Διδώ Σωτηρίου – “Ο λαός ήταν βοηθός μου, σε αυτόν στηρίχθηκαν τα βιβλία μου…”
Η Διδώ Σωτηρίου μας έδωσε την καλύτερη περιγραφή της ιστορίας του Μπελογιάννη και το πιο εμβληματικό βιβλίο για το δράμα των λαών της Μικράς Ασίας. Το τουρκικό κράτος τίμησε την προσφορά της πολύ πριν το ελληνικό, γιατί είχε το στίγμα της κομμουνίστριας, που έγραφε πάντα για τον απλό λαό…
Χτες ήταν η επέτειος γέννησης της Διδώς Σωτηρίου (1909), που μας δίνει μια καλή αφορμή για αυτήν την επετειακή αναφορά. Κρατήσαμε συνειδητά αυτόν τον τύπο στη γενική, γιατί η συγγραφέας μπορεί να μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον, μιλούσε όμως τη γλώσσα του λαού (κυριολεκτικά και μεταφορικά), πρόσφερε το ταλέντο της στην υπηρεσία του, και αυτός σε “αντάλλαγμα”, της έδωσε το υλικό για τα βιβλία της, που παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα.
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν σχεδόν αρμονικά Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλες εθνικότητες. Ο πατέρας της είχε εργοστάσιο σαπουνοποιίας -και οι Εβραιοπούλες φίλες της έλεγαν πως εκεί έβραζαν τους Έβραιους… Το 1919 η οικογένειά της πηγαίνει στη Σμύρνη, που η ίδια το περιγράφει ως “το μικρό Παρίσι”. Εκεί έζησε από κοντά τον τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας και καταφέρνει να φύγει από την πόλη, λίγες ώρες πριν την καταστροφή.
Η Διδώ Σωτηρίου περιγράφει νοσταλγικά τα παιδικά της χρόνια και τα μέρη της Μικράς Ασίας. Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, ο Κιρκιντζές, ήταν ένα δείγμα του, γράφει χαρακτηριστικά σε ένα μυθιστόρημά της, και μεταφέρει πόσο ευτυχισμένοι ήταν όσοι έζησαν εκεί: “μακάρι όλοι οι άνθρωποι να είχαν μια τέτοια γη”. Η νοσταλγία και το τραύμα από την απώλεια αυτού του επίγειου παράδεισου περνάνε αυτούσια στα πρώτα βιβλία της, το “Οι νεκροί περιμένουν” και το εμβληματικό “Ματωμένα Χώματα”, που έγινε αγαπητό και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και πούλησε χιλιάδες αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Το βιβλίο περιγράφει τις περιπέτειες του Μανώλη Αξιώτη -που ήταν υπαρκτό πρόσωπο και μας άφησε και αυτός δυο βιβλία με τη δική του μαρτυρία για όσα έζησε. Σκύβει με αγάπη πάνω στο δράμα των λαών, που έζησαν μονιασμένοι, ώσπου να τους χωρίσει το μίσος του πολέμου και τα παιχνίδια των ισχυρών. “Η Μικρασιατική καταστροφή βρωμάει πετρέλαιο, τα πετρέλαια της Μοσούλης” έλεγε αργότερα η Σωτηρίου, βάζοντας στο στόχαστρο τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής.
Το ’07, η κυβέρνηση Καραμανλή το προτείνει ως εναλλακτικό σχολικό ανάγνωσμα, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την αναφορά του σχολικού εγχειριδίου της Ρεπούση στον “συνωστισμό” στην προκυμαία της Σμύρνης. Η δημοσιογραφική ομάδα του “Ιού” βρίσκει ευκαιρία να κατηγορήσει τη Σωτηρίου ότι αλλοίωσε-τροποποίησε τη μαρτυρία του βασικού της ήρωα και την έφερε σε πιο “εθνοπρεπές” πλαίσιο.
Αλλά τα “Ματωμένα Χώματα” -που κατηγορούνται για ροπή προς τον εθνικισμό- είχαν μεταφραστεί στην Τουρκία ήδη από τη δεκαετία του ’70, έγιναν αγαπητά και της έδωσαν δυο βραβεία ελληνοτουρκικής φιλίας (Αμπντί Ιπεκτσί) τα επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό πως η Τουρκία με τη “στρατιωτική δημοκρατία” της τίμησαν τη συγγραφέα πολύ νωρίτερα από ό,τι η δική της χώρα! Η Διδώ Σωτηρίου τιμήθηκε στην Ελλάδα για την προσφορά της μόλις το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον επόμενο χρόνο από την Ακαδημία Αθηνών. Αφού δηλαδή είχε συμπληρώσει τα 80 της χρόνια (!) και ενώ οι κρατούντες κήρυσσαν το τέλος των ιδεολογιών.
Μετά τη διαφυγή της από τη Μικρά Ασία, κατέφυγε αρχικά στο λιμάνι του Πειραιά και θυμόταν για πάντα τα άγρια, θυμωμένα βλέμματα των ντόπιων, λες και αντίκριζαν εχθρούς-εισβολείς. Τα βλέμματα των μανάδων ήταν επιθετικά σαν να ρωτούσαν για τα χαμένα τους παιδιά στη Μικρά Ασία, ενώ κάποιοι έβλεπαν καχύποπτα ακόμα και το ωραίο φόρεμά της -πού το βρήκε αυτή αυτό; Έναν αιώνα αργότερα, οι ρόλοι θα ήταν διαφορετικοί, αλλά τα βλέμματα και το καχύποπτο μίσος ίδια και απαράλλαχτα.
Η Διδώ Σωτηρίου δεν είχε τη μοίρα των περισσότερων προσφύγων. Η οικονομική κατάσταση του θείου της -με τον οποίο έζησε στην Αθήνα- της έδωσε την ευκαιρία να σπουδάσει στην Ελλάδα και τη Γαλία, αναπτύσσοντας τις κλίσεις και το ταλέντο της. Αργότερα, ως απεσταλμένη στο Παρίσι, θα γνωρίσει τους Μαλρό και Ζιντ, που εκείνη την εποχή συμπορεύονταν με τους κομμουνιστές.
Είχε όλα τα εφόδια για μια στρωμένη ζωή, δεν την ενδιέφερε όμως η μοίρα της αστής με τη μεγάλη κληρονομιά, αφού οι ανησυχίες της και τα ιδανικά της την τραβούσαν σε άλλο δρόμο. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος στον Νέο Κόσμο και σύντομα γίνεται αρχισυντάκτης στο περιοδικό Γυναίκα. Παράλληλα, αρχίζει η πολιτική-κοινωνική της δράση, μέσα από το γυναικείο κίνημα και τις γραμμές του ΚΚΕ. Μαθητεύει δίπλα σε μεγάλες μορφές, που την καθορίζουν, όπως άλλωστε και η συνάντησή της με την αγωνίστρια Ηλέκτρα Αποστόλου.
Σε ένα βιογραφικό της σημείωμα στον Ριζοσπάστη, διαβάζουμε τα εξής για την πλούσια δραστηριότητα και το έργο της:
Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας. Καθοριστικό για την πορεία της στάθηκε το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και στις κρίσιμες ώρες της φασιστικής σκοτεινιάς παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και μετέχει στο Κεντρικό Συμβούλιο της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες – όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα – δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα, στα χρόνια 1946-1947, ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή», συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης, δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».
Βιώνει ενεργά τα χρόνια της Αντίστασης, που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν μόνο πως “ο λαός μας έδειξε το μπόι του”, αλλά ότι μόνο η Αντίσταση κατάφερε να τον ενώσει ουσιαστικά. Μέχρι τότε ήμασταν πρόσφυγες, η Αντίσταση ήταν που ένωσε τον λαό και έγινε ένας.
Μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, παρακολουθεί μια διεθνή διάσκεψη στη Θεσσαλονίκη και δίνει πρώτη την είδηση πως η χώρα περνάει από τη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας στον έλεγχο των ΗΠΑ. Κάποιες πηγές αναφέρουν αυτό το γεγονός ως αιτία ρήξης της με το ΚΚΕ, αλλά η ίδια ισχυρίζεται πως διαγράφτηκε, γιατί έκρουσε καμπανάκι κινδύνου για τις βλέψεις που είχε ο -ακόμα σύμμαχος του ΔΣΕ- Γ. Τίτο για τη Μακεδονία.
Παρά τη διαγραφή της, συνεργάζεται μετά το τέλος του Εμφυλίου με την Αυγή. Η αδελφή της Έλλη Παππά παραμένει μέλος του κόμματος και συλλαμβάνεται μαζί με τον Μπελογιάννη, που θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα μαζί με τρεις συντρόφους του. Στη φυλακή θα γεννηθεί ο γιος τους, που θα πάρει το ηρωικό όνομα του πατέρα του, και θα μεγαλώσει στο πλευρό της θείας του και του συζύγου της, του μαθηματικού Πλάτωνα Σωτηρίου, τον θείο της συγγραφέα Άλκης Ζέη. Η τελευταία διηγείται στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο “με μολύβι Φάμπερ νούμερο 2” πώς γνώρισε τη Διδώ Σωτηρίου και πώς την ώθησε προς τη συγγραφή.
Η Διδώ Σωτηρίου αρχίζει σχετικά μεγάλη, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το συγγραφικό της έργο, με το “Οι νεκροί περιμένουν”. Αλλά μόνο μετά την πτώση της χούντας θα μπορέσει να γράψει την “Εντολή”, το πιο πολιτικό της βιβλίο, όπου εξιστορεί με μυθιστορηματικό τρόπο την ιστορία του ήρωα Μπελογιάννη, από τη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα ως το εκτελεστικό απόσπασμα.
Η “Εντολή” διαβάζεται απνευστί και παραμένει ένα διαχρονικό, εμβληματικό έργο, όπου η συγγραφέας καταφέρνει να χωρέσει με εύσχημο τρόπο ακόμα και τους πολιτικούς της προβληματισμούς για την εποχή και την τακτική του Κόμματος, χωρίς να χάνει από το στόχαστρό της τους πραγματικούς υπεύθυνους, τους δολοφόνους του Μπελογιάννη.
Όπως έλεγε η ίδια, προσπαθούσε να μυθοποιήσει την ιστορία, χωρίς να την βλάψει. Και προσπαθούσε πάντα να είναι αντικειμενική, όσο αντικειμενική μπορεί να είναι ένας παθώς -γιατί πάντα από τη δική τους σκοπιά έγραφε. Ο απλός κόσμος ήταν ο άτυπος βοηθός της και τα βιβλία της στηρίχθηκαν στα δικά του βιώματα. Ενώ σε μια συνέντευξή της στον Ριζοσπάστη σημείωνε πως ο συγγραφέας (πρέπει να) είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού!
Την ίδια ακριβώς μέθοδο ακολούθησε και στα πρώτα της βιβλία.
Δεν ήθελα να δώσω μόνο βιώματα. Άρχιζα από αυτά, αλλά περνούσα από το ατομικό στο γενικό. Το δράμα το έβλεπα συνολικά, έτσι που να βγαίνει μια ανθρώπινη μοίρα. Με απασχόλησε η τρομερή δυστυχία που βρήκε τον κόσμο μας, το γκρέμισμα, η έξοδος. Προσπάθησα να τα δώσω, να μην είναι μόνο νοσταλγίες και λουλουδάκια σε ένα χαμένο κόσμο. Να είναι και αυτά, αλλά να αναδεικνύονται και τα αίτια.
Η Διδώ Σωτηρίου ήταν παιδί του εικοστού αιώνα, που την άφησε με την πίκρα πως “δεν κατάφερε να αλλάξει τη ζωή μας. Γκρέμισε τα όνειρα και τα ιδανικά που είχαμε. Καταλήγεις να φοβάσαι τον νέο αιώνα, να μην έχεις όνειρα για αυτόν…”.
Το έργο της όμως θα είναι διαχρονική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές που θα προσπαθήσουν και θα καταφέρουν να αλλάξουν τον κόσμο!