“Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς … Μα δεν σκοτώνω άστρα” – Η ζωή και το έργο της Κικής Δημουλά
“Τίποτα σωστό δεν ήταν ωραίο απ’ όσα έκανα. Δεν τιμωρώ τα λάθη μου, είναι το καλύτερο μέρος μου”.
“Δεν έχουν όμως καμία δύναμη οι πνευματικοί άνθρωποι και δεν πρέπει να τους ανεβάζετε σε βαθμό εξουσίας, ωσάν όλοι οι άλλοι άνθρωποι να είναι ηλίθιοι. Δεν είναι ηλίθιος κανένας. Όλοι ενστικτωδώς γνωρίζουν τι είναι το συμφέρον και τι το βλαβερό. Δεν είναι ανάγκη να έχουν σπουδάσει, δεν είναι ανάγκη να έχουν γράψει ποιήματα. Το ωραίο και το άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, τα μυρίζεται κανένας, χωρίς να είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος ή ποιητής. Αυτά είναι μια κρούστα εξευγενίσεως και αυτή η κρούστα δεν είναι τόσο στέρεη. Καμιά φορά αν σπάσει, χύνεται από μέσα και λερωμένο περιεχόμενο[…] Ένας πνευματικός άνθρωπος έχει μικρότητες όπως και ένας μη πνευματικός άνθρωπος. Έτσι νομίζετε εσείς, ότι η ποίηση εξαγνίζει. Η ποίηση είναι άλλο αγαπητέ μου και ο χαρακτήρας μας είναι άλλο”.
Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απάντηση από αυτά τα λόγια της Κικής Δημουλάς σε όσους ζητούν την “παρέμβαση των πνευματικών ανθρώπων” ή αντιδρούν σαν να νιώθουν “προδομένοι” όταν οι απόψεις τους είναι καταφανώς συντηρητικές ή δε διαφέρουν ιδιαίτερα από επιχειρήματα καφενείου. Λόγια που περιλαμβάνουν την ίδια την ποιήτρια, που σαφώς δεν ανήκε στους ανθρώπους της “συνομοταξίας” της που επέλεξε τη σιωπή μέσα στα χρόνια της κρίσης, αλλά επέλεξε την έκθεση, επισείοντας όπως είναι αναμενόμενο και την αντίστοιχη κριτική, άλλοτε περισσότερο κι άλλο λιγότερο αιχμηρή από ό,τι της αναλογούσε.
Αυτό δεν αναιρεί πως μαζί με τη Δημουλά έσβησε η σπουδαιότερη ίσως γυναικεία ποιητική φωνή της γενιάς της, μια πένα που, χωρίς ποτέ να παρασυρθεί σε πληθωρικούς συναισθηματισμούς, αποτύπωσε με ευαισθησία και δύναμη παράλληλα τους ψυχικούς κλυδωνισμούς του έρωτα, της απώλειας, της προδοσίας και μια διαρκή διαμαρτυρία ενάντια στον πανδαμάτορα χρόνο και τη φθαρτότητα της ύπαρξης. Η ίδια εξάλλου τα τελευταία χρόνια της ζωής της ομολογούσε πως η ποίηση για εκείνην “Είναι μάλλον μια ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμάς τον θάνατο του να φύγεις και να ξεχαστείς ολότελα. Εδώ είναι η πλάνη, πώς δεν θα ξεχαστείς. Και τι έγινε αν θυμάται κανείς στιγμιαία τον σπουδαίο Τάσο Λειβαδίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Καβάφη μου, εμένα, τον δικό μου; Τι αλλάζει;”. Παλιότερα, σε έναν αρκετά πιο γνωστό ορισμό που η ίδια είχε δώσει στο τι είναι ποίημα, σημείωνε: “Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα”.
Γεννήθηκε ως Βασιλική Ράδου στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα κι από ηλικία 18 ετών εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1952 παντρεύτηκε τον επίσης ποιητή και Άθω Δημουλά, με τον οποίο έζησε ως το θάνατό του το 1985 κι απέκτησαν δύο παιδιά. Ένας από τους λόγους που παντρεύτηκε νωρίς, στα 21 της χρόνια, ήταν και για να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό της περιβάλλον, που της στερούσε ως μαθήτρια ακόμα και τη δυνατότητα να πηγαίνει σε σχολικές εκδρομές.
Η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε με τη συλλογή “Ποιήματα” το 1952, την οποία κυκλοφόρησε ερήμην της συγγενικό της πρόσωπο και η ίδια αποκήρυξε και απέσυρε από την κυκλοφορία. Στη συνέχεια κυκλοφόρησαν άλλες 16 ποιητικές της συλλογές, από τις οποίες ενδεικτικά αναφέρουμε το “Έρεβος” (1956), “Το λίγο του κόσμου” (1971), “Χαίρε ποτέ” (1988), “Ενός λεπτού μαζί” (1998) και την τελευταία της συλλογή “Άνω Τελεία” (2016). Είχε επίσης αφηγηματικό έργο, τμήμα του οποίου υπάρχει στο βιβλίο “Εκτός Σχεδίου”.
Τιμήθηκε με πολυάριθμα βραβεία και το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ως τρίτη γυναίκα στην ιστορία του θεσμού. Το έργο της μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ενώ πριν μερικά χρόνια είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι είναι υποψήφια για Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Αρχικά επηρεάζεται έντονα από την ποίηση του Καβάφη, στη συνέχεια διαμορφώνει ένα πολύ διακριτό προσωπικό ύφος, με ανάμειξη στοιχείων λόγιας και δημοτικής γλώσσας, λαϊκότροπες ή αργκό εκφράσεις και νεολογισμούς, στοχευμένες ασυνταξίες, επαναλήψεις και παρηχήσεις. Στο περιεχόμενο κυριαρχούν υπαρξιακές αναζητήσεις, ο έρωτας, η μνήμη, η μοναξιά και η απουσία.
Η Δημουλά όχι μόνο έγραφε για τον έρωτα, αλλά και μιλούσε γι’ αυτόν στις λιγοστές συντεντεύξεις της. Σε κάποια από αυτές, είχε πει πως “Να ήταν όλη η ζωή ένας έρωτας, αυτό ήθελα εγώ. Ολη η ζωή. Κάποτε θα τελείωνε βεβαίως, αλλά αυτό το πολύ στιγμιαίο των παράφορων καταστάσεων μας πονάει. Μας δημιουργεί έναν φόβο η ενδεχόμενη απώλειά του. Και όλο αυτό το πράγμα νομίζω ότι, εν τέλει, όπως είναι φτιαγμένο, έχει μια σοφία.” Μιλώντας για τις διαφορές έρωτα και αγάπης, υπογράμμιζε πως “Η αγάπη είναι ένα θύμα του σωματέμπορα εγωισμού μας. Αυτοί που αγαπάμε είμαστε ζωντανοί νεκροί. Επί πόσο μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν σ’ αγαπάει; Ο βασανισμός κάνει πολύ καλό στα αισθήματα αλλά όχι για πολύ. Θα πρέπει ο βασανιστής να ξέρει τις δόσεις. Δεν τις ξέρει όμως. Πληγώνομαι, σημαίνει, κοντά στα άλλα, αποκτώ γνώσεις. Ε, με λίγη παραπάνω μελέτη της ματαιότητας, ένα Lower σοφίας κουτσά στραβά το παίρνεις. Σε έναν χωρισμό κλαίμε μόνο για μας”.
Σε όσους την έψεξαν για τον ενδοστρεφή και απολίτικο χαρακτήρα της ποίησής της, απαντούσε πως: “Δεν είναι όλα τα θέματα για να γίνουν ποίηση. Νομίζω ότι έχει πολύ κακό αντίκτυπο. Πρέπει να την ρίξεις κάτω την ποίηση, να την αδικήσεις. Το “πεινάμε” είναι μια έννοια τόσο τραγική που δεν επιτρέπεται να την κάνεις ποίημα. Είναι ασέβεια απέναντι στα δεινά. Αλλο τα ερωτικά και τα άλλα βάσανα…. Οταν βλέπω έναν πεινασμένο ξαπλωμένο στον δρόμο, το να τον κάνω ποίημα, είναι ιεροσυλία”. Στην ίδια συνέντευξη, δήλωνε πως “Δεν δηλώνω αριστερή, αλλά δεν δηλώνω και δεξιά.Θεωρώ λίγο κακόγουστο να πάρω μια θέση στα πολιτικά φωνάζοντας ή γράφοντας ποιήματα με πολιτικό περιεχόμενο. Δεν μου πάνε. Αν μπορούσα να έχω ενταχθεί σε μια παράταξη και να έχω μια δράση, ναι, τότε ναι. Αλλά όχι όλο λόγια…. Οταν ήταν η ΕΠΟΝ φορούσα και το καπελάκι και είχα ενθουσιασμό αλλά ήμουν παιδί.”
Όλα αυτά ήρθαν λίγα χρόνια μετά τη διαβόητη δήλωση που της αποδόθηκε για “μετανάστες που κλέβουν και πιάνουν τα παγκάκια στην Κυψέλη” το 2013. Η ίδια αρνήθηκε έντονα τις κατηγορίες περί ρατσισμού, υποστηρίζοντας πως “Έδωσα μια ουδέτερη εικόνα, είπα ότι παρά ταύτα αν ήμουν ρατσίστρια θα έφευγα από την Κυψέλη”, και ότι” Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Άκουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;”. Επικρίσεις είχε δεχτεί ωστόσο και για άλλες δημόσιες επιλογές της, όπως τη στήριξη του μνημονίου μαζί με άλλους συγγραφείς και διανοούμενους το 2011, όπως και την ψήφο της υπέρ του “ΝΑΙ” στο δημοψήφισμα του 2015.
Η ίδια δήλωνε “πεινασμένη για ζωή” και δε συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα του θανάτου, που τη βρήκε στις 22 Φλεβάρη στα 88 της χρόνια, μετά από νοσηλεία σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας. Μιλώντας για την αναπόφευκτη κατάληξη όλων μας, έλεγε πως: “Από τη στιγμή που προβλέπεται θάνατος την ώρα που έχεις μάθει να ζεις, την ώρα που έχεις συνηθίσει αυτό το πράγμα το φοβερό, αν θέλεις και το ανούσιο –γιατί στα γεράματα η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα– εντούτοις το προτιμάς απ’ το να πεθάνεις, απ’ το να πας προς αυτό το άγνωστο. Αλλά δεν είναι τόσο ότι δεν θέλεις το άγνωστο. Είναι ότι δεν θέλεις να χάσεις το γνωστό. Διότι αυτό γνωρίσαμε εμείς. Εμείς εδώ ήρθαμε μέσω της ζωής, δεν ήρθαμε μέσω του θανάτου. Και αυτή είναι η μεγάλη μπαμπεσιά από μέρους της φύσης: ότι μας έστειλε εδώ απροετοίμαστους να αντιμετωπίσουμε αυτό που θα γίνει”.