“Βρίσκω τον βιό μου”
“…Αντέχω τους κατατρεγμούς, μα και τα μοιρολόγια.
Αγάπησα παράφορα τον κόσμο της ανάγκης.
Αφιέρωσα τη νιότη μου στου έρωτα τη ζάλη…”
Απομεσήμερο του Φθινοπώρου.
Πρωτοβρόχια είχα για επισκέπτες.
Συννεφοδιώχτες άνεμοι αντάμα με τον ήλιο.
Κατάστιχα με αναμνήσεις μου παρέδωσαν.
Της πρωταγάπης χάιδεμα, μου μοιάζουν οι βοριάδες…
Το λάγγεμα του Έρωτα με κυριεύει πάλι.
Κεντημένους πάπυρους της γιαγιάς από το μέλλον.
Γεννητική και γόνιμη αποθέτουν την αρμονία.
Καθισμένος «στην ακουμπήστρα» της θύμησης.
Πανέτοιμος για το δειλινό που φτάνει κυρίαρχο.
Ημερολόγιο κρατάνε οι δρόμοι που περπάτησα.
Ύστερους λογαριασμούς καταγράφουν τα χέρια.
Μετρώντας παραλείψεις και έργα…
Βρίσκω τον βίο μου… ασυμβίβαστο στα δύσκολα.
Αδιάφορο στα δολερά, στα εύκολα, «στα λάγνα».
Καρποφόρο στην διαιώνιση του είδους.
Το δέον το ανεκτόν το παραδεκτόν, το απαράδεκτον.
Καθόριζαν πάντα το πράτειν και τα θέλω μου.
Στα στήθια μου… δεν φύτρωσαν ποτέ…
Λογαριασμοί συμβιβασμοί, της υστεροβουλίας τέκνα.
Μνησικακίες μοχθηρές, του ανθρωποειδούς ανάγκες.
Του φόβου η αθλιότητα που σπέρνει αυταπάτες.
Η υποταγή στις συμμορίες των καθαρμάτων.
Η μοιρολατρία των ασπόνδυλων.
Τα λιβανωτά στους ασύδοτους.
Από παιδί γνώριζα «την ατροφία» της άγνοιας.
«Την φυματίωση» του πλούτου των κηφήνων.
«Τον καθολικό καρκίνο» της καθεστωτικής «γνώσης».
Την κατάντια του κιοτή και της ψυχής το χάλι.
Τον οίκτο της αυτοϊκανοποίησης… του οίκτου.
Της πείνας «τα χαλάσματα», το κτήνος της ανάγκης.
Κοιτούσα πάντα τον εχθρό πάντα είχα το νου μου.
Αυτόν που μας νοιάζεται… τάχα μου το καλό μας.
Φριχτότερο… χειρότερο… ακόμη και από φίδι.
«Τα χέρια να σταυρώσουμε» και ό,τι θέλει ας γίνει!!
Ποτέ δεν άνοιξα ποτέ, λογαριασμούς και χρέη
με πεπρωμένα με κισμέτ και με την ειμαρμένη.
Πάνω σε ανθρώπινους «σωρούς» μελέτησα το χάος.
Στα ναρκοπέδια της ζωής μάθαινα να παλεύω.
Χωμένος πάντα στη βαθιά, στου πλούτου το θηρίο.
Να ξεριζώσω την καρδιά, αυτή που δεν έχει.
Παραλείψεις αποκοτιές, μπόλικες βρίσκω να είναι…
Δεν έσπειρα σκόπιμο κακό, ουδέποτε… το λέω.
Προσπάθησα δεν μπόρεσα… να το εξαφανίσω.
Να γίνω επιδίωξα, ελιά που πλέει στο λάδι.
Νάμαι καντήλι του φτωχού και βάλσαμο το βράδυ.
Να αλείφω λάδι τις πληγές, ξύλα στα παραγώνια.
Αντέχω τους κατατρεγμούς, μα και τα μοιρολόγια.
Αγάπησα παράφορα τον κόσμο της ανάγκης.
Αφιέρωσα τη νιότη μου στου έρωτα τη ζάλη.
Των καθαρμάτων ο ανιχνευτής,
προφύλαξη μου παρείχε πλήρη.
Παρτίδες με τους σάπιους δεν άνοιξα ποτέ μου.
Πάνοπλος ήμουν πάντοτε.
Με προστατεύουν πάπυροι και συστοιχίες βιβλίων.
Του Προμηθέα η φωτιά και των Δελφών το νάμα.
Του Κάρολου «τα πυρηνικά…»
Tου Βλαδίμηρου «τα πάντα…»
Του Κόμπα «η σκληράδα…»
Έχω «την κάνη» καθαρή και στο μυαλό μπομπάρδα.
Ουράνια τόξα μουσικών και ποιητών αράδα.
Κανοναρχούν και οδηγούν, την κάθε μου ικμάδα.
Του Ελύτη «το Άξιον Εστί…»
Του Ρίτσου «η Ρωμιοσύνη…»
«Η καντάτα για την Μακρόνησο»…
και «το καπνισμένο τσουκάλι».
«Το φως που καίει» του Βάρναλη.
Του Νερούδα «Το Κάντο Χενεράλ».
Του Μάρκου «η Φραγκοσυριανή».
Του Τσιτσάνη «Η Συννεφιασμένη Κυριακή».
Του Μπετόβεν «η Ενάτη».
Η Σπάρτη με κυριαρχεί, η Μάνη με μαγεύει.
Της ανάγκης o δεκάλογος, που από παιδί «με δένει».
Ποτέ δεν με φουντάρισε, στα βράχια με τη Σμέρνα.
Στων θαλασσών το βάραθρο, που ονομάζουν Πόντο.
Πληγή και χρέος ανοικτό, να γεννηθεί αιθέρας.
Καθάριος κόσμος σοφός, να βγει στο φως της μέρας.
Πορεία για το μέτωπο, βαδίζω με πυξίδα.
Στων δράκων το ροχαλητό, να σπείρω καταιγίδα.
Το ανθρωποκοπάδι να οδηγήσω.
Σε κόσμους που δεν υπάρχουν λυκόρνια.
Να μείνουν ανοιχτά τα εργοστάσια του μέλλοντος.
Δεν έπεισα τους εργάτες… ακόμη.
Για το αναγκαίον της εξέγερσης.
Για το «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Όπλα να μη δημιουργούν…
«Να τα κάνουν εργαλεία…»
Μάλλον λίγα πέτυχα…
Μπορεί πολλά να είναι… εμένα λίγα μοιάζουνε…
Συνεχίζω… όμως
Το όχι μου αμετάκλητο και οριστικό συνάμα.
Γνωρίζει μελετάει πορεύεται, στα δάση της Ιστορίας.
Δηλώνω απερίφραστα, με πλήρη γνώση… λέω.
Ομνύω στο Λενινιστικό…
στου Διαλεκτικού Υλισμού το χρέος.
«Ελευτερία είναι η γνώση της ανάγκης.
Τυφλή είναι η αναγκαιότητα,
που δεν έχει κατανοηθεί ακόμη»…
Στης Σπάρτης τις επιταγές στου Ταυγέτου τις κορφές.
Πάντα με πράξεις ομιλώ, κοστίζουν… και αξίζουν.
Πιστέψτε με, ακούστε με εσείς οι νέοι πιονιέροι.
Ξανά φορέστε την τραγιάσκα του Λένιν.
Κτίστε το μέλλον με το χέρι του Στάλιν.
Να τραγουδήσει το σύμπαν, στο πιάνο της αρμονίας.
«Να πνιγεί» η έρημος, στο νερό της ζωής.
Άνεμος να σαρώσει, τους νταβατζήδες της ιστορίας.
Τους κηφήνες των επίγειων Παραδείσων.
Να γίνουμε άνθρωποι αυτό πάσχισε η θέληση τους.
Να πετάξουμε κάθε κίβδηλο που μας πνίγει.
Ώριμες βρίσκω να είναι… σήμερα οι συνθήκες…
«Νεκρώνουν» τα μαύρα κάστρα της φρίκης.
Τα σφαγεία που ονομάτιζαν κράτη.
Νόημα δίνουν στον καιρό οι σιωπές,
που περπατάει αλάργα.
Ο άνεμος που έρχεται, σαρώνει τις απάτες.
Πατρίδα νιώθουν οι λαοί, «το επί γης ειρήνη».
Παντού απλώνει η χαρά, πέπλα αδελφοσύνης.
Καρπούς θερίζουν τα παιδιά,
του κόσμου οι τρυγητάδες.
Βρίσκω τον βιόν μου ολόγιομο, άξιζε το ταξίδι…
“Ο Παράνομος” Πολίτης και Ποιητής
Νίκος Φωτίου Σταθάκος
Σπάρτη – Μάνη 25η Δεκέμβρη 21ου Αιώνα.