Για το θάνατο ενός συντρόφου…
Στον φίλο, αδερφό και σύντροφο Μπάμπη Ντέλλα που έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων σήμερα 30 του Ιούλη σε ηλικία 64 ετών…
Τον πόνο της αποψινής νύχτας έρχομαι να τον μοιραστώ μαζί σου σύντροφε, γιατί ο θεός αποσύρθηκε και σφάλισε τα βλέφαρά του κι ολάκερο το σύμπαν αλαλάζει μέσα στην ψυχή σου, μέσα στη δική μου ψυχή… Σ’ έναν ξεχασμένο παράδρομο γυρεύω εναγώνια την εικόνα σου κι όπου κι αν με συναντήσει ο θάνατος εγώ εσένα μόνο θα συλλογιέμαι…
Ένας ανίσχυρος ήλιος ανάβει τον οίστρο μου. Τα όνειρά μου ολόγυμνα, τρέμουν σαν τα κλαριά των φθινοπωριάτικων δέντρων που τα μαστίζει ο άνεμος κι η βροχή… Κι εκείνη η άνοιξη που πρόσμενα, τώρα κι αυτή με υπονομεύει και με υποσκάπτει δόλια, επίβουλα και υποχθόνια… Εγώ κι ο ίσκιος μου ταξιδεύω στην ερημιά και στη σιωπή της απέραντης νύχτας κι ονειρεύομαι ένα μικρό, λευκό σπίτι με ανοιχτά παράθυρα στην εξοχή, κρυμμένο, ανοίκειο και ασφαλές, με ένα αγιόκλημα στην αυλή κι ένα τζάκι στη γωνιά να καίει ακούραστα σαν το στοχασμό της καρδιάς σου. Το ξέρω… Οι αετοί, τα μεσημέρια, πάντα πετούν ψηλά γιατί η φοβερή στιλπνότητα της γης καθηλώνει, συναρπάζει κι αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις μόνο αν τη θωρείς από τα ύψη των οριζόντων… Ο άνεμος καλπάζει στην άγρια νύχτα κι η θάλασσα, με τον αχό των κυμάτων της τον ακολουθεί αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα… Το χιόνι έπεσε βαρύ στα ψηλά βουνά, σκέπασε ως απάνω την ξύλινη πόρτα κι εγώ μάταια αγωνίζομαι να την ανοίξω…
Όμως, ό,τι απόμεινε ζεστό, ζωντανό και άκοπο μέσα στην αιθάλη και στη συννεφιά, είναι τούτο το αβάφτιστο όνειρο που ανάβει στα στήθια μου και με καίει σα ζωντανή φωτιά… Ένα πελιδνό φεγγάρι θρηνεί στους ορίζοντες μετρώντας τους ατμούς και το αίμα που αναδίδει η λαβωμένη γη μετά από τη νηνεμία μιας απρόσμενης καλοκαιριάτικης μπόρας… Εσύ είσαι το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό κι εγώ είμαι η πέτρα και το χώμα της μάνας γης… Κι ο αιθέρας που μας χωρίζει, που μας σμίγει και μας αδερφώνει, είναι τόσο απαλός, ανάλαφρος κι ανεπαίσθητος… Κι οι σκιές μας διασταυρώνονται και συμπλέκονται στους μακρινούς ορίζοντες εκεί που εφάπτονται κι αγγίζονται οι αιώνες που φεύγουν με τους αιώνες που έρχονται…
Η νεροποντή έφτασε νωρίς στη χέρσα γη σου, μα τα κλαδιά των δέντρων και των άστρων δεν πρόφτασαν να ανθίσουν… Μέσα στη σκοτεινή ερημιά και στη σκόνη μετρώ τις σκιές που ξαποσταίνουν στις έρημες αρένες μα εσύ δεν είσαι πουθενά… Σε ψάχνω εναγώνια σε κάθε σκοτεινή γωνιά της νύχτας κι η θάλασσα κυματίζει αμέριμνη κι ανυποψίαστη, σα να μη τη βαραίνουν τα δίσεκτα χρόνια, οι αμαρτίες και τα κρίματα, τα βάσανα κι η αξεδίψαστη σιωπή… Το πουλί φυλακισμένο στο κλουβί κι ο άνθρωπος αλυσοδεμένος πίσω απ’ τα βαριά σίδερα, μια φθαρμένη, καταβεβλημένη κι εξουθενωμένη αιωνιότητα… Η ομίχλη αγκαλιάζει τη βροχή κι σελήνη ξαγρυπνά ολομόναχη για σένα και για μένα, πάνω από το σκοτεινό, βουβό και αδιαφανές κάλυμμα της νύχτας… Και κείνο το λαβωμένο τ’ αηδόνι, τραγουδά ολομόναχο τα βράδια πέρα στις βαρύθυμες κι αγέλαστες ρεματιές: Ήταν ένας νέος, λυρικός ποιητής, παράφορα ερωτευμένος με τις λεπτομέρειες της πλάσης, λάτρης του πεζολάτη ήλιου και του αετοφόρου άνεμου, υμνητής των σκιερών ποταμιών με τις ιτιές και τα γαλαζοπράσινα νερά, υπέρμαχος κι εγκωμιαστής των ανθισμένων λιόδεντρων, των άστρων και των φεγγαριών, που σιγοτραγουδούνε κάθε μεσονύχτι για τα μυστικά ντέρτια και τα σεκλέτια της βαρύθυμης μητέρας γης… Με μια παιδική ψυχή γιομάτη από ήμερη κι ακαθόριστη τέρψη μαζί με μια απέραντη και τρυφερή θλίψη, ξεχάστηκε αγναντεύοντας τη ζωτικότητα και την οιστρηλασία του παραμυθένιου και ρεμβώδη ουρανού!… Τώρα που ο θάνατος ενεδρεύει και καραδοκεί στα περάσματα, ποιο άγνωρο μονοπάτι, ποια αφανέρωτη στράτα θα οδηγήσει με ασφάλεια τα βήματά σου πίσω στη μάνα γη, που με τόση εγκαρτέρηση και στωικότητα σε προσμένει!… Τα χρόνια φθείρονται, χρεοκοπούν και καταποντίζονται στη σιωπή κι οι επίμονοι και αλαζονικοί χειμώνες κρατάνε πολύ πάνω στο ανυπόταχτο κι ανυποχώρητο χώμα… Όμως ο γιός της άνοιξης θα αφουγκραστεί ξανά το σάλπισμα της άλλης ανάστασης και θα εγερθεί για να ζήσει όπως πρώτα, κανονικά, γιατί τίποτα σε τούτη τη ζωή δεν απέρχεται και δεν αφανίζεται χωρίς να αφήσει ένα χνάρι πίσω του και τίποτα από αυτόν τον κόσμο της οδύνης δεν εξαντλείται και δεν αποχωρεί αδόξαστο, αβάφτιστο κι ατραγούδιστο…
Το πνεύμα θα ψηλώνει ολοένα μέσα στην αίγλη και στην έπαρση του αβυσσαλέου καιρού και όλα θα μείνουν απαράλλαχτα ίδια κι αδιατάραχτα μέσα στον αέναο κύκλο της δημιουργίας… Κι αυτές οι απαλές ρυτίδες που έσκαψαν και σημάδεψαν την ωραία νιότη μας, θα εξαφανιστούν με το πρώτο άγγελμα του φωτός, γιατί όλα στη ζωή είναι αθάνατα κι ότι έμεινε ατελείωτο κι άχτιστο θα ωριμάσει, θα αποπερατωθεί και θα ολοκληρωθεί, γιατί αυτό επιβάλει η πρόνοια του αβυσσαλέου διαστήματος, η επινόηση του απείρου κι η άρτια συνείδηση του σύμπαντος… Κάθε ύπαρξη ανταγωνίζεται τον ίδιο της τον εαυτό για να αντλήσει θετικές παραστάσεις, για να απαξιώσει τον πόνο, για να απομακρύνει την απόγνωση από τη ζωτική της γη, για να διαμορφώσει μιαν άλλη αντίληψη απέναντι σε αυτή που θεμελιώνει κι εδραιώνει η δυσάρεστη κι ανεπιθύμητη αίσθηση της διάβρωσης της φθοράς, της απώλειας, και του θανάτου…
Το νερό κι η φωτιά… Ποιος θα καταδείξει την αιτία που ζούνε πάντα χωριστά;
Η σκέψη είναι τέχνη, η τέχνη είναι συνείδηση κι η συνείδηση είναι ελευθερία… Ελευθερία! η εύστοχη κι ενδεδειγμένη λέξη, η ενόραση των τυφλών, το δεκανίκι των ανάπηρων, η άδολη χαρά, η γιορτή κι η ειρήνη των ξωμάχων και των προλετάριων, ο μονόδρομος που οδηγεί στο ξέφωτο, εκεί που η ζωή στέκεται ψηλότερα από τη φθορά, την αποβολή και την εξαφάνιση… Είναι το αιτούμενο κι η αξίωση που εγγυάται για κάθε τι που αισθάνεται, λατρεύει και λαχταρά ο μοναχικός κι ο απελευθερωμένος από τις συμβάσεις άνθρωπος, είναι ο αληθινός ερωτικός οίστρος που φυλλοβολεί, ακμάζει και παιανίζει στον άνεμο, που αναρριγεί και στάζει γαλανή δροσιά κι αμεταμέλητα δάκρυα στην φιλεύσπλαχνη και συμπονετική καρδιά του σύμπαντος…
Εκεί που πας…
Εκεί που πας, στη λησμονιά και στο σκοτάδι,
κάνε μια στάση, τη ζωή να θυμηθείς,
ψάξε μια πέτρα να την βάλεις για σημάδι
κι εκεί στον ίσκιο της γλυκά να κοιμηθείς…
Εκεί που πας, μη μ’ αρνηθείς, μη με ξεχάσεις,
ένα φεγγίτη χτίσε να ‘χεις ουρανό,
να ονειρεύεσαι ξανθέ αποσπερίτη
ένα περβόλι κι ένα σπίτι αδειανό…
Εκεί που πας, να βρεις ρυάκι να καθίσεις,
φωτιά ν’ ανάψεις σαν πουλί να ζεσταθείς
κι απ’ το νανούρισμα των ήχων να μεθύσεις
κι ένα παράπονο της γης να θυμηθείς…
Εκεί που πας, βαρύς καιρός παραμονεύει
κι έχει στον κόρφο του μαχαίρια κοφτερά,
μ’ ένα χαμόγελο πλατύ σε σαγηνεύει,
να σου ματώσει τα λευκά σου τα φτερά…
Γιώργος Δ. Μπίμης
Καλό ταξίδι σύντροφε!!!