Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες-Η μαγική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής
Ξεχώριζε για την ικανότητα του να εντάσσει την πιο σύνθετη πλοκή στην πιο λιτή κι απέρριτη αφήγηση, καθιστώντας ευκολοδιάβαστες ακόμα και τις πιο περίπλοκες ιστορίες του. Πολιτικά στήριξε προοδευτικές και ριζοσπαστικές ιδέες, τασσόμενος στο πλευρό αντιϊμπεριαλιστικών και αντιαποικιακών κινημάτων της Λ. Αμερικής και αλλού.
Συμπληρώθηκαν χθες τέσσερα χρόνια από το θάνατο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του νομπελίστα Κολομβιανού πεζογράφου που έγινε από τους πιο αναγνωρίσιμους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, κατορθώνοντας να γνωρίσει τόσο την αποθέσωση των κριτικών όσο και την αγάπη του κοινού παγκοσμίως. Ξεχώριζε για την ικανότητά του να εντάσσει την πιο σύνθετη πλοκή στην πιο λιτή κι απέρριτη αφήγηση, καθιστώντας ευκολοδιάβαστες ακόμα και τις πιο περίπλοκες ιστορίες του. Επηρεάστηκε σημαντικά από τους ομοτέχνους του της Β. Αμερικής, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και Γουίλιαμ Φώκνερ, ενώ η διακριτικά παιγνιώδης και σκωπτική διάθεση του μεγαλύτερου μέρους του έργου του έκανε αρκετούς μελετητές να τον παρομοιάσουν με τον κλασικό Ισπανό συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
Γεννήθηκε στις 6 Μάρτη στην ήσυχη επαρχιακή πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας, ζώντας οχτώ χρόνια μαζί με τους γονείς και τους παππούδες από την πλευρά της μητέρας του. Μετά το θάνατο του παππού του, η οικογένεια μετακόμισε στην Μπαρανκίγια, ένα παραποτάμιο λιμάνι της χώρας. Έλαβε αρκετά καλή μόρφωση και σπούδασε νομικά, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Παρίσι, όπου διάβασε πολλούς Αμερικανούς συγγραφείς, κυρίως σε γαλλική μετάφραση, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 ως τις αρχές της επόμενης, δούλεψε στη Μπογκοτά. Λίγο μετά δούλεψε ως ανταποκριτής της Prensa Latina στη Νέα Υόρκη, του πρακτορείου ειδήσεων που είχε δημιουργηθεί από το Φιντέλ Κάστρο με την επικράτηση της κουβανικής επανάστασης. Τα επόμενα χρόνια πέρασε τον καιρό του μεταξύ Μεξικού, Ισπανίας, Παρισιού και Αβάνας, όπου ο φίλος του Φιντέλ του παρείχε μια άνετη κατοικία. Ξεκίνησε να γράφει το 1955 και ως το 1967 είχε δημοσιεύσει δύο μυθιστορήματα, μια νουβέλα και κάποια διηγήματα, όπου επεξεργάζεται κάποια από τα βασικά στοιχεία που θα επανέλθουν στα επόμενα έργα του.
Εκείνη τη χρονιά δημοσίευσε το magnum opus του “100 χρόνια Μοναξιάς”, την ιστορία της απομονωμένης μικρής πόλης Μακόντο (που είχε εμφανιστεί στα πρώτα του έργα), της οποίας η ιστορία είναι μια μικρογραφία εκείνης της Λατινικής Αμερικής, που ακολουθεί εκείνη των επτά γενεών της οικογένειας Μπουενδία που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο. Τα “100 χρόνια Μοναξιάς” θεωρούνται εμβληματικό έργο του ρεύματος του “μαγικού ρεαλισμού”, που γνώρισε αργότερα σημαντική δημοφιλία μεταξύ συγγραφέων της νοτιαμερικανικής ηπείρου, καταφέρνοντας να γίνει σήμα κατατεθέν της λογοτεχνίας των χωρών της. Μια μίξη ρεαλιστικών και μεταφυσικών, φανταστικών στοιχείων συνιστούν την πεμπτουσία του μαγικού ρεαλισμού, ο οποίος αποτυπώνει λογοτεχνικά τη διαπάλη αλλά και την αλληλεπίδραση εισαγόμενων από τη Γηραιά Ήπειρο συστημάτων σκέψης, όπως ο διαφωτισμός, ο φιλελευθερισμός ή ο μαρξισμός, και των μυθικών παραδόσεων των ιθαγενών αλλά και των σκλάβων που είχαν έρθει από την Αφρική. Οι κάτοικοι του Μακόντο κυριαρχούνται από πάθη, όπως η απληστία, η λαγνεία και η δίψα για εξουσία, που ενισχύονται ή καταστέλλονται, από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, μα και τις δυνάμεις της φύσης.
Τα μαγικά στοιχεία σε αυτό, αλλά και σε άλλα έργα του Μάρκες δίνουν έναν οικουμενικό και άχρονο χαρακτήρα στα τεκταινόμενα, έξω από τα ιστορικά στεγανά στα οποία διαδραματίζονται. Είναι χαρακτηριστική η ασαφής και υπερφυσική ηλικία του δικτάτορα στο “Φθινόπωρο του πατριάρχη” (1975), μεταξύ 107 και 232 χρόνων, που σατιρίζει ουσιαστικά την αίσθηση παντοδυναμίας των δικτατορικών καθεστώτων, από τα οποία τόσο υπέφερε η Λατινική Αμερική στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Στο “Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου” (1981), αφηγείται μια ιστορία βασισμένη σε ένα πραγματικό έγκλημα “τιμής” που είχε διαδραματιστεί στο χωριό του τριάντα χρόνια νωρίτερα, ενώ ένα χρόνο αργότερα έλαβε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Κατά την παραλαβή του βραβείου του στο Όσλο, μίλησε για την ουσία της «μοναξιάς της Λατινικής Αμερικής»: «Η ερμηνεία της δικής μας πραγματικότητας με ξένα σχήματα συμβάλλει μονάχα στο να μας κάνει κάθε φορά πιο άγνωστους, κάθε φορά λιγότερο ελεύθερους, κάθε φορά πιο μοναχικούς. Ισως η αξιοσέβαστη Ευρώπη θα μας καταλάβαινε καλύτερα, αν προσπαθούσε να μας βλέπει στο δικό της παρελθόν”, προσθέτοντας παρακάτω πως «Γιατί την πρωτοτυπία που μας αναγνωρίζετε χωρίς επιφυλάξεις στη λογοτεχνία, μας την αρνιέστε με κάθε είδος καχυποψιών στις τόσο δύσκολές μας προσπάθειες της κοινωνικής αλλαγής;». «Για τους Ευρωπαίους η Αμερική του Νότου είναι ένας άντρας με μουστάκια, κιθάρα και ένα ρεβόλβερ – είπε ο γιατρός γελώντας πάνω από την εφημερίδα. Δεν καταλαβαίνουν το πρόβλημα».
Ακολούθησε το επίσης πολύ διάσημο έργο του “Έρωτας στα χρόνια της χολέρας”, για ένα νεανικό ειδύλλιο που εξελίσσεται σε σχέση ζωής μετά από μισό αιώνα. Το χρονικό των τελευταίων ημερών του ήρωα της λατινοαμερικανικής ανεξαρτησίας, Σιμόν Μπολίβαρ, αφηγείται “Ο στρατηγός στο Λαβύρινθό του” (1989), ενώ το “Περί έρωτα και άλλων δαιμονίων” στηρίζεται σε μια ιστορία της γιαγιάς του Μάρκες για ένα 12χρονο κορίτσι του οποίου τα μαλλιά συνέχισαν να μακραίνουν για χρόνια. Εκτός από μυθιστορήματα, συνέχισε να δημοσιεύει δημοσιογραφικά χρονικά, διηγήματα, ένα θεατρικό κι ένα παιδικό έργο, ενώ το 2002 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του “Ζω για να τη διηγούμαι”, την οποία είχε αρχίσει να γράφει μετά τη διάγνωση του με καρκίνο το 1999. Τελευταίο του μυθιστόρημα ήταν “Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής του”, επίσης με αυτοβιογραφικά στοιχεία, με πρωταγωνιστή έναν 90χρονο δημοσιογράφο που αποφασίζει να γιορτάσει τα 90ά του γενέθλια σε οίκο ανοχής με μια 14χρονη παρθένα, που εκπορνεύεται για να βοηθήσει την οικογένειά της, για να ανακαλύψει γνωρίζοντάς την την πραγματική αγάπη.
Πολιτικά στήριξε προοδευτικές και ριζοσπαστικές ιδέες, τασσόμενος στο πλευρό αντιϊμπεριαλιστικών και αντιαποικιακών κινημάτων της Λ. Αμερικής και αλλού. Η αντίθεσή του στην πολιτική των ΗΠΑ μάλιστα οδήγησε σε άρνηση χορήγησης βίζας από τις αμερικανικές αρχές ως και τα πρώτα χρόνια της δεκαετία του ’90. Οι απόψεις του για την ΕΣΣΔ και τον υπαρκτό σοσιαλισμό ήταν μεικτές κι αντιφατικές. Είχε πάντως εντυπωσιαστεί κατά την επίσκεψή του στην ΕΣΣΔ το 1957, πεπεισμένος πως “Νέος Κόσμος” δεν ήταν η Αμερική, αλλά η χώρα των «22.400.000 τετραγωνικών μέτρων χωρίς ούτε μία διαφήμιση της κοκακόλα και όπου σχεδόν κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η Μέριλιν Μόνρο». Ιδιαίτερα θετική εντύπωση του έκανε το μετρό της Μόσχας, αλλά και η συχνότητα με την οποία διάβαζαν οι επιβάτες σε αυτή τη “μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου”. Αλλά και ο κόσμος τον αγκάλιασε, προσφέροντάς του λουλούδια, σοκολάτες ακόμα και σαμπάνιες.
Έφυγε από τη ζωή στην Πόλη του Μεξικού από πνευμονία σε ηλικία 87 ετών.