Διδώ Σωτηρίου-Οι νεκροί περιμένουν
Τι με κόφτει εμένα, ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ, σ’ όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή ραγιά, το ψωμί μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά, κι απέ… Αυτά τα πράματα, κοριτσάκι μου, δε γίνονται έτσι στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά μας να πιάνουμε στα καλά – καθούμενα το μαχαίρι και δόστου να πετσοκόβουμε τον άλλονε. Τα διατάζουν άλλοι αυτά.
Με αφορμή την επέτειο γέννησης της μεγάλης μυθιστοριογράφου και μορφής της Ανίστασης Διδώς Σωτηρίου, στις 18 Φλεβάρη 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της “Οι νεκροί περιμένουν”, του πρώτου της μυθιστορήματος , που εκδόθηκε το 1959, και στο οποίο παρουσιάζει τις περιπέτειες μιας ολόκληρης γενιάς, από την εποχή πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασης στην Ελλάδα, μέσα από τα μάτια της προσφυγοπούλας Αλίκης Μάγη. Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, παρουσιάζονται οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Αϊδίνι, όπου δεν έλαβαν εξαρχής τα βίαια χαρακτηριστικά που σημειώθηκαν σε άλλες περιοχές της Ιωνίας. Η κοινωνική τάξη όσων μιλούν κι ο τρόπος που αντανακλάται στις απόψεις τους για την ελληνοτουρκική συμβίωση δίνεται με γλαφυρό τρόπο. Είναι φανερή η προσπάθεια της συγγραφέα να αποσείσει από τον απλό λαό την ευθύνη για την διογκούμενη εχθρότητα, παράλληλα είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι προς το τέλος ειδικά διακρίνεται ένας -μάλλον ασυναίσθητος, και γι’αυτό πιο δηλωτικός των ιδεολογικών αντιφάσεων της δημιουργού-πατερναλιστικός τόνος προς τον τουρκικό πληθυσμό που χαρακτηρίζεται “βασανισμένος” μα και “καθυστερημένος”.
Ο ΠΡΩΤΟΣ παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε επηρεάσει πάρα πολύ τον τρόπο της ζωής στο Αϊντίνι. Οι δουλειές κλείναν κάπως δυσκολότερα από πριν, μα όσοι πλούσιοι τα κατάφερναν νάχουν ένα μπέη προστάτη ή συνέταιρο θησαύριζαν κι απόφευγαν τις επιτάξεις, το στρατιωτικό και τους διωγμούς. Ένας παρδαλός κόσμος ανακατευόταν κι ερχόταν σε κάθε λογής συναλλαγές με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ρωμιοί εμπορευόμενοι και χωριάτες με μαύρες βράκες και χρωματιστά τουζλούκια στις γάμπες. Αρμένηδες με φέσια, φοβισμένοι απ’ τους διωγμούς, μα καπάτσοι. Εβραίοι με άσπρες γκελεμπίες, που συναγωνίζονταν σε πονηριά τους Λεβαντίνους. Ιταλιάνοι ξεπεσμένοι και Γερμανοί που αναζητούσαν ζωτικό χώρο. Αγαθοί Τούρκοι χωρικοί που αγόραζαν και πουλούσαν καθισμένοι σταυροπόδι στα μπεζεστένια, με τον απαραίτητο ναργιλέ πλάι τους, λες και τους απασχολούσε περισσότερο αυτός με το ραχάτι του, παρά οι πονηριές του εμπορίου
. —Ζαράρ γιοκ, εφέντιμ!…
Οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου, που τους έζησαν τόσο δραματικά άλλα μέρη της Μικρασίας, εδώ δεν είχαν πάρει μεγάλη έκταση. Στο σπίτι συζητούσαν όλη ώρα για τις σχέσεις των ραγιάδων με τους Τούρκους. Ο γείτονάς μας, ο Κωστάκι’ – εφέντης, που ήταν διορισμένος στα τούρκικα δικαστήρια, υποστήριζε πως μ’ ένα φέσι κι ένα καλό μπαξίσι τον ξεγελάς σίγουρα τον Τούρκο και του παίρνεις το έχει του:
—Κι αν του προσφέρεις και κανένα ουζάκι με λίγη φιλία για μεζέ, του παίρνεις και την καρδιά του.
—Κακά τα ψέματα, τον έκοβε ο θείος Γιάγκος. Λίγα μας τρώνε οι μπέηδες, ως κι αυτοί οι τσαούσηδες κι οι ομπασήδες, για να γλυτώσουμε το στρατιωτικό και να μη μας στέλνουν στο σπάσιμο της πέτρας; Κι ύστερα τις επιτάξεις που τις βάζεις;
Ο Κωστάκι’ – εφέντης επέμενε στην άποψή του:
—Έχεις παράπονο κι εσύ, μωρέ Γιάγκο, που φόρεσες τη στρατιωτική στολή και δεν το κούνησες απ’ το εργοστάσιό σου; Άσε να παραπονεθεί η πλεμπάγια, ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος, που ρασοφορέθηκε για να γλυτώσει, κι ο μάστρο – Στυλιανός ο δόλιος, που έχασε και τα δυο τα παλικάρια του στην Κόνια! Αυτά είναι δράματα.
—Κωστάκι’ – εφέντη, έμπαινε στην κουβέντα κι ο πατέρας, δεν τα κρίνεις σωστά τα πράματα. Απ’ τον καιρό που μας κουβαλήθηκαν οι Νεότουρκοι κι οι Γερμανοί, πονηρεύτηκαν κι οι δικοί μας εδώ κάτω και μας κάνουν το βίο αβίωτο. Να μου πεις για τα παλιά χρόνια. Τότε, μάλιστα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Έτρεχε ο παράς, αδερφέ, έτρεχε σαν το νεράκι απ’ τη βρύση…
—Εσένα, Βασιλάκη, δε σε αδικώ, του απαντούσε ο άλλος, μα ο Γιάγκος ας μη μας λέει πως τον ζημίωσε ο πόλεμος. Ποιος την έκλεισε εκείνη τη δουλειά με τα υφάσματα του τουρκικού στρατού στα 16; Το ξέχασες; Ο θείος Γιάγκος δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του, ιδίως όταν μιλούσε με χρήσιμους ανθρώπους:
—Φίλτατε Κωστάκι’- εφέντη, ξέρεις καλά πως αν δεν έπαιρνα τον Εσρέφ – μπέη συνέταιρο, θάχανα και τ’ αυγά και τα καλάθια… Μα νομίζω πως τη συζήτηση τη στενέψαμε και την κάναμε προσωπική. Το ζήτημα είναι αλλού. Αν οι Τούρκοι δε μας πολυενοχλούν εδώ κάτω στις πολιτείες, είναι γιατί μας έχουν ανάγκη. Είμαστε — πως να στο πω — η μαγιά που ανεβάζει το ψωμί. Τη μόρφωσή μας, την ειδίκευσή μας, τις ικανότητές μας, τις χρειάζονται ώσπου να γίνουν οι ίδιοι άξιοι να πάρουν στα χέρια τους τα χαλινάρια. Πάρε παράδειγμα την αφεντιά σου. Αν είχαν πολλούς Τούρκους νομικούς, θα σ’ άφηναν ποτέ εσένα, Χριστιανό, ν’ απονέμεις το δίκιο; Κύττα όμως τι γίνεται με τους κτηματίες. Στην πρώτη μπόρα αυτοί τα πληρώνουν. Γιατί; Γιατί, αδερφέ μου, η γη τούς χρειάζεται κι έχουνε χέρια ικανά να τη δουλέψουν… Ο θείος Γιάγκος είχε ένα υφαντουργείο – ταπητουργείο, που έκανε χρυσές δουλειές, ακόμα και με το εξωτερικό, ποτέ του όμως δεν ήταν ικανοποιημένος με όσα κέρδιζε, ή κι αν ήταν, ποτέ δεν τ’ ομολογούσε. Αισθανόταν πιο σίγουρος να κλαίγεται και να παρασταίνει το βιοπαλαιστή. Ακόμα και στη θεία Ερμιόνη, τη γυναίκα του, δεν ομολογούσε τι κέρδιζε. Της έλεγε μόνο τι έχανε. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι έκανε ο πατέρας μου. Όταν ο Ταλάτ – μπέης έφυγε απ’ το Αϊντίνι, διατήρησε αλληλογραφία με τον πατέρα μου και συχνά έστελνε και διάφορα δώρα: χαλιά απ’ το Ουσάκ και τα Σπάρτα, βάζα απ’ την Κιουτάχεια.
Μας έστειλε κάποτε και τον ύμνο του σε νότες, μα η μητέρα δεν άφηνε τη Ριρή να τον παίζει στο πιάνο, γιατί υμνούσε τους Τούρκους, κι εμείς, έλεγε, είμαστε και θα μείνουμε Έλληνες.
—Και τότε γιατί δεν τους σκοτώνουμε όλους τους Τούρκους, να μείνουμε εδώ μόνοι μας; ρωτούσε ο Στέφος.
—Γιατί δεν έχουμε όπλα και στρατό. Εμείς πρέπει να υπομένουμε και να υποκρινόμαστε τους υποταχτικούς, ώσπου νάρθει η ώρα να λευτερωθούμε. Τότε πεταγόμουνα κι εγώ στη συζήτηση και ρωτούσα τι θα πει «να υποκρινόμαστε». Η μητέρα δυσκολεύτηκε λίγο να μου εξηγήσει, μα στο τέλος τα κατάφερε και μούδωσε να καταλάβω τι πάει να πει η λέξη ραγιάς.
—Και λοιπόν — επέμενα εγώ — υποκρινόμαστε όταν ολοένα καλούμε Τούρκους στο σπίτι μας και τους κάνουμε τεμενάδες;
—Και ναι και όχι, γιατί πολλοί είναι καλοί άνθρωποι και καλοί φίλοι κι ο πατέρας σας εργάζεται μαζί τους. —Ο Ταλάτ, μανούλα, είναι καλός;
—Είναι ισχυρός.
—Κι οι ισχυροί είναι όλοι καλοί;
—Ουφ, ουφ! δεν ξέρω, έλεγε με αμηχανία. Ρωτήστε τον πατέρα σας.
Η μητέρα πολλές φορές καταπιανόταν να μας καλλιεργεί την εθνική περηφάνεια μας. Μας έλεγε πως οι Τούρκοι είναι οι προαιώνιοι εχθροί μας, μας διηγόταν πως έπεσε η Πόλη και πως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς περίμενε να ξαναπάνε πίσω οι Έλληνες να τον αναστήσουν. Μας μιλούσε χωρίς καμιά χρονολογική σειρά, πότε για τις σφαγές των Αρμεναίων στα Άδανα και πότε για τις σφαγές των Σμυρνιών απ’ τους γενίτσαρους στην Άγια-Φωτεινή και στο Φασουλά. Πηδούσε στις αρχαίες Τράλλεις, που απόδειχναν πως το Αϊντίνι ήταν ανέκαθεν ελληνικό. Ανακάτευε τους αρχαίους Ίωνες και έλεγε «ο δικός μας ο Όμηρος». Κι ύστερα κατηφόριζε σκόρπια στο 21.
Εμείς την ακούγαμε προσεχτικά, γιατί διηγόταν πάντα τόσο ζωηρά και παραστατικά. Αλλά στο βάθος ούτε εκείνη, ούτ’ εμείς πιστεύαμε πως οι αγαθοί Τούρκοι, που έρχονταν στο σπίτι μας με τα χαμόγελα και τα πεσκέσια τους, ήταν οι προαιώνιοι εχθροί μας. Δεν ήταν εύκολο με τον κάθε Τούρκο να συζητάς τέτοια επικίνδυνα θέματα, μα με τον Αλή, τον καβάση του πατέρα μου, το πράμα ήταν διαφορετικό. Θυμούμαι, όταν με πήγαινε περίπατο, πόσο στοργικά με κρατούσε μ’ εκείνη την κακοτράχαλη χερούκλα του, που ποιος ξέρει πόσα στρέμματα γης είχε οργώσει και πόσα χτυπήματα είχε δώσει σε ζώα και σ’ ανθρώπους.
—Αλή, γιατί μας αγαπάς; τον ρώτησα μια μέρα.
—Γιατί τρώω ψωμί κοντά σας.
—Μα αφού οι Τούρκοι μισούν τους γκιαούρηδες;
—Όταν δεν τους βλάφτουν τα νιτερέσα τους, δεν τους μισούνε.
—Μα η κυρά-Ευανθία με πήγε τις προάλλες σ’ ένα σπίτι που κλαίγανε ένα Ρωμιό σκοτωμένον από ζεϊμπέκηδες. Κι όλοι έλεγαν: «Τον καϋμένο τον άνθρωπο, τον σκότωσαν νύχτα στον Κούλα του. Αχ, να μας ξεκληρίσουν βάλθηκαν εμάς τους Χριστιανούς…». Ο Αλής έμεινε σκεφτικός:
—Δε θα ήταν καλός άνθρωπος. Κάποιον θα είχε βλάψει στην περιοχή, ή να σου πω, μπορεί και να θέλανε να πάρουν τα κτήματά του άλλοι τσιφλικάδες. Αυτοί τα σκαρώνουν κάτι τέτοια, κι ύστερα βάζουν εμάς τους φτωχούς… Εγώ επέμενα:
—Μα, Αλή, λένε πως όλους τους Χριστιανούς θέλετε να τους ξεκάνετε επειδή πιστεύουν στο Χριστό. Τι σας βλάφτει αυτό εσάς;
—Εμάς να βλάφτει; Τέτοιο ένα πράμα, εγώ δεν το σκέφτηκα. Τι με κόφτει εμένα, ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ, σ’ όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή ραγιά, το ψωμί μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά, κι απέ… Αυτά τα πράματα, κοριτσάκι μου, δε γίνονται έτσι στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά μας να πιάνουμε στα καλά – καθούμενα το μαχαίρι και δόστου να πετσοκόβουμε τον άλλονε. Τα διατάζουν άλλοι αυτά.
—Ποιοι άλλοι; ρώτησα γεμάτη περιέργεια. —Ξέρω κι εγώ; να, οι τρανοί, αυτοί που ξέρουν πότε και πώς πρέπει να γίνονται τούτα ή εκείνα στον κόσμο. Αυτοί, να πούμε, που γράφουνε τα νιζάμια και τα φιρμάνια που οδηγάνε τ’ ασκέρια, που κατέχουνε τον πολύ παρά. Σάμπως ξέρω κι εγώ να στα ‘ξηγήσω; Πώς να μου τα εξηγήσει καθαρά όλα εκείνα ο καϋμένος ο Αλής, μέσα από το πυκνό σκοτάδι, όπου κρατούσαν τη γενιά του αυτοί που γράφουν τα νιζάμια και τα φιρμάνια, και κατέχουν τον πλούτο και τη δύναμη στον κόσμο; Θυμάμαι ακόμα μια χαρακτηριστική φράση, που μου είπε κάποτε ένας άλλος απλός Τούρκος, ο Χασάνης, ο γκαμηλιέρης, που τον είχε, θαρρείς, γεννημένον εκείνη η γη, σα δέντρο της:
—Όσα φωτίζει το λυχνάρι μας με το κοντό φυτίλι του, αυτά μόνο βλέπουμε, κοριτσάκι μου… Καθώς η ανάμνηση ζυμώνει τα παλιά με τα καινούργια, μου φαίνεται σα να μου την είπε χτες μόλις την κουβέντα αυτή ο σεβάσμιος εκείνος γέροντας με το κοντό ανάστημα, τα πυκνά άσπρα γένια και τα καστανά μάτια, τα γεμάτα νωχέλεια και πίστη στο κισμέτ. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς δεν έσβησαν απ’ τη μνήμη μου ο Χασάνης κι ο Αλής, όπως τόσοι άλλοι Τούρκοι που γνώρισα, και η μόνη απόκριση που βρίσκω είναι πως οι δυο αυτοί αντιπροσώπευαν, στην καρδιά μου, την αγνή και αγαθή ψυχή του βασανισμένου και καθυστερημένου εκείνου λαού, που ύπουλες και κακοποιές δυνάμεις τον έσπρωχναν καταπάνω μας και τον μεταβάλανε σε «προαιώνιο εχθρό» μας.