«Κάτω από τη σκιά των αγίων…» – Η Έλλη Αλεξίου σκιαγραφεί το πορτρέτο του Φώτη Κόντογλου
Τόσο τα αυτοτελή έργα του Φ.Κ., μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, μελετήματα, μονογραφίες, άρθρα – και είναι τούτο άξιο ιδιαίτερης προσοχής – ανήκουνε σε κόσμους παρωχημένους. Αν και ο Φ.Κ. έζησε πολέμους, εκπατρισμούς, επανάστασες, μικρασιατικό δράμα, χιτλερική Κατοχή, Εμφύλιο πόλεμο, εξορίες ομαδικές και εκτελέσεις «κατά συρροήν», στο έργο του δε συναντούμε ούτε φράση εκ του κόσμου τούτου.
Λογοτέχνης και σπουδαίος ζωγράφος, ο Φώτης Κόντογλου (γεννημένος Φώτης Αποστολέλλης), γεννήθηκε στις 8 του Νοέμβρη 1895, στο Αϊβαλί, και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Ιούλη 1965.
Ως πολύ σημαντική μαρτυρία που φωτίζει τη ζωή και την πορεία του Κόντογλου στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική καταγράφεται αυτή της Έλλης Αλεξίου. Η σπουδαία συγγραφέας και φωτισμένη παιδαγωγός, επονομαζόμενη και «δασκάλα του λαού», που εκτός των άλλων έζησε για ένα διάστημα από κοντά τον Κόντογλου, με κριτική ματιά σκιαγραφεί το πορτρέτο του συγγραφέα – ζωγράφου.
Το κείμενο εμπεριέχεται στα Άπαντα της Έλλης Αλεξίου, στον 20ο τόμο με τίτλο «Έλληνες λογοτέχνες, Δοκίμια Ι» (εκδ. Καστανιώτη, 1982).
Η ζωή του
Ο Φώτης Κόντογλου ανήκει σε κείνη την προνομιούχα κατηγορία των δημιουργών, που κανένας κριτικός δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τα πλούσια ταλέντα του. Κι όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν τα ταλέντα του, αλλά πολλοί υπάρχουν θαυμαστές του, που ερίζουν μεταξύ τους υποστηρίζοντας άλλοι πως στον Κόντογλου υπερέχει ο συγγραφέας και άλλοι πως στον Κόντογλου υπερέχει ο ζωγράφος. Η τέτοια διχογνωμία τι αποδεικνύει; Πως ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε και δυνατός συγγραφέας και δυνατός ζωγράφος.
Παιδί του Αϊβαλιού, αναθράφηκε και ωρίμασε σε χώρους που απάνω τους δέσποζε ο Τούρκος δυνάστης. Ίσως η συναίσθηση μιας ελληνικής συνείδησης, καταπιεσμένης από αλλόθρησκο και αλλόφυλο εξουσιαστή, συντέλεσε στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του σε φανατικό θρησκευόμενο και σε ζωγράφο – αγιογράφο. Ενώ το πατρικό του κτήμα της Αγίας Παρασκευής, με το ομώνυμο εξωκλήσι, σ’ ένα ξεμοναχεμένο νησάκι ανάμεσα στα Μοσχονήσια, τον εξοικείωσε στη μοναχική ζωή μέσα στη φύση κι ιδιαίτερα στη θάλασσα, μέσα σε αέρηδες να φυσομανούν, σε κύματα αναστατωμένα, πλεούμενα και αφρούς. Διαμορφώθηκε έτσι ο Κόντογλου σε τύπο εξωκοινωνικό, που η ζωή των πόλεων με τα κοινωνικά και πολιτικά της ενδιαφέροντα τον άφηνε σχεδόν αδιάφορο.
Το Αϊβαλί ωστόσο ήταν πόλη με όνομα, με βαθιές ρίζες παραδοσιακής φημισμένης ελληνικής καλλιέργειας, που, στα χρόνια της σκλαβιάς στους Τούρκους, η Ακαδημία της είχε γίνει πηγή σοφίας για τους υπόδουλους. Σ’ αυτήν εδίδαξαν οι Μεγάλοι Δάσκαλοι του Γένους Γρηγόριος Σαράφης, Βενιαμίν Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης και Ευστράτιος Πετρίδης…
Εκεί εφοίτησε και τελείωσε το Γυμνάσιο το 1912 και ο Κόντογλου. Στο Γυμνάσιο ήταν εγγεγραμμένος με το πατρικό του όνομα, Φώτιος Αποστολέλλης, που ποιος ξέρει γιατί το αντικατέστησε με το Κόντογλου. Πάντως , όταν ήρθε στην Αθήνα, μας είπε μια μέρα πως το όνομά του δεν είναι από το κοντός μα από το κόντες, και ούτε που μας ανέφερε ότι το όνομα του πατέρα του ήταν Αποστολέλλης.
Μετά το Γυμνάσιο, ο Κόντογλου έφυγε για την Αθήνα και το 1912 εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών και μάλιστα κατατάσσεται αμέσως στην τρίτη τάξη. Εδίδασκαν τότε στη Σχολή οι περιώνυμοι ζωγράφοι μας: Ιακωβίδης, Βικάτος, Ροϊλός, και με τον Κόντογλου το Πάνθεον συμπληρώνεται…
Έτσι οι διωγμοί του 1914, οι τραγικές περιπέτειες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας με τα χωριά και τις πόλεις να ερημώνουνται και να λεηλατούνται. Σε κείνες τις συνεχιζόμενες εξορίες και παλινοστήσεις , ο Κόντογλου βρίσκεται στην Αθήνα. Φοιτά στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν αποφοιτά. Μετά δύο χρόνια φεύγει για το Παρίσι. Ίσως επηρεασμένος από διαβάσματα περίεργα με ταξίδια και παραδαρμούς, ίσως στην ίδια τη φύση του υποταγμένος. Πάντως στο Παρίσι θα πλούτισε τις εμπειρίες του, γιατί αναγκάστηκε να δουλέψει , φαίνεται, και ως εργάτης και ως ανθρακωρύχος στα νότια της Γαλλίας. Απ’ αυτήν τη δύσκολη ξεμοναχεμένη ζωή, με τα διαβάσματα του Πόε, του Ροβινσώνα του Ντεφόε… ξεπήδησε, σε μια ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, το βιβλίο που τον επέβαλε, ο Πέντρο Καζάς . Γιατί σήμερα ξέρομε πως το βιβλίο αυτό γράφτηκε στη Γαλλία. Όταν το 1918 επιστρέφει στο Αϊβαλί , φέρνει μαζί του σε χειρόγραφο τον Πέντρο Καζάς. Και στο Αϊβαλί τυπώνεται σε πρώτη έκδοση, σε 250 αντίτυπα, προς πέντε δραχμές το ένα με έξοδά του, όπως μας λέει ο ίδιος ο δωρητής, φίλος και συμμαθητής, Στρατής Δούκας.
Μέσα στο 1919 σημειώνεται στο Αϊβαλί και η μοναδική του ίσως κοινωνική δραστηριότητα. Φτιάχνει σύλλογο με την επωνυμία «Νέοι Άνθρωποι», του οποίου προεδρεύει. Φτιάχνει ο ίδιος και τη σφραγίδα του Συλλόγου με καταμεσής ορθό ένα τσεκούρι, και συγκεντρώνει γύρω του τα ζωντανά και φιλοπρόοδα τέκνα του Αϊβαλιού. Λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες του Συλλόγου δεν γνωρίζομε. Μάλλον θα ατόνησε, γιατί τα δυο χρόνια που ακολουθούν, συγκεκριμένα από το 1920 και ως το 1922, έτος της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Κόντογλου είναι καθηγητής στο Παρθεναγωγείο του Αϊβαλιού, όπου διδάσκει γαλλικά και τεχνικά. Το 1922 αποτελεί σταθμό όχι μόνο για τη γραμμή της πορείας του Κόντογλου , μα τεράστιας σημασίας σταθμό για το Ελληνικό έθνος. Είναι μια χρονολογία αδερφή του 1453. Ο Κόντογλου ακολουθεί κι αυτός τότε το γενικό ξεσπιτωμό του ελληνικού μικρασιατικού στοιχείου. Εγκαταλείπει τα πολυαγαπημένα πατρικά χώματα και διεκπεραιώνεται στη Λέσβο, στη Μυτιλήνη.
Προσωπική γνωριμία
Το καλοκαίρι του 1922 το είχαμε περάσει με τον άντρα μου, τον Βάσο Δασκαλάκη , στην Κρήτη. Εκεί ένα απόγευμα πληροφορηθήκαμε την τραγική έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, την υποχώρηση και τα επακόλουθά της. Γυρίσαμε σκοτεινιασμένοι στην Αθήνα, όπου το θέαμα σε κάθε βήμα των προσφύγων επαύξανε την απελπισία μας. Η Γαλάτεια, η αδερφή μου, που είχε ζήσει παρόμοιες κρητικές προσφυγιές, μας διηγότανε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, πως γυρίζοντας μια φορά από τη Σμύρνη έβλεπε ο πατέρας μας τους δρόμους του Ηρακλείου γεμάτους από τα στοιχεία του τυπογραφείου μας, κι έκλαιγε βλέποντας τους ανθρώπους να τα τσαλαπατούνε. «Ασέβεια», έλεγε μέσα στα δάκριά του, «ασέβεια, γιατί τσαλαπατάνε το ψωμί της γνώσης τους»… Κι έπαιρνε το θέαμα της νέας καταστροφής τη μορφή εθνικού κατατρεγμού, προαιώνιας ελληνικής μοίρας. Και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ήρθε ένα βραδάκι και μας επισκέφτηκε ο Αντώνης ο Πρωτοπάτσης. Ανοιχτόκαρδο παιδί, γελαστό, πολιτισμένο. Μας έλεγε, μας έλεγε, για τις αξίες που είχαν συγκεντρωθεί στη Μυτιλήνη. Για Μυριβήλη και για Βενέζη… και για Κόντογλου… Για το άτομό του δεν είπε λέξη. Μόνο όταν έβγαλε το μπλοκ και μας σκιτσάριζε, τότε τα εξαίσια σχέδιά του μίλησαν και για τον ίδιο τόσο και πόσο εύγλωττα. Σε κάποια στιγμή τράβηξε από την τσέπη του κι ένα μικρό στο σχήμα βιβλιαράκι με σεμνό εξώφυλλο και, δίδοντάς το στον άντρα μου, του έπλεκε το εγκώμιο: «Θα το διαβάσετε και θα δείτε…»
Κείνο τον καιρό ζούσαμε κι εμείς στην Αθήνα, μόλις εγκατεστημένοι εκεί. Τα οικονομικά μας ήσαν πολύ περιορισμένα. Τι να πρωτοπληρώσεις μ’ ένα μισθό υπαλλήλου σε υπουργείο. Το λεγόμενο «σπίτι μας» ήταν δυο δωματιάκια, με κοινή κουζίνα με τη σπιτονοικοκυρά. Οδός Δεινοκράτους 2. Κι απέναντί μας κάθουνταν οι Καζαντζάκηδες, η Γαλάτεια με τον άντρα της, κι αυτοί σε δυο δωμάτια συνεχόμενα, πρώην μαγαζιά. Και τα δυο δίνανε στο δρόμο. Μα τα νιάτα φτιάχνουν όνειρα χωρίς υπολογισμούς. Στο πιο μικρό δωματιάκι μας μαζεφτήκαμε την επαύριο η Γαλάτεια κι ο Νίκος ο Καζαντζάκης, ο άντρας μου, ο Αυγέρης κι εγώ και διαβάσαμε εις επήκοο το βιβλιαράκι του Κόντογλου. Σε ολονυκτία. Ο Βάσος διάβαζε και μεις οι άλλοι ακούγαμε. Κάναμε μικρές διακοπές για κανένα καφεδάκι που τους έφτιαχνα, και συνεχίζαμε μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες που τον τελειώσαμε τον Πέντρο Καζάς. Όλοι ενθουσιάστηκαν. Εγώ ακόμη δεν έγραφα και γνώμη δεν είχα, μα θυμούμαι εντυπωσιάστηκα. Όλοι βρήκαν πως ένα τέτοιο ταλέντο δεν έπρεπε να μείνει απροστάτευτο να παραδέρνει στην προσφυγιά. Πως κάτι πρέπει να γίνει το ταχύτερο. Ο άντρας μου τότε, χώρια από το Υπουργείο της Γεωργίας, εργαζότανε και στο λεξικό του Ελευθερουδάκη, όπου εργάζουνταν κι άλλοι αξιόλογοι από τότε, ακόμα νέοι, ο Γιώργος Λυδάκης, ο Παντελής Πρεβελάκης. Εκεί θα μπορούσε να πιάσει δουλειά κι ο Κόντογλου σαν ζωγράφος. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Την επαύριο πήγαμε ο Βάσος, η Γαλάτεια κι εγώ σ’ ένα μαγαζί που πουλούσαν κρασιά, στην οδό Φιλελλήνων, όπου ανταμώσαμε κάποιον Τριγκέτα. Όλα αυτά καθ’ υπόδειξη του Πρωτοπάτση. Δια του κ. Τριγκέτα αλληλογραφήσαμε με τον Κόντογλου και σε λίγες μέρες μάς ήρθε από τη Μυτιλήνη. Ο ενθουσιασμός μας ήταν απερίγραπτος. Ήρθε γελαστός, κεφάτος και αστειολόγος. Προσέξαμε που ήταν πολύ κοντός. Πολύ λίγος. Αλλιώς τον περιμέναμε από τα γραψίματά του. Είχε χεράκια και ποδαράκια μικροσκοπικά και φόραγε στο πρώτο δάχτυλο του δεξιού του χεριού ένα χοντρό δαχτυλίδι. Αλλά σε πείσμα του μικρού του μπογιού, είχε ξανθά και άγρια μαλλιά, που τραβούσαν κατά πάνω, σαν να θέλανε να φέρουν κάποιο ισοζύγιο στο μικρό του ανάστημα.
Ο ενθουσιαστικός όμως ερχομός του, αντιληφθήκαμε σε λίγες μέρες πως μας δημιουργούσε τεράστια και αξεπέραστα προβλήματα. Δεν ήρθε μόνος. Έφτασε στα φτωχικά καμαράκια μας με πέντε γυναίκες! Αριθμός πέντε! Μπαίνανε, μπαίνανε… φορτωμένες μπόγους και πελώρια δέματα, ενώ ο Κόντογλου μάς τις σύσταινε… «Σεμέλη Στρογγύλη, αρραβωνιαστικιά μου, Παλλάς Στρογγύλη, αδελφή της, κυρά Βασιλική, νταντά της Σεμέλης, Παρασκευή και Πόπη, κόρες της κυρά Βασιλικής», με άλλα λόγια εξαρτήματα του Κόντογλου στενά δεμένα μαζί του. Σε λίγο, ο στενός διαδρομάκος της εξώπορτας είχε φράξει από τα «ντέγκια», όπως λέγανε τα δέματα, ενώ το καμαράκι που θα φιλοξενούσαμε τον Κόντογλου είχε πλημμυρίσει από πρόσωπα. Αρχίσαμε με τη Γαλάτεια να σκεπτόμαστε τι θα απογίνουμε. Εγώ είχα χάσει τη φωνή μου. Τι θα ετοιμάζαμε για να θρέψουμε τόσο κόσμο και με τι λεπτά; Δεν είχα χρήματα να αγοράσω ούτε ψωμί. Κι ήσαν άνθρωποι βασανισμένοι, ταλαιπωρημένοι από τόσο ταξίδι. Εμείς με τον Βάσο είχαμε πει πως, άμα έρθει ο Κόντογλου , θα τον πάρουμε να πάμε να φάμε στου μπάρμπα Κώστα, που ήταν ο προστάτης άγιος όλης της δεξαμενίτικης διανόησης. – Όλοι κείνο τον καιρό εκεί τρώγαμε μεσημέρι βράδυ επί πιστώσει. – Μα για τόσο κόσμο, δε φτάνανε τα φόντα μας. Είχα και την αγωνία τι θα γίνει με την σπιτονοικοκυρά, που ήταν πολύ ζόρικη, όταν έρθει το μεσημέρι – δούλευε υπάλληλος σε υπουργείο ονομαζόμενο Εθνικής Οικονομίας – και αντικρίσει αυτόν τον ντουνιά. Και το πολύ ωραίο ήταν που τόσο η κυρά Βασιλική όσο και η κ. Σεμέλη με ρωτούσαν κάθε τόσο: «Πού θέλετε να μετακομίσουμε τα δέματα; Μην κουραστείτε σεις, δείξετέ μας το μέρος και τα μετακομίζουμε εμείς…» Νομίζανε, φαίνεται, πως το διαμέρισμα ήταν όλο δικό μας. Μα θα είχαν και κάποιο δίκιο να το νομίζουν. Άμα είδαν την πρόσκληση που κάναμε στον Κόντογλου έτσι απλόχερα, θα μας πήρανε για πλούσιους. Πού να ξέρανε τη φοβερή ανέχεια που μας έδερνε. Αλησμόνητη έμεινε στη μνήμη μου η αγωνία κείνες της μέρας. «Θα φύγω, Γαλάτεια, από το σπίτι», λέω στην αδερφή μου, «και θα πάω στην Ειρήνη (μια ξαδέρφη μας), κι όταν έρθει η σπιτονοικοκυρά και ο Βάσος, ας κάμουν ό,τι καταλαβαίνουν…» Η Γαλάτεια υπόφερνε βλέποντας την απόγνωσή μου και τα είχε βάλει με τον Κόντογλου. Του έσουρνε, και τι δεν του έσουρνε.
«Χωριάτης, βάρβαρος, ακούς εκεί να κουβαλήσει σε ένα ξένο σπίτι τόσο κόσμο… χωριάτης, απολίτιστος…» Εγώ, θυμούμαι, βασανιζόμουν μόνο με το τι θα φάνε και πού θα μείνουν… Τι θα γίνει με την σπιτονοικοκυρά, που ζούσε σε διαρκή επίθεση και μέσα στην πιο ομαλή διαβίωση… Σ’ αυτό το αδιέξοδο βρήκε διέξοδο η Γαλάτεια: «Άκου, τι θα κάμω. Θα τις πάρω και τις πέντε και θα τις πάω στο δωμάτιο του Ραδάμανθυ. – Ο αδερφός μας ήταν τότε φοιτητής στο Πολυτεχνείο και κρατούσε δωμάτιο κι αυτός λίγα μέτρα πιο πέρα από μας. – Και τον Ραδάμανθυ θα τον πάρω εγώ μαζί μου.»
Έτσι και έγινε. Ο άγιος Ραδάμανθυς πλήρωσε τη νύφη. Και το καθεστώς αυτό έμεινε μόνιμο και αμετάβλητο εις το διηνεκές. Και το διηνεκές τελειώνει για τους ανθρώπους με το θάνατό τους. Αυτήν τη στιγμή που γράφω , απ’ όλο τον κόσμο που αναφέρω ζωντανοί είναι ακόμη μόνο οι κόρες της κυρά Βασιλικής, γριές πολύ, κι εγώ, ακόμη πιο γριά.
Φύγανε λοιπόν οι γυναίκες και ο Κόντογλου έμεινε σε μας. Αμέσως έπιασε δουλιά στου Ελευθερουδάκη και έλυσε έτσι και το οικονομικό του. Κοιμότανε σε μας, τρώγαμε τις περισσότερες φορές στον μπάρμπα Κώστα και εργαζότανε απέναντι, στης Γαλάτειας, γιατί τα δωμάτια της ήταν ζεστά, ευήλια και πολύ φωτερά. Πρωί πρωί στρωνότανε στη δουλιά και δούλευε ασταμάτητα ως το μεσημέρι.
Τότε μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως και οι ζωγραφικές του ικανότητες ήσαν το ίδιο εξαιρετικές όσο και οι συγγραφικές. Τα σχέδια που βγαίνανε από τα χέρια του ήταν καλλιτεχνικές μινιατούρες. Τα βραδινά τα περνούσαμε σε μας. Η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από θέματα λογοτεχνίας ή τέχνης. Σε επίπεδο πάντα ανεβασμένο, γιατί ο καθένας της συντροφιάς ήταν βαθύς γνώστης, ειδικευμένος σε κάποιον κλάδο. Ο Κώστας Σφακιανάκης, ο μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου, διπλωματούχος μαθηματικών και αστρονομίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης ή Λωζάννης, και διπλωματούχος επίσης του Κονσερβατουάρ της ίδιας πόλης, πότε έπαιζε πιάνο και πότε ικανοποιούσε τις απορίες μας σε ζητήματα αστρονομίας, ή της ζωής των μεγάλων συνθετών και του έργου τους. Ο Κόντογλου μιλούσε για τη βυζαντινή μουσική και αγιογραφία, η Γαλάτεια ήταν κάτοχος της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης λογοτεχνίας, ο Βάσος εγνώριζε την ελληνική πανίδα και τους Σκανδιναβούς, ο Αυγέρης τον ελλαδικό χώρο και τα θέματα ιατρικής. Για τον Καζαντζάκη τον πάνσοφο, τι πια να πούμε. Ο Ραδάμανθυς, δυνατός στην επιστήμη του, άκουε πολύ και μιλούσε λίγο.
Σε κείνες τις αλησμόνητες βραδιές ζωντανού λεξικού γνώσεων, διατηρώ ζωηρή στη μνήμη μου την εικόνα του Κόντογλου μπροστά στο ζωγραφικό τελάρο, να ζωγραφίζει κάποιον εκ του φυσικού με κάρβουνο. Εμείς, μια φορά, αποχτήσαμε από τότε μερικά έργα του Κόντογλου αξιαγάπητα. Ένα έργο του από μοναστήρι και κάστρο, ωραία κορνιζωμένο, που το χάρισα κάποτε στο ζεύγος Μιλλιέξ, θα το έχουν δίχως άλλο, μια μεγάλη προσωπογραφία του Βάσου Δασκαλάκη, μια επίσης μεγάλη προσωπογραφία του Αυγέρη που, επιστρέφοντας από το εξωτερικό το 1962, ύστερα από 17χρονο εκπατρισμό, δε βρήκα πια στο ταλαίπωρο από τις τόσες αστυνομικές έρευνες σπίτι μου της Καλλιθέας. Έχω ακόμη ένα έγχρωμο τοπίο με βουνοκορφές, κάτι άλλα μικρότερα, καθώς και ένα μεγάλο αυτόγραφό του με σκέψεις του για την τέχνη, και κάτι πιο πολύτιμο και πιο αγαπητό, δυο αυτόγραφες σελίδες του Πέντρο Καζάς, στη μια αυτόγραφο κείμενο και στην άλλη σχεδίασμα από τον Κόντογλου της μορφής του Πέντρο Καζάς, όπως τον βλέπει με τη φαντασία του.
Όταν τελείωνε μια εργασία και την έβλεπες, δεν πίστευες πως είχε βγει από χέρια ανθρώπινα. Όταν εκδόθηκε το περιοδικό Φιλική Εταιρεία από τον άντρα μου και τον Κώστα Σφακιανάκη με επιμελητή τον Κόντογλου, είχε δώσει μια συνεργασία ο Κόντογλου, μια Παναγία, που την έλεγε «Αχειροποίητη». Όταν έπαιρνα το περιοδικό στα χέρια μου, έμενα με τις ώρες να προσηλώνομαι και να θαυμάζω αυτήν τη θεία μορφή κι όλο να μονολογώ:
«Πραγματικά αχειροποίητη!»…
Ο Κόντογλου έμεινε κοντά μας αρκετούς μήνες. Έφυγε με το γάμο του. Δεν πήρε όμως γυναίκα του τη Σεμέλη Στρογγύλη, αλλά τη Μαρία Χατζηκαμπούρη. Η Σεμέλη αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για τον Κόντογλου. Έβλεπε τον εαυτό της, νομίζω εντελώς αδικαιολόγητα, ανώτερο του Κόντογλου. Όταν ο Φώτης έψελνε, και έψελνε πολύ συχνά, η Σεμέλη τον έβλεπε με έκδηλη περιφρόνηση και ειρωνεία, εκφραζόμενη επίτηδες κατά της εκκλησιαστικής μουσικής και παινεύοντας τις ιταλικές όπερες. Με κάθε ευκαιρία πάσκιζε να τον μειώσει . Ο άντρας μου κι εγώ είχαμε πολύ ενοχληθεί. Μιλήσαμε και στους δύο, ότι παρόμοια φερσίματα είναι ανεπίτρεπτα για ανθρώπους που πάνε να συνδέσουν τη ζωή τους. Τελικά χώρισαν, και καλά έκαμαν. Ο Φώτης κοντά στη Μαρία βρήκε έναν άνθρωπο απλό, ειλικρινή, αφοσιωμένο, που του χάρισε μια γαλήνια και αξιοζήλευτη οικογενειακή ζωή. Με τη γέννηση δε και του κοριτσιού τους, συμπληρώθηκε ένα ομοίωμα « Αγίας Οικογένειας».
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Κόντογλου ταξίδεψε επανειλημμένα στο Άγιον Όρος, όπου εργάστηκε αντιγράφοντας εικονίσματα, έργα μεγάλων και γνωστών αγιογράφων, ή ζωγραφίζοντας δικά του. Οι παραγγελίες ακολουθούσαν η μία την άλλη, καθώς η φήμη του αύξαινε μέρα με τη μέρα. Συχνά οι παραγγελίες για διακοσμήσεις εκκλησιών ή κρατικών ιδρυμάτων ήσαν εκτός των Αθηνών, οπότε ο Κόντογλου έφευγε για μήνες από την Αθήνα. Καθώς δε ήτανε και μοναδικός στις αποκαταστάσεις παλαιών τοιχογραφιών, ζωγραφικών έργων φθαρμένων από το χρόνο, από επιδράσεις της υγρασίας, του καπνού, ή και από άμαθα, βέβηλα χέρια, ο Κόντογλου έσπευδε σαν θεία Πρόνοια να θεραπεύσει, να επουλώσει τη φθορά και να βγάλει στο φως τους κρυμμένους θησαυρούς. Ο Καζαντζάκης μάλιστα, θερμός θαυμαστής της δουλιάς του Κόντογλου, τον περιγράφει, όπως τον βρήκε να εργάζεται ψηλά στις σκαλωσιές της Περιβλέπτου, στον Μυστρά. Τι θεία σύμπτωση! Εχάρισε ο Κόντογλου στον Καζαντζάκη τη δυνατότητα να γράψει ένα κείμενο από τα καλύτερά του, κι ο Καζαντζάκης να παρουσιάσει την προσωπικότητα του Κόντογλου με την πιο εξιδανικευμένη αποτύπωσή της. Επιθυμώ κάτι να αντιγράψω από το κείμενο αυτό και με δεσμεύει η αμηχανία της εκλογής.
…ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλαιος της εκκλησιάς…με την παλέτα και το πινέλο στα χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός, σαν τα λιοντάρια, που σε κοιτάζουν ανθρώπινα μέσα από τα παλιά περσάνικα χαλιά… ποτέ δεν είδα αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να σκιρτήσει η καρδιά μου. Βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες: Νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν ή θα πεθάνουν. Σαν τα πρόβατα, σαν τις όρνιθες, καταχτυπούν μια στιγμή τις σκόνες και τα πεζοδρόμια κι ύστερα θα χαθούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος . Λες τούτος δε θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή. Πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία… Ο Κόντογλου θαρρώ πως το ξέρει (πως θα μείνει αθάνατος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» Ή «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Κι η πίκρα ξορκίζεται, κι η γης μετατοπίζεται, κι ο Κόντογλου με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον Παράδεισο…
Μα το κείμενο όλο θα πρέπει να το χαρούν όλοι όσοι αγάπησαν και εκτίμησαν τον Κόντογλου.
Ο Δημιουργός
Ο Κόντογλου , παρόλη τη θριαμβική του είσοδο στον κόσμο της λογοτεχνίας, δε θα αποχτούσε τη φήμη που είχε φεύγοντας από τη ζωή, αν είχε παραμείνει μόνο συγγραφέας. Το καθαυτό συγγραφικό του έργο είναι λίγο και, όπως χαρακτηρίστηκε στα κατοπινά χρόνια, είναι μάλλον ξενοκίνητο. οι πηγές του δεν είναι ελληνικές. Ο πολυαγάπητος Πέντρο Καζάς δεν είναι Ρωμιός. Ούτε οι τύποι που συγκροτούν τη Βασάντα είναι κατά κύριο λόγο Ρωμιοί. Αν γίνει αποδεκτή αυτή η άποψη, τότε δίνεται εξήγηση και για τη λίγη σε ποσότητα συγγραφική του παραγωγή. Και το αναμφισβήτητα νέο που έφερνε στην τέχνη ο Φ.Κ. και ήταν εντελώς δικό του, ήταν η γλώσσα και το ύφος.
Αυτό εντυπωσίασε ευτύς από την αρχή και δημιούργησε ρεύμα φίλων και μιμητών. Λέμε πως το συγγραφικό του έργο είναι λίγο, γιατί όλη η υπόλοιπη λογοτεχνική εργασία του, αν και μεγάλη σε όγκο, περνάει στην περιοχή της βιογραφίας προσωπικοτήτων, από τον κόσμο της Ιστορίας και της Χριστιανοσύνης, του δοκιμίου, πάνω σε θέματα θρησκευτικά ή ζωγραφικά, είναι μελετήματα ποικίλα συγγενικών προς τα παραπάνω θεμάτων, ή άρθρα, που βρίσκονται δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ελευθερία, τα τελευταία χρόνια προ του θανάτου του, το καλοκαίρι του 1965.
Ωστόσο, στις σύντομες αυτές εργασίες, που δε χαρακτηρίζονται από τη γραμματολογία συγγράμματα, υπάρχουν κείμενα του Φ.Κ. που δικαιολογούν τα πλέον ενθουσιώδη εγκώμια. Περιγραφές μοναδικές της θάλασσάς μας και ξαναζωντανέματα ηρώων και μαρτύρων, όλα γραμμένα με πάθος και ποίηση.
Τόσο τα αυτοτελή έργα του Φ.Κ., μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, μελετήματα, μονογραφίες, άρθρα – και είναι τούτο άξιο ιδιαίτερης προσοχής – ανήκουνε σε κόσμους παρωχημένους. Αν και ο Φ.Κ. έζησε πολέμους, εκπατρισμούς, επανάστασες, μικρασιατικό δράμα, χιτλερική Κατοχή, Εμφύλιο πόλεμο, εξορίες ομαδικές και εκτελέσεις «κατά συρροήν», στο έργο του δε συναντούμε ούτε φράση εκ του κόσμου τούτου.
Ποια εξήγηση θα μπορούσαμε να δώσουμε στο περίεργο αυτό φαινόμενο;. Οι κριτικές των μεγάλων μας (Ξενόπουλος, Καζαντζάκης, Μυριβήλης, Λαπαθιώτης, Βενέζης, Παπατσώνης, Καραγάτσης, Θεοτοκάς, Καστανάκης, Ρώτας, Ελύτης, Βαλέτας, Σικελιανός…), γραμμένες κατά παράκληση του ίδιου του Κόντογλου και με δοσμένο θέμα: Να πουν τη γνώμη τους για τον Πέντρο Καζάς , είναι όλες υμνητικές και δεν ανοίγουνται σε γενικότερη αξιολόγηση. Ο Φ.Κ. εξάλλου δεν έχει τότε το 1944, που γίνεται η τρίτη έκδοση του Πέντρο Καζάς και ζητούνται οι σχετικές κριτικές, ολοκληρώσει το συγγραφικό του έργο, πολλά δε από τα συνταρακτικά γεγονότα που αναφέρουμε επακολούθησαν των κριτικών εκείνων. Έτσι, μόνο σε κριτικές που έχουν γραφεί το 1971, μετά το θάνατο του Φ.Κ., βλέπομε τους κριτικούς Μάρκο Αυγέρη, Στρατή Δούκα, Χρήστο Λεβάντα, να συμπίπτουν στο επίμαχο αυτό σημείο.
Τον βλέπουν και οι τρεις σαν ένα συγγραφέα «…που ζούσε – γράφει ο Χρήστος Λεβάντας (Αιολικά Γράμματα, τεύχος 6, Δεκέμβριος 1971) – περισσότερο με το παρελθόν και τις επιβιώσεις του στον ψυχικό του κόσμο, παρά με το παρόν… έτσι ποτέ δεν τον είδαμε να μετέχει στα αγωνιστικά στάδια που έζησε η Ελλάδα από την αυγή του μεσοπολέμου μέχρι και των σύγχρονων καιρών και μάλιστα σ’ αυτά που συνδέονταν με τις κοινωνικές μεταλλαγές και διαφοροποιήσεις… Ήταν η εποχή που στην πνευματική μας ζωή ολοένα και πιο έκδηλα διαγράφονταν οι επιδράσεις από την Οχτωβριανή Ρωσική Επανάσταση και τον πόλεμο που συνεχιζόταν ατελείωτα στη Μ. Ασία για να αποκορυφωθεί στη βαρειά συμφορά του Αυγούστου του 1922… Κανένα σημάδι λοιπόν από τις μεγάλες αυτές ώρες , που ζούσε τότε η Ελλάδα, δεν υπάρχει στα κείμενα του Φώτη Κόντογλου. Κι έμειναν ορφανά, μοναχικά, όπως και εκείνος έζησε το περισσότερο σαν μοναχικό άτομο, στις εξελίξεις της πεζογραφίας… Ιδιότυπα και αυτόνομα αποδίδοντας το περισσότερο τη χρωματική του ευαισθησία».
Ο Μάρκος Αυγέρης είναι πιο αυστηρός: «Όσα έγραψε αργότερα (μετά τον Πέντρο Καζάς και τη Βασάντα) ήταν κατώτερα. Και τα τελευταία δημοσιογραφήματά του, μ’ όλο το αδρό ύφος τους, ήταν μάλλον μετριότητες κι οπωσδήποτε ανιαρά, μύριζαν κονισαλέα συναξάρια, όπου δεν κατόρθωνε να δώσει ζωή στο νεκρό κόσμο. Ούτε το ύφος τους, ούτε η πεζογραφική τέχνη τους τραβούν πια τον αναγνώστη. Ο Κόντογλου είχε εξαντληθεί, δεν είχε να δώσει τίποτε άλλο».
Ο Στρατή Δούκας, φίλος και συμμαθητής του, λέει, επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω: «…Από δω και πέρα (μετά τη συνεργασίας τους λίγον καιρό σε μικρή καλλιτεχνική Εταιρεία) οι δρόμοι μας με τον Κόντογλου χωρίζουν. Εκείνος τραβούσε στο παλιό κι εγώ στο νέο. Μια τάση στη λαϊκή θρήσκευση… τον έφερνε ασυναίσθητα σ’ ένα υπερσυντηρητισμό, που πεισματικά προσκολλήθηκε μη μπορώντας να ξεχωρίσει τα ζωντανά από τα νεκρά στοιχεία της παράδοσης…» Κι ο Μυριβήλης λέει πως ο Κόντογλου εξελίχτηκε από προοδευτικό σε συντηρητικό.
Φαίνεται πως ο Κόντογλου κάτι οσφραινότανε για τις μεταλλαγές που είχαν επέλθει στις κρίσεις των αναγνωστών για τη συγγραφική του αξία. Το ομολόγησε ο ίδιος. «Εμάς τους άλλους», έλεγε ( εννοούσε όσους δεν είναι δυτικοθρεμμένοι), «μας έχουνε για οπισθοδρομικούς και για θρησκόληπτους».
Ο Κόντογλου έπασχε, νομίζω, από παθολογική φοβία. Ήταν η τυπική μορφή του ανθρώπου που υπέκυψε στη συστηματική καλλιέργεια, επί είκοσι πέντε και πλέον χρόνια, ως επικίνδυνων και αξιομίσητων των προοδευτικών ιδεών.
«Η πλύσις του εγκεφάλου» τον είχε εμποτίσει και διαβρώσει. Και η πλέον ανώδυνη προοδευτική εκδήλωση, όχι όμως και η υπέρ της δημοτικής, είχε μέσα του τελείως ατονήσει. Αν δε προσθέσουμε σ’ αυτό και την έντονη διάθεση του προς ανάδειξη και επιβολή, τότε έχομε την εξήγηση γιατί προσανατολίστηκαν οι συγγραφικές του δραστηριότητες σε νεκρά θέματα. Βέβαια, ίσως και ο ίδιος ασυναίσθητα υπέστη αυτήν τη μεταβολή και από το «τσεκούρι» των «Νέων Ανθρώπων» απ’ όπου ξεκίνησε, κατέληξε στους «Βίους των Αγίων». Ίσως να είχε και συνείδηση της μεταστροφής του και κατέφευγε σε διάφορα επιχειρήματα, ελπίζοντας να αυτοπεριφρουρηθεί και να αυτοδικαιωθεί. Γράφει λ.χ. στο αυτόγραφο που έχω στα χέρια μου – το είχε δώσει στον Γιώργο Πολίτη που μου το χάρισε. Ο Γιώργος Πολίτης, όπως μου είχε πει, τον ρώτησε μια φορά να του γράψει πάνω σε ποια γραμμή έχει στηρίξει την έμπνευσή του, πώς γράφει – «Ό,τι έκανε ο Σολωμός απ’ το δημοτικό τραγούδι θέλει να κάνει κι ο Κόντογλους απ’ τη λαϊκή και τη βυζαντινή τέχνη», του απαντάει. Και πιο κάτω: « Ο Κόντογλους παίρνει τα μέσα απ’ τους Έλληνες, που ζωγραφίσανε πριν απ’ αυτόν, για να κάνει σημερινή τέχνη, γιατί τα μέσα είναι μόνιμα για κάθε λαό, αφού είναι μόνιμοι στις μεγάλες γραμμές οι τρόποι που εκδηλώνεται μια φυλή…» Όλο το αρκετά μεγάλο κείμενο περιστρέφεται γύρω από τη μορφή και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Για περιεχόμενο λέξη δε λέει. Ως εάν τέχνη είναι το πώς θα κρατάς το μολύβι κι αν θα γράφεις με μελάνη ή με στιλό ή με μπικ. Κι αρχίζει από τον Σολωμό, τον παθιασμένο αυτόν πατριώτη και φανατικό αντιάγγλο – στέλνει συλλυπητήριο γράμμα στον αδερφό του τον Δημήτρη, όταν δέχτηκε διορισμό από την ξενοκρατία – που όλο το έργο του είναι κραυγή και σάλπισμα για λευτεριά. Κι ο Μακρυγιάννης γράφει στην πιο κοντινή στο λαό γλώσσα, μα γι’ αυτό εκτιμήθηκε;
Ο Κόντογλου έζησε μια ζωή γαλήνια και ακύμαντη μέσα σε μια κοινωνία που παράδερνε μέσα στις θανατερές θύελλες, που οι άνθρωποί της παράδερναν συντρίμμια παλεύοντας να περισωθούν. Δύσκολα θα βρεις άνθρωπο που να μην κινδύνεψε επί Κατοχής, που να μην ενοχλήθηκε μετέπειτα, έστω και μόνο να μην του χτύπησαν την πόρτα τάχα για έρευνα ταυτοτήτων… Ο Φ.Κ. κάτω από τη σκιά των αγίων είχε εξασφαλίσει το ανενόχλητο. Ο Κώστας Βαλέτας αναφέρει πως μια φορά υπέγραψε μια έκκληση υπέρ της Ειρήνης και την επαύριο έσπευσε να την ανακαλέσει δημοσία στην Ελευθερία με το δικαιολογητικό πως τον παρέσυρε ο διάβολος υπό μορφή γυναίκας. Επί Κατοχής, του’ δωσα να μου γράψει στο λεύκωμά μου μια σκέψη του για την πείνα ή τη χιτλερική κακοδαιμονία και το κείμενό του αποτελεί κραυγαλέα αντίθεση με τα κείμενα των κορυφαίων συναδέλφων του. Γράφει με σινική, ένα ανατολίτικο παραμύθι για ένα πανόλβιο αντρόγυνο και υπογράφοντας το βάζει παλιά ημερομηνία, 20 Αυγούστου του 1920!
Αντίθετα, η ζωγραφική του συγκεντρώνει και θα συγκεντρώνει την εκτίμηση και το γενικό θαυμασμό. Γιατί οι θρησκείες και η χριστιανική θρησκεία δεν εξελίσσεται με καινούργια μαρτυρολόγια. Όπως στην αρχαιότητα οι αιώνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, μα ο Ζευς και η Ήρα, η Αθηνά και ο Απόλλων μένανε αμετακούνητοι στα βάθρα τους, έτσι και στη χριστιανοσύνη. Όσο θα υπάρχει χριστιανική θρησκεία και οπαδοί του Χριστού, θα φτιάχνουμε τον Άγιο Νικόλαο προστάτη των θαλασσινών, και την Αγία Βαρβάρα προστάτρια των ματιών. Και ο Φώτης Κόντογλου με τα θεία χεράκια του ζωγράφιζε Παναγίες και εσταυρωμένους χωρίς να του γεννιέται πρόβλημα – στην αγιογραφία πρόβλημα δεν υπάρχει – εξελίξεως ιδεών ή καθιέρωσης νέων μαρτύρων. Ο ακαταπόνητος Φ.Κ. ψηλά στις σκαλωσιές των ναών επεξεργαζόταν μέσα σε ευδία ψυχική τα παλιά θρησκευτικά ινδάλματα των οσίων και μαρτύρων του χριστιανισμού, και η τέχνη του θα μείνει αθάνατη, όπως αθάνατες μένουν στα μαρτυρολόγια της ιστορίας οι μορφές που σταυρώθηκαν και μαρτύρησαν για το καλό της ανθρωπότητας. Οι θρησκείες αποτελούν ένα κατ’ εξοχήν αξιοσέβαστο κατεστημένο, κι όποιος δεν απομακρύνεται από την περιοχή της πίστης, ζει μέσα σε γαλήνη απρόσβλητος από των εξελίξεων τους προβληματισμούς.
Ο Φώτης Κόντογλου είναι αναντίρρητα ο άριστος εκπρόσωπος της αγιογραφίας στην Ελλάδα. Η αξεπέραστη ζωγραφική του ιδιοφυΐα, αλλά και η απαράμιλλη εργατικότητά του, η αφοσίωσή του στο ζωγραφικό έργο ήταν τόση, που σήμερα πολλά μοναστήρια, πολλές εκκλησίες, πολλά δημόσια ιδρύματα, πολλοί ιδιώτες σ’ όλο τον ελληνικό χώρο μάς παρέχουν τη δυνατότητα να απολαύσουμε την υψηλή ποιότητα του χρωστήρα του ανεπανάληπτου τεχνίτη, του «αθάνατου», κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, Φώτη Κόντογλου.
Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 1974