Τάιμλαπς

Ένα διήγημα του Μπάμπη Καββαδία

Δεν αρκεί να διαθέτεις το πιο εξελιγμένο οπτικό εργαλείο -το ανθρώπινο μάτι. Όσο καλή δουλειά κι αν κάνει στην πρόσληψη εικόνων και την μετατροπή τους σε ηλεκτρικές εκκενώσεις, μόνο του δε φτάνει για νά ‘χεις ορθή αντίληψη του κόσμου γύρω σου. Θα πρέπει κι ο εγκέφαλός σου να επεξεργάζεται και να ερμηνεύει σωστά τούτα τα ερεθίσματα. Και πάλι, όμως, κάποιες απάτες δεν γίνεται να τις αποφύγεις. Δες, για παράδειγμα, τα βίντεο: Σταθερές εικόνες, εναλλασσόμενες ταχύτατα -σε ρυθμό εικοσιτεσσάρων και βάλε καρέ το δευτερόλεπτο- μπερδεύουν μάτια κι εγκέφαλο, διαχέονται η μία μέσα στην άλλη και σου δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως παρακολουθείς κάτι να διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο μπροστά σου.

Τα τάιμλαπς βίντεο πάνε αυτήν την ψευδαίσθηση ένα βήμα παραπέρα: Συμπιέζουν το χρόνο. Οι εναλλασσόμενες εικόνες δεν έχουν αποτυπωθεί η μία κλάσματα του δευτερολέπτου μετά την άλλη, ούτε αναπαράγονται με το ρυθμό που καταγράφηκαν. Δεν προσπαθούν ν’ αναπαραστήσουν τον πραγματικό χρόνο, αδιαφορούν γι’ αυτόν, του βγάζουν τη γλώσσα χλευάζοντάς τον. Ανάμεσα σε κάθε καταγεγραμμένη εικόνα παρεμβάλλεται κάποιο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα, όταν αναπαράγονται στο συνηθισμένο ρυθμό των βίντεο, συμβάντα και φαινόμενα που διήρκεσαν λεπτά ή ώρες ή ακόμα και μέρες να παρουσιάζονται σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα! Μικρές λεπτομέρειες -βλέμματα και κινήσεις ανθρώπων και ζώων, κυματισμοί, θροΐσματα φύλλων- σβήνονται, συνθλίβονται απ’ τη συμπίεση του χρόνου, παρασέρνονται απ’ την ταχύτητα των κινήσεων. Το ίδιο χάνεται κι ό, τι συνέβη τις στιγμές που ο φωτογράφος επέλεξε να παραλείψει της καταγραφής.

Νιώθεις μια απροσδιόριστη ικανοποίηση όταν παρακολουθείς τέτοια βίντεο: Οι ανεπαίσθητες αλλαγές που συμβαίνουν κάθε στιγμή γύρω σου -η κίνηση του ήλιου και των άστρων, των συννέφων, οι εναλλαγές του φωτός κι η μετάβαση απ’ την νύχτα στη μέρα και τ’ αντίστροφο, οι κινήσεις οχημάτων κι ανθρώπων- μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο ως ξεχωριστές στιγμές. «Α!», σκέφτεσαι. «Τώρα είναι μέρα. Τώρα είναι νύχτα. Τώρα έχει κίνηση. Τώρα δεν έχει κόσμο στην είσοδο του σταθμού του μετρό». Το τάιμλαπς, καταγράφοντας εναλλαγές και κινήσεις και παρουσιάζοντάς τις επιταχυμένες, συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα σε τούτες τις στιγμές. Σου αποκαλύπτει πώς τα πράγματα εξελίχτηκαν από την κατάσταση α στην κατάσταση β, σου δίνει βουβές απαντήσεις που ή σε καθησυχάζουν ή σε τρομοκρατούν -θυμήσου τα τάιμλαπς από καταιγίδες κι ανεμοστρόβιλους που γίνονται βάιραλ στα σόσιαλ μίντια!- σίγουρα όμως σ’ εντυπωσιάζουν.

Αυτουνού του άρεσε να φτιάχνει αστικά τάιμλαπς. Σε πλάνα που κρατούσαν τέσσερα, πέντε δευτερόλεπτα -ανάλογα με τα μέτρα των μουσικών με τα οποία τα επένδυε- κατέγραφε σκηνές απ’ τη ζωή στην άσχημη πόλη. Παρακολουθούσε την κανονικότητά της, τη ρουτίνα και τη μιζέρια της: Το περιοδικό μπούκωμα και ξεμπούκωμα της κίνησης στα φανάρια, τις προκαθορισμένες διαδρομές των λεωφορείων και τις πανομοιότυπες κινήσεις των ταξί. Το μηχανικό περπάτημα των ανθρώπων στα πεζοδρόμια και τις διαβάσεις, που το μόνο που του προσέδιδε κάποια ποικιλία ήταν οι καιρικές συνθήκες. Τα πολύχρωμα φώτα απ’ τις βιτρίνες των καταστημάτων και τις επιγραφές τους τα σκοτεινά απογεύματα του χειμώνα, τα φωτεινά κουτάκια που, στοιβαγμένα σε σειρές η μία πάνω στην άλλη, αναβόσβηναν, μαρτυρώντας ίχνη ζωής μέσα στα τσιμεντένια κελιά πίσω τους.

Απόψε τράβαγε νυχτερινές σκηνές για ένα μικρού μήκους ταινιάκι που έφτιαχνε, για την πόλη το βράδυ. Ήθελε να το πει «Νυχτοπερπατήματα» αλλά η ειρωνεία -τα πλάνα του με πεζούς ήσαντε ελάχιστα!- τον έκανε να γελάει. Ήταν μεσάνυχτα κι είχε ήδη τραβήξει σεκάνς σε πέντε διαφορετικά σημεία της πόλης, απ’ τη στιγμή που έπεσε ο ήλιος μέχρι τώρα. Για το τέλος είχε αφήσει μια σεκάνς που ήθελε να δείχνει από κάποια απόσταση ροή αυτοκινήτων μέσα στο δάσος των πολυκατοικιών, χωρίς κόσμο σε πεζοδρόμια και καταστήματα. Στις διαδρομές του στην πόλη είχε εντοπίσει ένα εξαιρετικό σημείο για τούτο το γύρισμα: μια χαριτωμένη πλατεΐτσα δίπλα στην λεωφόρο που συνέδεε τις δυτικές συνοικίες της πόλης και κατέληγε στο λιμάνι. Η πλατεΐτσα αυτή, χαμένη μέσα στην πυκνή δόμηση και με ένα υψωματάκι πίσω της -ιδανικός εξώστης για να στήσει τη φωτογραφική του, χωρίς να χρειάζεται να ενοχλήσει περίοικους για να κάνει κατάληψη στο μπαλκόνι τους- του πρόσφερε το άνοιγμα που χρειαζόταν για να τραβήξει ένα ενδιαφέρον πλάνο, στο οποίο θα περικλειόταν κι αρκετή κίνηση. Τα τέσσερα ρεύματα της λεωφόρου -δύο σε κάθε κατεύθυνση- είχαν ροή όλη τη νύχτα, ενώ τα φανάρια στο σημείο που ένας μεγάλος δρόμος κατέληγε κάθετα στη λεωφόρο, στο ύψος σχεδόν της πλατείας, εξασφάλιζαν ποικιλία στην κίνηση των φώτων των αυτοκινήτων, με τα σταματήματα, τα ξεκινήματα και τις στροφές τους.

Για να συνθέσει το κάδρο του θ’ ακολουθούσε τον «κανόνα των τρίτων». Στο επάνω τρίτο της εικόνας θα είχε πάνω απ’ τις σκοτεινές ταράτσες των πολυκατοικιών μια στενή λωρίδα ουρανό, που έλαμπε με μια αρρωστιάρικη πορτοκαλιά απόχρωση, μιας και τα φώτα της πόλης αντανακλούνταν στ’ αραιά σύννεφα. Στη μεσαία λωρίδα θα κυριαρχούσαν τα τσιμεντένια ντουβάρια με κάποια σκόρπια φωτισμένα παράθυρα και μπαλκόνια, χωρισμένα προς τα δεξιά απ’ τ’ άνοιγμα του μεγάλου δρόμου που διασταυρωνόταν με τη λεωφόρο. Στο κάτω τρίτο θα είχε την πολύβουη λεωφόρο και την άδεια πλατεΐτσα. Τα φώτα του δήμου στην πλατεία ήταν σβηστά, αλλά οι θάμνοι και τα παγκάκια της φωτίζονταν περιοδικά απ’ τα φώτα των αυτοκινήτων, κι αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα είχε ένα όμορφο αποτέλεσμα στο τελικό βίντεο, σχεδόν εφιαλτικό. Στο κάτω κάτω άκρο της εικόνας ο χωρίς κίνηση δρόμος της άλλης πλευράς της πλατεΐτσας, παράλληλος της λεωφόρου, παρείχε στο κάδρο ένα φυσικό σκοτεινό περιθώριο.

Το κάδρο διέθετε όλα όσα χρειάζονταν για ένα καλό τάιμλαπς πλάνο: Έντονη κίνηση σε μια αρμονική εικόνα.

Έστησε το τρίποδο, «κούμπωσε» πάνω του τη φωτογραφική μηχανή κι ενεργοποίησε την οθονούλα στην πλάτη της, που του έδειχνε τι ακριβώς θα τραβούσε. Με απαλές κινήσεις των μοχλών του τριπόδου έστριψε τη μηχανή εκεί που έπρεπε για να έχει το κάδρο που ήθελε. Πάτησε ελάχιστα το κλείστρο, εντολή στο αυτόματο φόκους του φακού να καθαρίσει την εικόνα. Μόλις τα πάντα φάνηκαν ευκρινή στην οθονίτσα, μετακίνησε το διακοπτάκι απ’ τ’ αυτόματο φόκους στο χειροκίνητο, για να μην αλλάξει κάτι κατά τη διάρκεια των λήψεων και θολώσει η εικόνα. Το διάφραγμα το έβαλε στο δεκατρία. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα τα σταθερά φώτα σε παράθυρα, μπαλκόνια και πεζοδρόμια να αποτυπωθούν σαν αστεράκια με ακτίνες γύρω τους. Το κλείστρο το όρισε να είναι ανοιχτό στα δύο δευτερόλεπτα. Έτσι τα φώτα των οχημάτων που κινούνταν από κάτω του θα φαίνονταν σαν άσπρες και κόκκινες φωτεινές μακριές πινελιές, παράλληλες στις γραμμές των δρόμων.

Πάτησε μια φορά το κλείστρο για μια δοκιμαστική φωτογραφία. Στην οθονίτσα η προεπισκόπησή της φάνηκε εντυπωσιακή. Με ικανοποίηση σκέφτηκε πόσο εντυπωσιακότερο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα, όταν θα συνδύαζε ένα σωρό τέτοιων φωτογραφιών, παρουσιάζοντας τις φωτεινές γραμμές να κινούνται! Θα θύμιζαν ρυάκια λάβας, καθώς αυτά κυλούν ανάμεσα σε σκούρα ηφαιστειακά πετρώματα!

Το πλάνο το ήθελε να έχει διάρκεια τέσσερα δευτερόλεπτα, με ρυθμό τριάντα καρέ το δευτερόλεπτο. Άρα χρειαζόταν εκατόν είκοσι καρέ, εκατόν είκοσι ξεχωριστές φωτογραφίες, τραβηγμένες η μία μετά την άλλη. Όρισε στο αυτόματο πρόγραμμα της μηχανής του να τραβήξει εκατόν πενήντα φωτογραφίες, για να είναι σίγουρος, μία κάθε τρία δευτερόλεπτα. Πάτησε «έναρξη» και πήγε και κάθησε σε μια πέτρα λίγο πιο πίσω. Το μονότονο «τσακ-τσακ» του κλείστρου κάθε φορά που τράβαγε μια φωτογραφία ίσα που ακουγόταν πάνω από το θόρυβο της κίνησης της λεωφόρου, αλλά τον νανούριζε. Έκλεισε τα μάτια του για να τα ξεκουράσει. Θα τα ξανάνοιγε μετά από επτάμιση λεπτά και εκατόν σαρανταεννιά, όχι, εκατόν σαράντα οκτώ πλέον, εκατόν σαράντα επτά «τσακ-τσακ»…

***

Ο άντρας είχε τελειώσει τη βάρδιά του στη μάντρα, όπου για ένα ξεροκόμματο κουβάλαγε σκουριασμένα παλιοσίδερα και σαβούρα, κι είχε πάρει το δρόμο για το σπίτι του, το αποπνικτικό υπόγειο διαμέρισμα που η οικογένειά του -η γυναίκα και τα τρία παιδάκια του- μοιραζόταν μ’ άλλες δύο οικογένειες συμπατριωτών του. Την διαδρομή των σαράντα λεπτών την έκανε κάθε μέρα με τα πόδια. Τέλειωνε πάντα αργά, σε ώρες που δεν κυκλοφορούσαν λεωφορεία για το σπίτι του, και στο πήγαινε έπαιρνε λεωφορείο μονάχα όταν έβρεχε. Στην αρχή τον ενοχλούσαν τα βλέμματα που τού ’ριχναν κάποιοι ντόπιοι με απέχθεια, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως τούτοι ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Εκείνες τις δύσκολες πρωινές ώρες, το άγχος κι η θλίψη που καταλάμβαναν τα μάτια των περισσότερων συνεπιβατών του -για το μάταιο, το ανικανοποίητο, το ανεκπλήρωτο- δεν άφηναν χώρο στο μίσος να ρίξει το δηλητήριό του για την διαφορετικότητα.

Περπάταγε στη μέση σχεδόν του έρημου και σκοτεινού δρόμου και στο άκουσμα των δύο μηχανών πίσω μακριά του έκανε ασυνείδητα λίγο στην άκρη. Στο νου του είχε το τι θά ‘βρισκε σπίτι του -τα παιδιά του κοιμισμένα, μιας κι ήταν ήδη μεσάνυχτα, ένα πιάτο φαΐ και τη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του. Ήταν μια δύσκολη μέρα στη δουλειά κι ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά τους, για να ηρεμήσει. Ήταν ακόμα ταραγμένος. Μια ομάδα αγριανθρώπων με κουρεμένα γουλί κεφάλια είχε περάσει απ’ τις μάντρες και τ’ άλλα μαγαζιά της περιοχής που δούλευε και φωνάζανε απειλητικά στους ξένους που δουλεύανε εκεί. Μόλις εμφανίστηκαν και στη μάντρα τους, το αφεντικό τους έστειλε όλους σε μια αποθηκούλα, να κρυφτούν, μέχρι να φύγουν οι νταγλαράδες.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που πέρναγαν απ’ τη δουλειά και φώναζαν. Σήμερα όμως οι απειλές τους ακούγονταν σοβαρότερες.

«Χρυσαυγίτες είναι», του είπε ένας συνάδελφος. «Το πρωί αθωώσανε τους αρχηγούς τους στο δικαστήριο και βγήκαν σ’ όλη την πόλη για να το πανηγυρίσουν με φασαρίες.» Βαριανάσαναν μαζί. Όλοι το ‘ξεραν πως τα μέλη αυτού του κόμματος τό ‘χανε συνήθειο να γυρνάνε στους δρόμους και να χτυπάνε μετανάστες. Δεν είχε έρθει ακόμα στην Ελλάδα τότε, μα είχε μάθει πως πριν κάποια χρόνια είχαν σκοτώσει κι όλας κάποιους σε τέτοιες επιθέσεις. Για κάποιους απ’ αυτούς τους φόνους δικάζονταν, όπως τού ‘χαν πει, για τους λίγους, όπου υπήρχαν στοιχεία. Που απ’ ό, τι φαίνεται όμως, δε στάθηκαν αρκετά.

Άκουσε τον ήχο της μιας απ’ τις δύο μηχανές επικίνδυνα κοντά του κι έκανε κι άλλο στην άκρη, για να μην τον πατήσει. Δεν πρόλαβε να γυρίσει για να κοιτάξει να σιγουρευτεί πως δεν εμπόδιζε την πορεία της, κι ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

Έπεσε στα γόνατα ζαλισμένος, με το κεφάλι του να βουίζει, και ένα δεύτερο χτύπημα από ένα μακρύ σίδερο στην πλάτη, τον έκανε να βογκήξει. Η μηχανή σταμάτησε λίγο πιο πέρα κι οι δυο κρανοφόροι που την καβάλαγαν κατέβηκαν κι άρχισαν να τον πλησιάζουν.

Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι τους έκανε; Τι θέλουν απ’ αυτόν; Λίγα βήματα πιο πέρα είναι η πλατεΐτσα κι ο μεγάλος δρόμος. Μόνο να καταφέρει να πάει μέχρι εκεί, ακόμα και σέρνοντας, να βγει στα φώτα, μακριά απ’ το σκοτάδι τούτου του δρόμου, να φωνάξει για βοήθεια, μπας και φοβηθούν και φύγουν και τον αφήσουν ήσυχο. Τι τους είχε κάνει;

«Θα σε γαμήσουμε κωλάραπα» ακούγεται πνιχτή η φωνή μέσα από τα κράνη τους. «Εδώ είναι Ελλάδα». Την επόμενη στιγμή μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι τού ‘κοψε την ανάσα.

***

Περασμένες δύο μπήκε στο διαμέρισμά του. Ο υπολογιστής στο γραφείο του ήταν ήδη ανοιχτός, γιατί φεύγοντας τον είχε αφήσει να γράφει σε βίντεο τις σεκάνς που είχε τραβήξει την προηγούμενη μέρα. Έβαλε στην ειδική υποδοχή την κάρτα μνήμης της φωτογραφικής κι άρχισε να περνάει στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξε απόψε, σε ξεχωριστό φάκελο για κάθε σεκάνς. Θα ξεκινούσε να δουλεύει από την τελευταία -την πιο εύκολη- προς την πρώτη.

Δεν είχε αυταπάτες για το θέμα της επεξεργασίας των φωτογραφιών. Το μότο του, άλλωστε, ήταν: «Η φωτογραφική μηχανή καταγράφει ό, τι βρίσκεται μπροστά απ’ τον φακό. Η ψηφιακή τεχνολογία αναδεικνύει το τι βλέπω εγώ». Όλες οι φωτογραφίες το χρειάζονταν το πειραγματάκι τους. Όχι, δε μιλάμε για παραποίησή τους. Μιλάμε για τονισμό κάποιων χαρακτηριστικών, για ανάδειξη κάποιων λεπτομερειών, για χρωματικές διορθώσεις. Ακόμα κι αν έβαζε παραπάνω χέρι σε κάποια φωτογραφία για να διορθώσει κάποια ατέλεια, το πολύ πολύ να εξαφάνιζε τίποτα ενοχλητικά καλώδια της ΔΕΗ. Τίποτα παραπάνω.

Μετά από κάποια χρόνια ενασχόλησης είχε διαμορφώσει κι ένα προσωπικό στυλ, που το χαρακτήριζε το σκοτάδι και το αυξημένο κοντράστ, ένα κιαροσκούρο της συμφοράς. Ώρες ώρες αναρωτιόταν αν έτσι χαράμιζε τις δυνατότητες της ακριβής του φωτογραφικής μηχανής: Έδωσε τόσα λεφτά για να αγοράσει ένα θαύμα της τεχνολογίας που -όσο πιο κοντά γινόταν στις δυνατότητες του ανθρώπινου ματιού- μπορούσε να καταγράφει όλον τον πλούτο των χρωματικών αποχρώσεων, τις λεπτομέρειες όλου του εύρους του φωτεινού φάσματος, απ’ τις πιο σκοτεινές σκιές μέχρι τα πιο φωτεινά σημεία. Κι όμως αυτός παρήγαγε σκοτεινές φωτογραφίες, σαν βγαλμένες από ταινία τρόμου… Άλλοι φωτογράφοι και κινηματογραφιστές θα προσπαθούσαν να διασώσουν λεπτομέρειες από σκιές και σκοτεινά σημεία, να τονίσουν ακόμα περισσότερο τα χρώματα των σκηνών που απαθανάτιζαν. Αυτός όχι. Παρόλο που η ακριβή του φωτογραφική και το εξελιγμένο πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνων -κατεβασμένο πειρατικά απ’ το ίντερνετ- του δίνανε τη δυνατότητα να φωτίσει κάθε σκοτεινό σημείο των φωτογραφιών του και ν’ αποκαλύψει σχεδόν κάθε κρυμμένη λεπτομέρεια, αυτός επέμενε να κάνει τα σκοτάδια σκοτεινότερα και τα φωτεινά σημεία φωτεινότερα.

Εκτός κι αν κάποια απ’ αυτά τα φωτεινά σημεία τον ενοχλούσαν. Νά! καλήν ώρα, τούτα εδώ τα φώτα από δύο μοτοσικλέτες, που διακρίνονται στο βάθος του σκοτεινού δρόμου πίσω απ’ την πλατεΐτσα, στην κάτω αριστερά γωνία του κάδρου του. Αυτός ήθελε τα περιθώρια των φωτογραφιών και των βίντεό του να έχουν μια σκοτεινή βινιέτα, που να οδηγεί το βλέμμα στο τι γίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας. Ένιωθε πως τούτα δω τα φωτάκια θα ενοχλούσαν και θα μπέρδευαν τον θεατές.

Τσέκαρε όλες τις φωτογραφίες που τράβηξε, μία μία στη σειρά. Τι στο καλό κάνανε εκείνα τα φώτα; Γιατί δεν έφευγαν; Γιατί οι μοτοσικλέτες εκείνες δεν ακολουθούσαν τον δρόμο για να ξεκουμπιστούν από το κάδρο του;

Εμφανίζονταν στο υπ’ αριθμόν πενήντα επτά καρέ, να μπαίνουν μαζί στην εικόνα από αριστερά. Το ένα φωτάκι μετά από τρία καρέ -δηλαδή μετά από δέκα δευτερόλεπτα πραγματικού χρόνου- σταματάει σχεδόν στην άκρη της εικόνας και το άλλο προχωράει λίγο προς το κάτω όριο, για να σταματήσει κι αυτό μετά από μια μικρή στροφή, στο εξηκοστό ένατο καρέ. Εκεί παραμένουν και τα δύο ακίνητα -δύο λαμπερά οκτάκτινα αστεράκια- μέχρι το τέλος της σειράς των φωτογραφιών που είχε τραβήξει. Διάολε! Αν όταν μάζευε το τρίποδο και τη φωτογραφική έριχνε μια ματιά προς τα εκεί, στα εξήντα, εβδομήντα μέτρα μακριά απ’ το σημείο που στεκόταν, θα έβλεπε ποιοι ήταν οι καβαλάρηδες! Σκέφτηκε πως, τέτοια ώρα, θα ‘ταν κανα ζευγαράκι: Δυο μηχανόβιοι γύρισαν κάποιο κορίτσι στο σπίτι της κι ο ένας απ’ αυτούς κάθισε στην είσοδο της πολυκατοικίας της για λίγο σορόπι ακόμα. Αναστέναξε στη σκέψη της ρομαντικής εικόνας, αλλά γρήγορα γύρισε στην οθόνη του.

Έκανε μία ακόμα επιθεώρηση των εκατόν πενήντα φωτογραφιών σε γρήγορη ταχύτητα, και με απογοήτευση επιβεβαίωσε πως τα δύο φωτάκια στο συγκεκριμένο σημείο αποσπούσαν την προσοχή, χάλαγαν την ισορροπία του κάδρου. Στην λίστα των εργαλείων του προγράμματος επέλεξε το σβηστήρι και τράβηξε μια πλατιά μαύρη λωρίδα απ’ το ένα φωτάκι στ’ άλλο. Στη θέση τους πλέον σκοτάδι, σαν μην υπήρξε ποτέ κάτι εκεί. Έδωσε την εντολή στο πρόγραμμα να εφαρμόσει τη διόρθωση αυτή και στις υπόλοιπες φωτογραφίες.

Άνοιξε τ’ άλλο πρόγραμμα, αυτό που επεξεργαζόταν τα βίντεο, και τό ‘βαλε να γράφει, να ράβει στη σειρά, τη μία μετά την άλλη, τις τελευταίες εκατόν είκοσι φωτογραφίες απ’ αυτές που είχε τραβήξει. Σε λίγην ώρα, έξι λεπτά της ζωής της πόλης θα είχαν συμπιεστεί σ’ ένα βιντεάκι τεσσάρων μόλις δευτερολέπτων.

Δεν του πέρασε στιγμή απ’ το μυαλό να μεγεθύνει στην οθόνη του το σημείο με τα ενοχλητικά φώτα ή ν’ ανοίξει τοπικά την φωτεινότητα των σκιών, για να δει κάτι παραπάνω. Άλλωστε, και να το έκανε δεν θα διέκρινε κάτι ιδιαίτερο. Με το κλείστρο δύο δευτερόλεπτα ανοιχτό για κάθε φωτογραφία, μονάχα τ’ ακίνητα φώτα των μοτοσικλετών είχαν αποτυπωθεί μ’ ευκρίνεια. Οι πέντε άνθρωποι που στέκονταν εκεί, οι δύο στην πίσω μοτοσικλέτα, οι άλλοι δύο όρθιοι κοντά στην μπροστινή κι ο πέμπτος, σωριασμένος στο οδόστρωμα, το πολύ πολύ να φαίνονταν σαν κουνημένες σκιές, σαν φαντάσματα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: