Στον άγνωστο μηχανικό των βαποριών
“Χρόνια πολλά παλάγκο και κλειδί
με μπότζι, με παλάντζο απά στο κύμα
μ’ αίμα και ιδρώτα βγάζεις το ψωμί
και για τ’ αφεντικά ουρά το χρήμα…”
Χωρίς εσένα προπέλα δε γυρνά
μήτε τουρμπίνα, στρόφαλος κι αξόνι.
Στις μπόρνες δεν ανάβει η φωτιά
και δε γυρνάει, δε στρίβει το τιμόνι.
«Μουτζούρη» σε φωνάζουν οι τρανοί,
εφοπλιστές κι αρχικαπεταναίοι
κι εσύ σκυφτός πάνω στη μηχανή
ξοφλάς αυτών στη Μιχαλού τα χρέη
Βάρδιες σκληρές, χωρίς ανασασμό
μηχανοστάσια καυτά, δίχως αέρα
σεντίνες μαύρες με πετρέλαια και νερό
γράδα θολά και “ευκαιρίας” παντιέρα.
Εσένα η βάρδια σου δεν ψάχνει τ’ άστρα
δεν βλέπεις ήλιο, καταγάλανο ουρανό.
Εσύ σκυφτός σε κάποια σαλαμάστρα
τη διαρροή να πιάσεις προσπαθείς καιρό.
Χρόνια πολλά παλάγκο και κλειδί
με μπότζι, με παλάντζο απά στο κύμα
μ’ αίμα και ιδρώτα βγάζεις το ψωμί
και για τ’ αφεντικά ουρά το χρήμα.
Άνοστο και βασανισμένο το φαΐ,
στο πιάτο στάλα-στάλα, η μουτζούρα
αυτή η άγια η μουτζούρα, η χρυσή,
τροφή, που δε μετριέται με μεζούρα.
Ταξίδια μακρινά – θολώνει ο νους,
το μηχανόλαδο στα χέρια σου σφραγίδα,
μα εσύ βαστάς μες τους ωκεανούς.
Στο συνδικάτο σου η μόνη σου ελπίδα.
Ορθώσου! Κάνε τον κόπο σου οργή
τα μαύρα, πρόβαλλε, τα χέρια σου π’ αξίζουν·
αυτά τα χέρια, που για τον εφοπλιστή
παράγουν κέρδη απ’ τις προπέλες που γυρίζουν.
Σήκω! Με τον ιδρώτα ζύμωσε, ορμή,
δείξε παντού πως η δουλειά σου αξίζει κάτι
του ακαμάτου, αυτό το «κάτι», δουλευτή
που φτιάχνει πλούτη απ’ τη δουλειά του ναυτεργάτη.
Δεκέμβρης 2022
Παναγιώτης Μελάς