Φάε αγάπη μου, αλλιώς θα το δώσω στην Ελενίτσα
Το κοιτάει ο Αναστάσης τρυφερά το παιδάκι και του λέει:
-Φάε, γαμώ τη μάνα σ’, φάε!
Σήμερα έχει τα γενέθλιά της η αγαπημένη ηθοποιός και συνεργάτης της Κατιούσα Ελένη Γερασιμίδου, και με την αφορμή αυτή μεταγράφουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της “Το Σινέ “Πανόραμα”” (εκδόσεις Περίπλους), μια ευκαιρία, όπως λέει η ίδια, να γνωρίσουν οι αναγνώστες την Ελενίτσα του Πανοράματος.
Οι οικογένειες
Το Πανόραμα κάθε καλοκαίρι γέμιζε παραθεριστές. Από την αρχή της άνοιξης ερχόντουσαν οικογένειες και ψάχνανε να καπαρώσουν κάποιο σπίτι για τους μήνες του καλοκαιριού. Υπήρχαν και κάνα δυο μεσίτες, χωρίς γραφεία και άδειες βέβαια, που βοηθούσαν τους Σαλονικιούς να επιλέξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους.
Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν απ’ τα καλύτερα τότε. Είχε μεγάλη σάλα, βεράντες μπρος πίσω και μια ασυναγώνιστη θέα στην πόλη. Οι άνθρωποι που το νοίκιαζαν ήταν επίλεκτα μέλη της σαλονικιώτικης κοινωνίας, με λεφτα και γούστο. Στο κάτω σπίτι που μέναμε εμείς ερχόντουσαν πιο φτωχοί, τίποτα δημόσιοι υπάλληλοι ή μικροβιοτέχνες που νοικιάζανε το ένα δωμάτιο με κουζίνα που διαθέταμε.
Εμείς πηγαίναμε σε ένα διπλανό δωμάτιο που μας παραχωρούσε η γιαγιά. Μας άρεσε που μπαίνουν τα ντιβάνια ακόμα πιο στριμωχτά και τα κουζινικά σ’ ένα τραπέζι όλα. Πλέναμε τα πιάτα έξω στην αυλή, στη βρύση, πάνω σ’ ένα άλλο τραπέζι εκστρατείας. Μετακομίζαμε κάθε καλοκαίρι με το που έκλειναν τα σχολεία και ξανά το φθινόπωρο που άνοιγαν. Το πανηγύρι γινόταν τον Ιούνιο που άρχιζαν να έρχονται οι πρώτοι παραθεριστές.
Εμείς τη στήναμε στη στροφή, στο ύψωμα όπου τώρα είναι το Ηρώον, και περιμέναμε. Από μακριά βλέπαμε το φορτηγό. Ο πρώτος που το έβλεπε φώναζε: “Οικογένεια! Οικογένεια!”
Σε λίγο το φορτηγό πλησίαζε αγκομαχώντας και μεις κάναμε εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του παραθεριστή απ’ τα τσουμπλέκια που είχε φορτώσει μαζί του για διακοπές. Αν είχε παγονιέρα ή ψυγείο, αν έφερνε ντιβάνια με στρώματα ή ράντζα εκστρατείας. Τρέχαμε πίσω απ’ το φορτηγό να δούμε πού θα ξεφορτώσει. Εκεί γινόντουσαν κι οι πρώτες γνωριμίες με κάτι ασθενικά παιδάκια, χλωμά απ’ την αδενοπάθεια, που μας φάνταζαν ακατάδεκτα. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θλιμμένα ήταν.
Στις επόμενες ημέρες ξεκαθαρίζαμε τις σχέσεις μας. Γινόντουσαν φιλίες που κρατούσαν πολλά συνεχόμενα καλοκαίρια ή μια ολόκληρη ζωή. Μας φέρναν συνήθειες απ’ τη ζωή στην πόλη. Τους μαθαίναμε να σκαρφαλώνουν στα δέντρα, να περπατάνε ξυπόλητα χωρίς να τους ενοχλούν τα χαλίκια και τ’ αγκάθια, να κλέβουν σύκα απ’ τα χωράφια και να γεμίζουν τα καλάθια για το ρετσέλι.
Τα ρετσέλια τα έψηναν οι γιαγιάδες μας σε κάτι μεγάλες λεκάνες χάλκινες πάνω σε φωτιές που ανάβαμε στην αυλή. Αυτό ήταν το μεγάλο μας πανηγύρι. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πέτρες τετράγωνες ή χοντρά τούβλα, ανάβαμε μια δυνατή φωτιά.
Πάνω στα τούβλα έμπαινε η λεκάνη με τα ώριμα σύκα και τη ζάχαρη. Όταν άρχιζε να ψήνεται το ρετσέλι, μοσχοβολούσε ο τόπος. Εμείς τροφοδοτούσαμε τη φωτιά. Τα παραθεριστάκια παίρναν μέρος μαγεμένα και κοκκινίζαν τα χλωμά μαγουλάκια τους. Ο καπνός έκανε τα μάτια μας να δακρύζουν. Για να τον αποφύγουμε, αλλάζαμε θέσεις κι ο καπνός μας ακολουθούσε. Η γιαγιά μου μας καθησύχαζε:
-Στις όμορφες πάει ο καπνός.
Εγώ ήξερα πια -απ’ τις μπουγάδες που βάζαμε με τον ίδιο τρόπο- ότι αυτό ήταν το γοητευτικό ψέμα της γιαγιάς μου. Οι φίλες μου του καλοκαιριού όμως το πίστευαν και δώστου να φουντώνουν τη φωτιά με κλαδιά του πεύκου που έβγαζε και τον πιο πολύ καπνό.
Τότε όλ’ αυτά τα παιδιά που μπορούσαν να παραθερίζουν μας φαινόντουσαν πλούσια. Ήταν που είχαν φρέσκο βούτυρο στο ψωμί τους, ψητό μπιφτέκι, γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου, έπιναν κακάο και προπάντων όλ’ αυτά τα υπέροχα εδέσματα τα τρώγαν με το ζόρι.
Τα κυνηγούσαν οι μάνες τους μ’ ένα πιάτο απ’ το πρωί και τα παρακαλούσαν να φάνε. Αυτά βάζανε μια μπουκιά στο στόμα και δεν την καταπίνανε για ώρες. Μ’ αυτόν τον τρόπο κάναν την επανάστασή τους κατά της υποχρεωτικής σίτισης που τους επιβαλλόταν.
Οι μανάδες στην απελπισία τους γινόντουσαν σκληρές με μας που ξερογλειφόμασταν απορημένα πάνω απ’ το γεμάτο πιάτο που αρνιόταν το βλαστάρι τους.
-Φάε, αγάπη μου! Αλλιώς θα το δώσω στην Ελενίτσα.
Άνοιγα εγώ το στόμα μου να πάρω την μπουκίτσα με το βούτυρο και τη μαρμελάδα φράουλα που με τρέλαινε αλλά το χέρι της μάνας είχε άλλη κατεύθυνση.
Εμείς ξεροκαταπίναμε και φεύγαμε περήφανα, όταν αντιλαμβανόμασταν τους όρους του παιχνιδιού.
Ο Χάρης όμως φέρθηκε πιο ξύπνια και μάγκικα απ’ όλους. Το ‘πε μια η κυρία, το ‘πε δυο: “Φάε, μωρό μου, αλλιώς θα τη δώσω την κρέμα στο Χαρούλη”, αρπάζει κι ο Χαρούλης το πιάτο με την κρέμα και το ασημένιο κουταλάκι κι από δω παν κι άλλοι.
Έκλαιγε μετά η κυρία να της επιστρέψει τουλάχιστον το ασημένιο κουταλάκι. Μια άλλη χρησιμοποιούσε το μεγάλο μέσον τον τρελό του χωριού, τον Αναστάση. Περνούσε ο Αναστάσης γελαστός – κανένας δεν τον φοβόταν – και η κυρία φώναξε για να φοβίσει το παιδί.
-Πες του, βρε Αναστάση, να φάει.
Το κοιτάει ο Αναστάσης τρυφερά το παιδάκι και του λέει:
-Φάε, γαμώ τη μάνα σ’, φάε!
Αργότερα ανακαλύψαμε ότι όλοι αυτοί που εμείς νομίζαμε για πλούσιους ήταν μισθοσυντήρητοι άνθρωποι. Χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, μαζεύανε τις οικονομίες τους για να κάνει το παιδί τους τρεις μήνες στην εξοχή μας και να συνέλθει απ’ την αδενοπάθεια που τότε ήταν στο φόρτε της.
Τους συγχωρήσαμε τα πάντα και τους λυπηθήκαμε. Εμείς είχαμε τον καθαρό αέρα μας και την ακόρεστη όρεξή μας. Εμάς μας κυνηγούσαν να μη φάμε. Μ’ έστελνε η μάνα μου να πάρω πέντε δραχμές βούτυρο φαγητού (έτσι λέγαμε τότε τη “Φυτίνη”) να μαγειρέψει. Μου έβαζε ο μπακάλης μια σπατουλιά στο λαδόχαρτο.
Στο σπίτι το περιλαβαίναμε με το Γιώργο και την Αναστασία μας, το αλείφαμε στο ψωμί, το πασπαλίζαμε με αλάτι και γλεντούσαμε μια χαρά.
Ερχόταν η μάνα μου, δεν είχε με τι να μαγειρέψει, στενοχοριώταν. Βρέχαμε το ψωμί, το βουτούσαμε στη ζάχαρη. Πήγαινε η μάνα μου να κεράσει καφέ το μουσαφίρη, μέσα στο ψίχουλο ο καφές, ντρεπόταν.
Φώναζε ο πατέρας για τη λαιμαργία μας, μας μάλωνε κιόλας. Όπου κι αν κρύβανε το γλυκό κουταλιού, θα το βρίσκαμε.
Οι παραθερίστριες απελπιζόντουσαν με τα παιδιά τους που δεν έτρωγαν, οι δικές μας απελπιζόντουσαν που τρώγαμε.
Οι οικογένειες τα μάζευαν στο τέλος του καλοκαιριού και φορτώνανε πάλι στα φορτηγά.
Αποχαιρετιόμασταν με συγκίνηση εκατέρωθεν και υποσχέσεις για το επόμενο καλοκαίρι. Κανείς δεν είχε όρεξη να τρέξει πίσω απ’ το φορτηγό να φωνάξει: “Οικογένεια! Οικογένεια!”
Όταν χανόντουσαν απ’τα μάτια μας, μπαίναμε στα άδεια δωμάτια και τα ψάχναμε. Όλο και κάτι μας άφηναν. Μια ξεμαλλιασμένη σκούπα, ένα κουτάκι κρέμα “NIVEA”, ένα μισοτελειωμένο μοσχοσάπουνο “Ερμής”, άδεια μπουκάλια μπύρας “Φιξ”, καμιά σκασμένη μπάλα.
Κάποιοι άφησαν ένα προφυλακτικό. Ο Γιώργος με την Αναστασία το φούσκωσαν και παίζανε. Τους είδε η γιαγιά μου και φώναξε:
–Ούι ανάθεμά σας. Ατά σα λιλία τουν βάλνα τα.
Που σ’ ελεύθερη μετάφραση σημαίνει:
Κακό χρόνο να ‘χετε! Αυτά τα βάζουν στα πουλιά τους!
Ο Γιώργος άρχισε να τρέχει με το φουσκωμένο προφυλακτικό παροτρύνοντας την Αναστασία:
-Τρέχα Αναστασία, τρέχα! Ψέματα λέει για να μας το πάρει το μπαλόνι.
Έφευγαν λοιπόν οι οικογένειες και μεις ξαναμπαίναμε στο σπίτι μας, τινάζαμε τα μπουριά απ’ τις σόμπες, μπαίναν στη μέση τα μαγκάλια για τις πρώτες ψυχρούλες.
Το σπίτι άρχισε να μυρίζει τετραδίλα και ξυσίδια απ’ τα μολύβια. Η γιαγιά γυρνούσε τ’ απογεύματα φορτωμένη στην πλάτη πουρναρόξυλα με το Φρέντυ πιστό ακόλουθο.
Τα τετράδια γέμιζαν λαδιές πάνω στο τραπέζι πολλαπλών χρήσεων της κουζίνας.
Οι οικογένειες είχαν φύγει, η οικογένεια μαζευόταν στα δικά της ξανά ν’αντιμετωπίσει το χειμώνα.