Καταιγίδα και ορμή – Η πορεία του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε στο μεταίχμιο διαφωτισμού και ρομαντισμού
Ανήσυχο και πρωτοπόρο για την εποχή του πνεύμα, προχώρησε σε πολλούς συμβιβασμούς προσωπικά και ως λογοτέχνης, εξαιτίας της πολύχρονης υπηρεσίας του στην αυλή του δούκα της Βαϊμάρης.
Όταν ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε, που γεννιόταν σαν σήμερα το 1749, κατέφτανε στη γερμανική πόλη Βαϊμάρη κατόπιν πρόσκλησης του δούκα Καρόλου Αυγούστου, το Νοέμβρη του 1775, ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας. Προερχόταν από οικογένεια νομικών, ακολουθώντας παρά την επιθυμία του να γίνει συγγραφέας την ίδια επαγγελματική πορεία με τον πατέρα του πριν φτάσει στη Βαϊμάρη κι εργάστηκε ως δικηγόρος στη Φρανκφούρτη.
Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του “Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου” όπου αφηγείται την ιστορία ενός τραγικού μονόπλευρου έρωτα, βασισμένο σε πραγματικά βιώματα του συγγραφέα. Το βιβλίο έγινε δημοφιλέστατο, κατηγορήθηκε όμως για το κύμα αυτοκτονιών που συνδέθηκε με την ανάγνωσή του.
Ο Γκαίτε δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση του 18χρονου τότε ηγεμόνα της Βαϊμάρης, μιας επαρχιακής πόλης απομονωμένης τότε γεωγραφικά αλλά με πλούσια καλλιτεχνική ζωή για να ξεφύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια του πατρικού του σπιτιού και να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά. Ανέλαβε υπεύθυνος της αυλικής βιβλιοθήκης και των επιστημονικών ιδρυμάτων του δουκάτου και σύντομα αναδείχθηκε και σε υψηλά κυβερνητικά αξιώματα.
Βασική του αποστολή ωστόσο ήταν η συγγραφή ποιημάτων προς τέρψη της αυλής. Εκείνη την περίοδο συγγράφει την “Ιφιγένεια εν Ταύροις”, εμπνευσμένος από τος αρχαιοελληνικό πρότυπο, με πολιτικό μήνυμα προσαρμοσμένο στην εποχή και τις συνθήκες που ζούσε. Είχε επηρεαστεί από το ρεύμα του διαφωτισμού, από το οποίο άντλησε επίσης το πρότυπο της “πεφωτισμένης δεσποτείας”, το οποίο προβάλλει στο εν λόγω έργο. Ο ηγεμόνας στην ιδεατή του μορφή παρουσιάζεται ως φιλόστοργος πατέρας και προστάτης με με μετριοπαθή πολιτική. Στην πραγματικότητα η πολιτική επιρροή του Γκαίτε παρέμεινε περιορισμένη, αδυνατώντας ν’ αλλάξει τις πρακτικές διακυβέρνησης του κρατιδίου.
Ένταση προκλήθηκε με τον προστάτη του, λόγω της σχέσης του ποιητή με τη Σαρλότε φον Στερν. Παρότι ο δεμός με τη σύζυγο του αυλικού ιπποκόμου φαίνεται να έμεινε πλατωνικός, προκάλεσε την άρνηση του Γκαίτε να συνοδεύει όπως υνήθως τον Κάρολο Αύγουστο στα ταξίδια του, για να μην απομακρυνθεί υπερβολικά από την αγαπημένη του. Ο δούκας για να αποφύγει το σκάνδαλο δεν προχώρησε σε δημόσια επίπληξη, ωστόσο ο Γκαίτε ένιωθε ολοένα και πιο απομονωμένος στην αυλή. Σε αυτό συνέτειναν τόσο οι αποτυχίες του ως υπεύθυνου οικονομικών, όσο και η κακή διαχείριση του ζητήματος της επαναλειτουργίας των ορυχείων αργύρου της περιοχής.
Θέλοντας να δραπετεύσει από τη δυσάρεστη κατάσταση, κατέφυγε στην Ιταλία, το μέρος “όλων του των επιθυμιών και ονείρων”, όπως το χαρακτήριζε και γοητεύτηκε από την ρωμαϊκή και αναγεννησιακή κληρονομιά της χώρας. Δεν έπαψε ωστόσο να επιδιώκει την εύνοια του Καρόλου Αυγούστου και πάλι, κάτι που πέτυχε μέσω μιας νέας εκδοχής του έργου του “Τορκουάτο Τάσο”. Επιστρέφοντας στην αυλή το 1788 παντρεύτηκε την αστή Κριστιάνε Βούλπιους, προκαλώντας αντιδράσεις για το γάμο του με μια κοινωνικά κατώτερή του, αλλά και την πικρία της Στερν, που μετά από 11 χρόνια σταμάτησε να του στέλνει επιστολές. Με τη Βούλπιους μάλιστα είχαν αποκτήσει παιδί κάποια χρόνια πριν το γάμο τους, ενισχύοντας το σκάνδαλο γύρω από αυτή την “ανάρμοστη” ένωση.
Το 1791 ο Γκαίτε ανέλαβε διευθυντής του αυλικού θεάτρου, όπου εκτός από δικά του έργα ανέβαζε και δράματα του ομοτέχνου του Φρίντριχ Σίλερ, με τον οποίο εντασσόταν στο ίδιο λογοτεχνικό ρεύμα της “Καταιγίδας και ορμής” (Sturm und Drang), που προανήγγειλε την έλευση του ρομαντισμού στη γερμανική πνευματική ζωή.
Ο επαρχιωτισμός της Βαϊμάρης έκοψε ξανά τα φτερά στο Γκαίτε, που για 10 χρόνια περιήλθε σε βαθιά προσωπική και δημιουργική κρίση, στρεφόμενος στη μελέτη της επιστήμης, και ιδίως της οπτικής. Το λογοτεχνικό του απόγεια ήρθε παραδόξως λίγα χρόνια πριν το θάνατό του, καθώς τότε συνέγραψε τα δύο μέρη του αριστουργήματός του “Φάουστ”, τις “Εκλεκτικές συγγένειες”, όρος που οφείλεται ακριβώς ε αυτό το έργο, όπως και πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα. Έφυγε από τη ζωή στις 22 Μάρτη 1832 από έμφραγμα και τάφηκε στον τάφο των δουκών της Βαϊμάρης.