρα, ρίξε το ζάρι και διάβασε μια απόφαση. Ξαναπερπατώ λοιπόν και σκέφτομαι. Δυο σημεία ορίζουν μια ευθεία, τρία ένα επίπεδο, τέσσερα το χώρο – τα δικά μου είναι ευθεία η σπείρα; Πάω κάπου η σβουρίζω; Ήταν ο Νικόλας μια φορά στη πλατεία και γυρόφερνε το άγαλμα συνεχώς.
– Τι κάνεις εκεί ρε Νικόλα;
– Το ίδιο που κάνετε και εσείς απλά σε μικρότερους κύκλους!
Μάλιστα. Άρα; Να κάτσω να πάρω μια ανάσα; Μπα όχι περπατώ ξανά! Περπατώ γρήγορα δεν είναι κανένα μυστικό αυτό. Μην τρέχεις έτσι γρήγορα δεν σε φτάνω… Δεν τρέχω, βαδίζω! Γεια σου ρε παππού με τα ωραία σου. Τη δικιά σου δρασκελιά κληρονόμησα. Βαδίζω λέμε! Βάδην και ζω! Το πιάνεις; Περπατώ γιατί μπορώ, γιατί δεν γίνεται αλλιώς, γιατί έτσι ζω! Περπατώ και σκέφτομαι! Όταν σκέφτομαι πολύ το drone της σκέψης μου αφήνει το κορμί και υψώνεται στον ουρανό. Και χαζεύει. Το υπέροχο γκρίζο, το στραφτάλισμα των ηλιακών θερμοσιφώνων τις ξεσκισμένες πράσινες τέντες, τα κοπάδια από τα περιστέρια, μόνιμοι δορυφόροι αυτής της πόλης. Τα πρεζάκια του ζωικού βασιλείου. «Ρε φίλε μήπως σου βρίσκεται ένα ψίχουλο να φάω που κοιμάμαι στο δρόμο;»
Χαζεύω τις κεντρικές αρτηρίες που διατρέχουν την πόλη και θυμάμαι. Θυμάμαι πώς με έκαναν να νιώσω όταν τις περπάταγα. Η βρώμικη πόρνη Πειραιώς, η ψευτοαριστοκράτισσα Πανεπιστημίου, η αρχαιολάτρισσα Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το έξαλλο νιάτο η Συγγρού, η μυστηριώδης Ερμού και πάει λέγοντας. Βλέπω τις κεραίες των πολυκατοικιών και των ανθρώπων. Χιλιάδες ασήμαντες χαζές ιστορίες από αίμα, σάρκα και κόκκαλα περιφέρονται σαν και μένα εντός του ιστού της πόλης. Περπατούν όλοι τους και κάπου πηγαίνουν – μα πού πηγαίνουν όλοι τέλος πάντων; Δεν ξέρω και δεν θα μάθω.
Σύμφωνα με την απροσδιοριστία του Heisenberg δεν μπορείς ποτέ να ορίσεις την ταχύτητα ενός σώματος παρά μόνο την κατεύθυνσή του. Ας επιταχύνουμε λοιπόν! Ανοίγω βήμα, εν’, δυο, δρασκελιές και πάμε λίγο πιο γρήγορα, λίγο ακόμα… Τέλεια. Επιταχύνω όλο και πιο πολύ, κάνω επιδέξια σλάλομ ανάμεσα από τους περαστικούς που κοιτούν το κινητό τους και όχι το δρόμο, παρακάμπτω φυλλάδια, ζευγαράκια νωχελικά, προμόσιον πάσης φύσης και εκτοξεύομαι! Έχω μπει σε ταχύτητες ασύλληπτες και περπατώ σαν να ίπταμαι, οργώνω το πεζοδρόμιο σαν ολυμπιονίκης, σπάω τα ρεκόρ, δεν υπάρχει κανείς στην πόλη, όλη που να περπατάει πιο γρήγορα από μένα… Αρχίζω και φτάνω αδιανόητες ταχύτητες, περπατώ σαν βολίδα, μετασχηματίζομαι σε μικροσωματίδιο, σε κουαρκ, σε μποζόνιο μέσα στον επιταχυντή του CERN, διάολε τι μπορεί να με φρενάρει; Ωωωωωπ! Φανάρι κόκκινο για τους πεζούς – αναμονή στην διάβαση. Το σύμπαν συνωμότησε να σταματήσει την τρελή πορεία μου! Παύση περπατήματος λοιπόν και αναμονή. Εκμεταλλεύομαι τον φαινομενικά νεκρό χρόνο και αναλογίζομαι τα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξης…
Γιατί ο καφές είναι τόσο εθιστικός; Ο Χάρι Κλιν είναι το αντίθετο του Ντέρτι Χάρι; Αν η ζωή δεν είναι παρά ένα αστείο πειράζει πολύ που δεν το πιάνω πάντα; Η όμορφη απέναντι εμένα κοιτάει η ψάχνει να βρει το σερβιτόρο; Γιατί πρώτα μαθαίνουμε να περπατάμε και μετά να μιλάμε; Θα αργήσω στη δουλειά ή το ’χω; Ένα μεγάλο ταξίδι αρχίζει όντως με το πρώτο βήμα ή μπούρδες; Τον κόσμο μας ποιος τον έφτιαξε; Ααα το big bang – η μεγάλη έκρηξη. Εκατομμύρια μικροσκοπικά σωματίδια αποφάσισαν να κάνουνε μπουμ μια μέρα και βουαλα ποτάμια, χωράφια, ήπειροι, τρόλεϊ καρτοτηλέφωνα και κυλιόμενες σκάλες και μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου. Άπειρα σωματίδια στο μέγεθος που δεν έχει σημασία καν, συνθέτουν αυτό το τερέν που περπατάμε όλοι νύχτα και μέρα. Όμως αναρωτιέμαι… Πόσες αναμνήσεις και πόσα πρόσωπα συνθέτουν ένα άτομο; Πόσο χώρο έχεις να βάλεις και άλλα κομματάκια μέχρι να συμπληρωθεί το πάζλ; Πόσο πρέπει να τεμαχιστείς μέχρι την ολοκλήρωση; Να περιμένω και εγώ την μεγάλη έκρηξη ή να κάνω τσιγάρο και δεν βαριέσαι;
Στοοοοοπ! Πράσινο, ονειροπόληση τέλος, πρώτη και φύγαμε, αριστερό δεξί και να επιταχύνουμε πάλι. Περπατώ την διάβαση, μεγάλες παχιές άσπρες γραμμές στην άσφαλτο, αμήχανα τετ α τετ με τους απέναντι, και η χορογραφία τελειώνει σε δευτερόλεπτα. Ήμασταν εδώ και εσείς ήσασταν εκεί. Αλλάξαμε θέσεις, κανείς δεν χτύπησε, όλα καλά! Περπατώ ξανά, λοιπόν! Περπατώ και την σκέφτομαι και είναι αυτό επικίνδυνο, περπατώ και την σκέφτομαι αυτήν την όποια… Αυτή που μια μέρα εγώ δεν μπορεί… Αυτή που θα γυρίσει ο τροχός, αυτή που όλα για κάποιο λόγο γίνονται, αυτή που περίμενε και θα δεις, αυτή που κοίτα να τα βρεις με τον εαυτό σου πρώτα, αυτή που μην στεναχωριέσαι θα ‘ρθει, αυτή που μην το κυνηγάς, αυτή που μην τρελαίνεσαι, αυτή που χόρτασα να ακούω τσιτάτα – φτάνει. Αυτή των παραμυθιών, αυτή την Ιουλιέτα βρε παιδάκι μου, πώς το λένε; Αυτή που αλλάζει ονόματα τόσα χρόνια τώρα, αυτή που όλο έρχεται και όλο φεύγει, αυτή που με ποιο ρυθμό να περπατήσω για να περπατήσουμε δίπλα δίπλα επιτέλους;
Αυτή ντε, ξέρεις ποια λέω! Αυτή που έλεγε και η Shara Cane «Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα». «Λαχταρώ» έλεγε… Λαχτάρα όσο θες… Φτάνει να μην σε στείλει στον άλλο κόσμο η λαχτάρα σε παρακαλώ… Περπατώ νύχτα και μέρα, με κρύο με ζέστη με ήλιο και με βροχή. Περπατώ γιατί μπορώ, περπατώ γιατί απλά δεν γίνεται αλλιώς. Περπατώ και αδυνατώ όσο και αν προσπαθώ να κρύψω την ανυπομονησία μου, μια από αυτές τις μέρες να περπατήσουμε παρέα!
Κώστας Κλίτσας
«Γεννήθηκα και λέω να παραμείνω στην Αθήνα! Ασχολούμαι με την αργυροχοΐα, το θέατρο και τις ξεναγήσεις».