Κνουτ Χαμσούν – Από τη λατρεία της γης στην αποθέωση του Χίτλερ
Αντιστάθηκε στις υπερβολές του κυρίαρχου νατουραλισμού της εποχής του, ως ηγέτης μιας «νεορομαντικής επανάστασης». Η ταύτισή του με το ναζισμό κηλίδωσε ανεπανόρθωτα τη φήμη του, αποτέλεσε όμως και μια ακόμα απόδειξη πως ο φασισμός δεν είναι απλά θέμα «διαβάσματος» ή «παιδείας».
Μεταξύ ιδιοφυΐας και παράνοιας, ο Κνουτ Χαμσούν άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην παγκόσμια λογοτεχνία, κατορθώνοντας να γίνει ο διασημότερος ίσως Νορβηγός συγγραφέας όλων των εποχών. Αντιστάθηκε στις υπερβολές του κυρίαρχου νατουραλισμού της εποχής του, ως ηγέτης μιας «νεορομαντικής επανάστασης». Η ταύτισή του με το ναζισμό κηλίδωσε ανεπανόρθωτα τη φήμη του, αποτέλεσε όμως και μια ακόμα απόδειξη πως ο φασισμός δεν είναι απλά θέμα «διαβάσματος» ή «παιδείας».
Γεννήθηκε ως Κνουτ Πέντερσεν στις 4 Αυγούστου 1859 σε αγροτική οικογένεια και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο απομακρυσμένο Χαμαρόι. Παρότι δεν είχε παρά ελάχιστη τυπική εκπαίδευση, ξεκίνησε να γράφει στα 19 του, όταν ήταν μαθητευόμενος τσαγκάρης. Τα επόμενα δέκα χρόνια δούλεψε ως εργάτης, όχι μόνο στη Νορβηγία, αλλά και στις ΗΠΑ.
Η πρώτη του δημοσίευση ήταν το μυθιστόρημα «Πείνα» (1890), η ιστορία ενός φτωχού νεαρού συγγραφέα στη Νορβηγία. Το ορμητικό, λυρικό στιλ του αποτελούσε τομή σε σχέση με τον κοινωνικό ρεαλισμό που ως τότε κυριαρχούσε στη νορβηγική πεζογραφία και επηρέασε πολλούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς συγγραφείς, ανάμεσά τους τον Τόμας Μαν, τον Έρνεστ Χέμινγουέι και το Μαξί Γκόρκι. Μετά την επιτυχία του ο Χαμσούν άρχισε να παραδίδει διαλέξεις για τον αγαπημένο του θεατρικό συγγραφέα Αύγουστο Στρίντμπεργκ και ενάντια στον Ερρίκο Ίψεν και το Λέοντα Τολστόι.
Οι αντικοινωνικοί ήρωες των πρώιμων έργων του («Μυστήρια», «Παν», «Βικτώρια»), εκφράζουν την αδιαφορία ή και τη δυσπιστία του Χαμσούν προς την έννοια της προόδου και την κλίση του στον ακραίο ατομισμό, νιτσεϊκής επίνευσης, ενώ στο ώριμο έργο του, κυρίως στη διάσημη «Στην ευλογία της γης» (1917) εκφράζεται κάλεσμα για «επιστροφή στη φύση», προαναγγέλλοντας τις ολοένα και πιο αντιδραστικές πεποιθήσεις του.
Η κοσμοθεωρία του αυτή, σε συνδυασμό με τη βαθιά του αντιπάθεια προς την αγγλοσαξονική κουλτούρα, συναντήθηκε με τη ναζιστική ιδεολογία «Γη και αίμα», κάνοντας το βραβευμένο νομπελίστα συγγραφέα να διακηρύσσει δημόσια την πίστη του στο Χίτλερ ήδη από το 1934. Συνέχισε την υποστήριξή του στους ναζί κατά τη διάρκεια της κατοχής, παρότι είχε κακές σχέσεις με τον Επίτροπο του Ράιχ στη Νορβηγία Τερμπόφεν. Μεσολάβησε υπέρ καταδικασμένων σε θάνατο συμπατριωτών του, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί το φασισμό. Συναντήθηκε μάλιστα προσωπικό με το Χίτλερ και τον Γκαίμπελς, ο οποίος μάλιστα σημείωνε μετά στο ημερολόγιό του πως “η πίστη [του Χαμσούν] στη γερμανική νίκη είναι αδιατάρακτη”. Ακόμα και μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ τον Απρίλη του 1945, ο Χαμσούν έγραψε έναν φλογερό επικήδειο στο τελευταίο φύλλο του ναζιστικού εντύπου «Aftenposten». Εκεί χαρακτήριζε το ναζί καγκελάριο “πολεμιστή της ανθρωπότητας” και “κήρυκα του ευαγγελίου της δικαιοσύνης σε όλα τα έθνη”.
Αμέσως μετά τον πόλεμο φυλακίστηκε ως προδότης, με το κατηγορητήριο να μετριάζεται στη συνέχεια λόγω της προχωρημένης του ηλικίας. Υποβλήθηκε μάλιστα και σε ψυχιατρική εξέταση, με τον ίδιο να υποστηρίζει σθεναρά πως είχε σώας τας φρενάς. Τελικά καταδικάστηκε ως οικονομικός συνεργάτης, πληρώνοντας ένα πρόστιμο το οποίο τον κατέστρεψε οικονομικά. Παρά τις σοβαρές συνέπειες του δοσιλογισμού του, κατόρθωσε να επιστρέψει στο λογοτεχνικό στερέωμα με το έργο «Σε χορταριασμένα μονοπάτια» (1949), ένα συνδυασμό απομνημονευμάτων, απολογητικής για τις πολιτικές επιλογές του και ζωηρής περιγραφής της φύσης και των εποχών.
Έφυγε από τη ζωή στις 19 Φλεβάρη 1952 και οι στάχτες του θάφτηκαν στον κήπο του σπιτιού του.