Libertalia: Μια αναρχική πειρατική πολιτεία-θρύλος
Πρόκειται για μυθοπλασία, όπως όλες οι ουτοπίες, έχει όμως κάτι να μας πει για τα ήθη των πειρατών και τις αντιλήψεις τους. Πρόκειται για μια ουτοπία με ιστορικά θεμέλια. Άλλωστε, όπως μας θυμίζει ο Όσκαρ Ουάιλντ, “Ένας χάρτης που δε συμπεριλαμβάνει την ουτοπία, δεν αξίζει να του ρίξεις ούτε μία ματιά”.
Ο κόσμος των πειρατών του 16ου και 17ου αιώνα είναι κατάφορτος με θρύλους και γοητευτικές εικόνες, αρκετές από τις οποίες είναι μεταγενέστερες συγγραφικές επινοήσεις, που αποτυπώνουν περισσότερο ίσως τους μύχιους πόθους των στεριανών εμπνευστών τους, παρά την πραγματικότητα της καθημερινότητας στα πλοία, χωρίς αυτό να μειώνει το συμβολικό τους φορτίο. Μια από τις πλέον γοητευτικές ιστορίες, μια ιστορία ουτοπίας, που όπως κάθε όμοιά της, ισορροπεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πολιτική αλληγορία είναι εκείνη της Libertalia, μιας πολιτείας που υποτίθεται πως ιδρύθηκε από τους πειρατές του καπετάν-Μίσον και του συνεργάτη του, του αιρετικού ιερέα Καρατσόλι στις ακτές της Μαδαγασκάρης. Άλλωστε, όπως μας θυμίζει ο Όσκαρ Ουάιλντ, “Ένας χάρτης που δε συμπεριλαμβάνει την ουτοπία, δεν αξίζει να του ρίξεις ούτε μία ματιά”.
Η ιστορία της Libertalia βρίσκεται στο δεύτερο τόμο του βιβλίου “Μια γενική ιστορία των ληστειών και φόνων των πιο διαβόητων πειρατών”, που εκδόθηκε στην Αγγλία το 1724, με συγγραφέα κάποιον καπετάνιο Τσαρλς Τζόνσον. Σ’ αυτό περιγράφονται οι βιογραφίες διάσημων πειρατών και πειρατίνων, που κατέγραψε ο συγγραφέας του σε ταβέρνες και καπηλειά της Βρετανίας και απέδωσε, δίνοντας στον εαυτό του μεγάλα περιθώρια καλλιτεχνικής ελευθερίας. Υπήρξε ένα βιβλίο εξαιρετικά επιτυχημένο, που έφτασε μάλιστα το 1726, στην τέταρτη έκδοσή του και υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της στερεοτυπικής εικόνας του λαϊκού πειρατή στη λαϊκή κουλτούρα, στη λογοτεχνία, τα κόμιξ, τον κινηματογράφο, τα κινούμενα σχέδια, ακόμα και τα βιντεοπαιχνίδια. Επηρέασε συγγραφείς, όπως ο Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον στο “Νησί των θησαυρών” το 1883 ή ο Σερ Τζέημς Μάθιου Μπάρεϋ στην “ιστορία του Πήτερ Παν” το 1904 και καθιέρωσε μια σειρά από κλισέ, όπως το ξύλινο πόδι κι ο παπαγάλος στον ώμο του καπετάνιου-πειρατή κι αναφέρεται πρώτη φορά στον Τζόυ Ρότζερ, τη γνωστή μαύρη πειρατική σημαία με τη νεκροκεφαλή και τα κόκκαλα τοποθετημένα χιαστί.
Για το συγγραφέα που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο του καπετάνιου Τσαρλς Τζόνσον είχαν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, με πιο διαδεδομένη εκείνη που ήθελε συγγραφέα της “Γενικής ιστορία των πειρατών” τον Ντάνιελ Ντεφόε, συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου. Πιο πειστική είναι όμως η υπόθεση ότι συγγραφέας του υπήρξε κάποιος Ναθάνιελ Μιστ, γείτονας του εκδότη και καθιερωμένος ως συγγραφέας στα βασιλικά αρχεία της εποχής. Άλλωστε ήταν ναυτικός που είχε ταξιδέψει στις Δυτικές Ινδίες και υπήρξε πεισμένος Γιακωβίνος, χαρακτηριστικό που συνάδει με την υπόρρητη συμπάθεια για τους πειρατές που διατρέχει το βιβλίο, πολύ περισσότερο από τα χαρακτηριστικά του Ντεφόε, συγγραφέα ενός ύμνου στον ατομικισμό, το laissez-faire και την αποικιοκρατία, όπως είναι ο Ροβινσώνας.
Για χρόνια πιστευόταν ότι η ιστορία της Libertalia ήταν πραγματική, καθώς εμπεριέχεται σε ένα βιβλίο που περιλαμβάνει ιστορικά υπαρκτά πρόσωπα και ιστορίες, παρά τις υπερβολές και τις μυθοποιήσεις. Σήμερα γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πρόκειται για μυθοπλασία, όπως όλες οι ουτοπίες, έχει όμως κάτι να μας πει για τα ήθη των πειρατών και τις αντιλήψεις τους. Πρόκειται για μια ουτοπία με ιστορικά θεμέλια.
Ο Έντουαρντ Μπρέδγουεητ, ιστορικός της πειρατείας του 16ου αιώνα, χρησιμοποιεί τον όρο “υδραρχία” για να περιγράψει τα κοινά ήθη και τους κοινούς τρόπους ζωής όσων εργάζονταν για μακρές περιόδους στη θάλασσα, ενώ ο συνάδελφός του ο Μάρκους Ρέντιγκεν τον δανείζεται για να περιγράψει την οργάνωση της μικροκοινωνίας του πειρατικού πλοίου των αρχών του 17ου αιώνα, την οργάνωση της παράνομης ζωής στη θάλασσα ως τμήματος της οργάνωσης της εργατικής τάξης, που παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου, ατλαντικού ριζοσπαστισμού ή ενός προλεταριακού ρεπουμπλικανισμού.
Ποια χαρακτηριστικά αυτής της ριζοσπαστικής παράδοσης μπορούμε να διακρίνουμε στη φανταστική ιστορία της Libertalia και ποια από αυτά ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα του φαινομένου της πειρατείας; Ο καπετάνιος Μισόν και το πλήρωμά του ιδρύουν την ουτοπική πολιτεία της Libertalia στις ακρογιαλιές της Μαδαγασκάρης, εκπληρώνοντας μια αρχαία προφητεία που ήθελε τον παράδεισο επί της γης να βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Αφρικής. Εκεί, με σύνθημα “Για το Θεό και την Ελευθερία” υψώνουν τη λευκή τους σημαία. Έμπνευσή τους είναι τα επαναστατικά ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, σε μια εποχή που το όρια ανάμεσα στο φιλελευθερισμό, το ριζοσπαστισμό, τον αναρχισμό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό είναι εξαιρετικά πορώδη. Οι liberi, κάτοικοι της Libertalia, παρουσιάζονται ως άγρυπνοι φρουροί των δικαιωμάτων του λαού, ως φράγμα απέαντι στους πλούσιους και την εξουσία τους. Αντιτίθενται στην καταπιεστική τους συμπεριφορά, και θέλουν να μοιράσουν ισότιμα το αγαθό της δικαιοσύνης.
Οι πειρατές του Μισόν εγκαθιδρύουν μια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης, όπου ο λαός είναι δημιουργός των νόμων και κριτής, επιδιώκοντας όσο είναι δυνατόν την ομοφωνία. Θέλουν να ζήσουν μια ελεύθερη ζωή, και είναι εχθροί της μοναρχίας και της κληρονομικής εξουσίας. Καθιερώνουν την εκλογή και τη συχνή εναλλαγή στα αξιώματα. Ο αρχηγός είναι υπηρέτης του κοινού καλού και τα μέλη του Συμβουλίου, της ανώτερης αρχής, εκλέγονται με βάση την αξία τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φύλου ή φυλής. Καταργούν τη μισθωτή εργασία, καθώς γνωρίζουν από πρώτο χέρι το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο των εφοπλιστών και τη φτώχεια των ναυτικών. Γι’ αυτούς η πειρατεία υπήρξε ένας πόλεμος για την αυτοσυντήρηση. Γι’ αυτούς, οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι, με απαράγραπτο δικαίωμα στα απαραίτητα για την αυτοσυντήρηση αγαθά, που είναι όπως ο αέρας που αναπνέουμε, σε μια εποχή που ο πρώιμος καπιταλισμός τα έκανε εμπορεύματα, που υπακούουν μόνο στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Το χρήμα καταργείται, όπως και η δουλεία, ως αφύσικο καθεστώς, και οι δούλοι απελευθερώνονται. Τα μέλη του πληρώματος είναι Αφρικανοί, Ολλανδοί, Άγγλοι, Πορτογάλοι και Γάλλοι, καθολικοί και προτεστάντες. Κατά πόσο η ιστορία της Libertalia αποτελεί λογοτεχνική αποτύπωση των ονείρων και των πρακτικών της ιδιότυπης αυτής πλωτής ατλαντικής εργατικής τάξης; Το πειρατικό πλοίο, σύμφωνα με τον Ρέντιγκερ, είναι “ένας κόσμος ανάποδα”: Οι νόμοι και τα ήθη του προκύπτουν από τα κάτω. Συχνά παρατηρείται εκλογή των αξιωματούχων από το πλήρωμα και μια λίγο ως πολύ ισότιμη μοιρασιά της πειρατικής λείας. Η εξουσία του καπετάνιου δεν είναι απεριόριστη, κι έχουν καταγραφεί περιπτώσεις καπετάνιων που εκτελέστηκαν λόγω κατάχρησης εξουσίας. Επικρατεί μια άλλη αντίληψη της πειθαρχίας, που υπακούει στην ανάγκη της επιβίωσης κι όχι στο βίαιο και κτηνώδη καταναγκασμό που χαρακτηρίζει τον πολεμικό και τον ιδιωτικό εμπορικό στόλο της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πειρατικού πλοίου του Μπαρθόλομιου Ρόμπερτς: Στα πλοία που κουρσεύουν, ρωτούν το πλήρωμα για τη συμπεριφορά των αξιωματούχων. Εκτελούν τους καταπιεστές κι ανταμείβουν τους πιο ανθρώπινους, χαρίζοντάς τους την ελευθερία τους. Όλοι έχουν το δικαίωμα, πριν από τα χρήματα, σε φρέσκα τρόφιμα και δυνατό αλκοόλ. Υπάρχει πάντα χρόνος για χορό και για τραγούδι.
Η σχέση των πειρατών με το δουλεμπόριο των μαύρων είναι αντιφατική: Πολλοί πειρατές πουλούν οι ίδιοι τους δούλους των δουλεμπορικών που κουρσεύουν και συχνά κακοποιούν τους πιο ατίθασους. Είναι λογικό να επικρατούν πολλές φορές οι κυρίαρχες εθνοκεντρικές κι ευρωκεντρικές αντιλήψεις της εποχής. Άλλωστε και στην τοπική μορφή του φαινομένου, στη διήγηση της Libertalia, η ιδανική πολιτεία ιδρύεται χωρίς να ερωτηθούν οι ιθαγενείς της Μαδαγασκάρης από τους οποίος και τελικά καταστρέφεται, κι όχι όπως θα περίμενε κανείς από τους ορκισμένους εχθρούς της, εφοπλιστές και βασιλείς. Μαρτυρούνται όμως και πολλές περιπτώσεις, που οι δούλοι απελευθερώνονται από τους πειρατές και πολλοί γίνονται μέλη του πειρατικού πληρώματος. Το μισό πλήρωμα πχ. του πειρατικού πλοίου του Ολιβέρ Λαμπούς ή του Έντουαρντ Κόντετ αποτελούνται από μαύρους Αφρικανούς, ενώ πολλά πειρατικά τραγούδια βασίζονται σε αφρικανικές μελωδίες.
Το πειρατικό πλοίο είναι το ζωντανό αντιπαράδειγμα του εμπορικού, μας λέει ο πειρατής Μπαρθόλομιου Ρόμπερτς. Στα εμπορικά πλοία, τίποτε δεν είναι κοινό. Οι μισθοί είναι μικροί, κι η δουλειά σκληρή. Σε μας υπάρχει αφθονία μέχρι κορεσμού, ευχαρίστηση και άνεση, ελευθερία και δύναμη. Ποιος δε θα ‘θελε να περάσει στην πλευράς μας παρά τους κινδύνους; Μια σύντομη, αλλά ευχάριστη ζωή, είναι το σύνθημά μου.