Το πόδι
“Τα μάτια του κοίταζαν κουρασμένα
στα ρούχα του η σκόνη της δουλειάς
στο πρόσωπο ο ιδρώτας της προσπάθειας
χαραγμένη στο μέτωπο η ζωή
η κούραση στην τσέπη τσακισμένη…”
Μπήκε στης ζώνης του Περάματος τη στάση
στο πρώτο της γραμμής το λεωφορείο.
Τον είδα κρεμασμένο από τη χειρολαβή.
Τα μάτια του κοίταζαν κουρασμένα
στα ρούχα του η σκόνη της δουλειάς
στο πρόσωπο ο ιδρώτας της προσπάθειας
χαραγμένη στο μέτωπο η ζωή
η κούραση στην τσέπη τσακισμένη.
Το ένα πόδι του στητό με περηφάνια.
Μα εγώ έψαχνα να βρω το άλλο πόδι
κι αναρωτιόμουν που το είχε ακουμπισμένο
πού στηριζόταν στης ζωής τα φρεναρίσματα
πώς πάταγε το γκάζι σε ανηφόρες.
Τότε σε ένα απότομο φρενάρισμα
άλλοι έγειραν μπροστά και άλλοι έπεσαν
κι αυτός παρέμεινε στητός χωρίς στηρίγματα.
Και τότε είδα το πόδι του που γύρευα
το πόδι από τη ρίζα το κομμένο.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος