Κώστας Παρορίτης-Ο κόκκινος τράγος
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Κόκκινος Τράγος” του Κώστα Παρορίτη, ενός από τους πρωτοπόρους του κοινωνικού μυθιστορήματος και του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Συμπληρώνονται σήμερα 130 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου πεζογράφου Κώστα Παρορίτη, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα. Μαζί με τους Κωνσταντίνο Θεοτόκη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, ανήκει στους εισηγητές του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, ενώ από νωρίς ασπάστηκε σοσιαλιστικές ιδέες, που του στοίχισαν μάλιστα μηνιαία παύση το 1907 από τη θέση του σχολάρη, για το βιβλίο του “Νεκροί της ζωής”. Ο συγγραφέας δεν πτοείται, αντιθέτως συνεχίζει τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και την προσπάθειά του για τη διάδοση του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Με την ίδρυση του ΣΕΚΕ εντάσσεται σε αυτό, ενώ κείμενά του φιλοξενούνται συχνά στις σελίδες του Ριζοσπάστη. Υπήρξε επίσης μαχητικός δημοτικιστής, επηρεασμένος από τις απόψεις του Γιάννη Ψυχάρη. Λογοτεχνικά τα κύρια πρότυπά του ήταν ο Εμίλ Ζολά και ο Μαξίμ Γκόρκι. Οι αισθητικές ελλείψεις του έργου του επισημάνθηκαν από νωρίς, χωρίς αυτό να μειώνει τον πρωτοπόρο για την εποχή χαρακτήρα του. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά στα βιβλία του κατέχει το δεύτερο μυθιστόρημά του, “Κόκκινος Τράγος” (1924) όπου σε ομώνυμο συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, συναντούνται σε σχεδόν καθημερινή βάση άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους, με κοινό στοιχείο ένα λιγότερο ή περισσότερο συνειδητό όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ένας από τους χαρακτήρες, ένας μαραγκός που έφτιαχνε “κάσες για πεθαμένους”, με το εύγλωττο παρατσούκλι “Λείψανος”, θυμάται τα βασανισμένα παιδικά του χρόνια και καταρρέει λίγο αφότου έχει λάβει νέα διάγνωση αρρώστειας από το γιατρό του, μάλλον ανίατης εκείνη την εποχή σύφιλης που κληρονόμησε από τη μητέρα του, που εκπορνευόταν για να επιβιώσει.
Ο δρόμος τονε δέχτηκε όταν ακόμα είτανε εννιά χρονών. Τηνε θυμάται την κακομοίρα τη μάνα του. Σα γύριζε από τη δουλιά του βράδι, πάντα κάτι θα του ‘φερνε. Μα και εκείνη το είχε ρίξει στα σπίρτα, έσμιγε και με άντρες περαστικούς όσο που η αρρώστια της πότισε το κορμί. Θυμάται καλά σαν πήγε στο νοσοκομείο για τελευταία φορά να την ιδεί και του είπανε πως η μάνα του δεν υπάρχει πια μέσα εκεί. Πόσο άργησε να καταλάβει τη φριχτή αλήθεια. Κι ύστερα θυμάται που κάθισε στα σκαλάκια του νοσοκομείο όξω στο δρόμο κι άρχισε να σκούζει. Μάνα μου, μανούλα μου…Μα η μάνα του είτανε πια βαθιά στο χώμα και δε μπορούσε να τον ακούσει. Τότε φυσικά αυτός δε μπορούσε να υποπτέψει τι έκρυβε στο κορμί του! Ύστερα από χρόνια, σαν του παρουσιάστηκε το πρώτο σημάδι, ο γιατρός του φανέρωσε πως πρόκειται για μιαν αρρώστεια που είχε κλερονομήσει από τη μάνα του. Μα ποτέ του δε θυμάται ν ‘αγανάχτησε μαζί της. Τι έφταιγε κι αυτή…Ό,τι έκανε, μήπως δεν το ‘κανε για χατήρι του; Μόνο για το σπίτι αυτό, που στάθηκε η αφορμή της δυστυχίας του, έτρεφε πάντοτε στην ψυχή του ένα βαθύ μίσος. Η ψυχή του διψούσε εκδίκηση. Το σαράβαλο αυτό που θα είχε τουλάχιστο εκατό χρόνια στη ράχη του, υψωνότανε εκεί στο δρόμο σαν ένας κακός όγκος, σαν ένα μεγάλο κακό σπειρί που έπρεπε να βρεθεί κάποιος τολμηρός να το σπάσει για να χυθεί έξω το έμπυο και να γλυτώσει ο δρόμος από αυτή την αρρώστια. Γιατί μαι αληθινή πηγή αρρώστιας αποτελούσε αυτό το σπίτι καθώς υψωνότανε εκεί, όξω από το σχέδιο, εμποδίζοντας τη συγκοινωνία κι αναγκάζοντας τους ανθρώπους ν’αλλάζουνε δρόμο σα δε θάλενε να περάσουνε με τη μπάντα μέσα από το στενό άνοιγμα που σχημάτιζε με τον αντικρινό τοίχο, τις σκοτεινές μάλιστα νύχτες του χειμώνα που είτανε ένας αληθινός φόβος. Κάποτε, εδώ και πολλά χρόνια, η Δημαρχία δοκίμασε να το γκρεμίσει. Μα ο ιδιοχτήτητς, που είτανε ένας πλούσιος και ισχυρός, κατάφερε να σταματήσει στη μέση το γκρέμισμά κι έτσι απόμεινε το σαράβαλο μισογκρεμισμέο με τους τοίχους του που κρεμόνταν στον αγέρα. Από τότε άρχισε μια ατέλειωτη δίκη ανάμεσα του Δήμου, που είχε κηρύξει το σπίτι ετοιμόρροπο, όξω από το σκέδιο, κι εμπόδιζε κάθε επισκευή του, και του πλούσιου ιδιοχτήτηα, που ζητούσε μια τεράστια αποζημίωση για το γκρέμισμα του σπιτιού του.
Ο αγέρας που φύσηξε του ‘φερε πάλι στη μύτη τη βρώμα που ΄βγαινε από την αυλή, γιομάτη σκουπίδια και βγεγμένες ανθρώπινες κοπριές. Μαζί με τη μυρουδιά της ανθρώπινης κοπριάς έσμιγε τώρα κι η μυρουδιά κάποιου ψοφημιού που θα είχανε πετάξει στην αυλή κείνη τη μέρα.
Τάχυνε το βήμα του για να μην τονε φτάνει η βρώμα. Διψούσε καθαρό, δροσερό αγέρα. Είχε βγει τώρα όξω από την πόλη. Πέρασε μπρος από μια εκκλησίτσα που υψωνότανε ανάμεσα σε κάτι πεύκα. Ζύγωσε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Τα καντήλια καίγανε μπρος στις εικόνες. Οι μορφές των αγίων μοιάζανε σα φοβισμένες μέσα στη μοναξιά τους. Από το τζάμι, που είτανε σπασμένο, έβγαινε μια γλυκιά μυρουδιά λιβανιού. Ρούφηξε δυνατά. Αχ, τι γλυκιά αυτή η μυρουδια!
Γύρω του απλωνότανε ερημιά. Λίγα αστέρια λάμπανε στον ουρανό. Μακριά στο πέλαγο ξεχώριζε ένα φως άσπρο, που μια άναβε και μια έσβηνε γλήγορα σαν ένα μάτι ανθρώπινο που ανοιγοκλείνει.
Κάθισε σε μια πέτρα κι έπιασε το κεφάλι του μετα δυο του χέρια. Τα μελίγγια του χτυπούσανε. Ύστερα έβγαλε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι που αντήχησε πάνω στους βράχους.
-Μάνα μου, μανούλα μου πεθαίνει.
Είτανε η φωνή της αδυναμίας που πνίγηκε μέσα στα δάκρυά του. Στον αγώνα που είτανε αναγκασμένος ν’αρχίσει ενάντια στη φύση, ένιωθε τον εαυτό του αδύνατο, προκαταβολικά νικημένο.