Μαρία Πολυδούρη: Η τρίλλια που δεν έσβησε
Η σχέση της με την Κώστα Καρυωτάκη ήταν ευχή και κατάρα για την πρόσληψη της ποίησης της μετά το τέλος της πολύ σύντομης ζωής της.
Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε μια από τις πιο ευαίσθητες παρουσίες της ελληνικής ποίησης του Μεσοπολέμου, παρότι η σχέση της με την Κώστα Καρυωτάκη ήταν ευχή και κατάρα για την πρόσληψη της ποίησης της μετά το τέλος της πολύ σύντομης ζωής της. Από τη μια ο δεσμός αυτός εκτόξευσε τη δημοφιλία των μόλις δύο ποιητικών της συλλογών, από την άλλη οι συγκρίσεις με το έργο του αγαπημένου της έκαναν πάντα να φαίνονται τα δικά της δημιουργήματα τεχνικά αδέξια και θεματικά μονοδιάστατα. Μπορεί πράγματι ο στίχος της να είναι αδούλευτος και ο τόνος της μελοδραματικός, ωστόσο αρκετά από τα ποιήματά της δεν υπολείπονται σε αυθεντικότητα και λυρισμό εκείνου των υπόλοιπων νεορομαντικών ποιητών της εποχής, όπως ο Κώστας Ουράνης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ή ο Τέλλος Άγρας. Κοινά στοιχεία του νεορομαντικού ρεύματος στο οποίο εντάσσεται και η Πολυδούρη η αίσθηση του ανεκπλήρωτου, το ξέφτισμα των ιδανικών, η ονειροπόληση, η ενδοσκόπηση και η ανίχνευση του εσωτερικού ψυχικού άλγους, συχνά με μια παράλληλη περιφρόνηση προς την κοινωνία, η οποία παρουσιάζεται ως εγγενώς “ξένη” κι αδύναμη να κατανοήσει τα βάσανα και τους στοχασμούς του ποιητή.
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την πρωταπριλιά του 1902 κι έζησε κάποια χρόνια στο Γύθειο και τα Φιλιατρά λόγω των μεταθέσεων του φιλόλογου πατέρα της. Το 1916 η οικογένεια γυρίζει στην Καλαμάτα, όπου και κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα Γράμματα η 14χρονη Μαρία, με το πεζοτράγουδο “Ο πόνος της μάνας” στο περιοδικό “Οικογενειακός Αστέρας”. Τα παιδικά της ποιήματα τα συγκέντρωσε σε ένα τετράδιο με τίτλο “Μαργαρίτες”. Μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 η μοίρα της επεφύλαξε διπλό χτύπημα, καθώς έχασε διαδοχικά τον πατέρα και τη μητέρα της. Ένα χρόνο αργότερα γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Το 1922 παίρνει μετάθεση για τη Νομαρχία Αττικής. Οι συνάδελφοί της δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλίμα καθώς της φαινόταν: “κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι”. Φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα ο συνάδελφός της Κώστας Καρυωτάκης, που είχε ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ποίησης και δεν αργεί να εντυπωσιάσει την κατά έξι χρόνια νεαρότερη Πολυδούρη. Σύντομα σημείωνε στο ημερολόγιό της: “Τον αγαπώ…τον αγαπώ…Καμιά αμφιβολία πια […]Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ’αγαπήσω, όσο σου πρέπει;”. Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ και παρότι έντονη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, λόγω των ηθών της εποχής αλλά πιθανότατα λόγω και της σύφιλης από την οποία έπασχε ήδη ο Καρυωτάκης (το ποίημα του Ωχρά Σπειροχαίτη βασίζεται ακριβώς εκεί), νόσημα εξαιρετικά μεταδοτικό και τότε ανίατο. Η Πολυδούρη γνώριζε για την ασθένειά του και μάλιστα δήλωνε διατεθειμένη να ζήσει μαζί του ακόμα κι αν δεν έκαναν παιδιά. Το 1923 αποσύρεται στο Μαρούσι για να αναρρώσει από μια αδενοπάθεια, δεχόμενη ακόμα τις επισκέψεις του Καρυωτάκη. Ένα χρόνο αργότερα ωστόσο φαίνεται να μην αντέχει το αδιέξοδο της σχέσης του και αποφασίζει να αρραβωνιάστει έαν νεαρό δικηγόρο, τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Αυτό τη φέρνει σε ρήξη με τον ποιητή ενώ την ίδια χρονιά απολύεται από τη θέση της “ως αργόμισθος”. Έχοντας αφήσει οριστικά τη Νομική, φοιτά το 1925 στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου και μετά στη Σχολή Κουνελάκη. Η μοναδική θεατρική της εμφάνιση που καταγράφηκε είναι εκείνη στο Κουρέλι του Νικοντέμι. Ένα χρόνο μετά εγκαταλείπει και το Γεωργίου και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου φοιτά σε σχολή ραπτικής. Η φυματίωση που την προσβάλει, την οδηγεί στο νοσοκομείο Charité.
Δυο χρόνια αργότερα επιστρέφει άστεγη και άπορη στην Αθήνα, βρίσκοντας καταφύγιο στο φθησιατρείο του νοσοκομείου Σωτηρία, στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Εντωμεταξύ η ποιητικής τη φήμη έχει ήδη εξαπλωθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας, ενώ η ίδια συναναστρέφεται με συνασθενείς της ποιητές, όπως ο πολύ νέος τότε Γιάννης Ρίτσος και ο Ιωσήφ Ραπτόπουλος, που θα φύγει από τη ζωή στα 26 του. Στο σανατόριο θα δεχτεί και την τελευταία επίσκεψη του Καρυωτάκη, ένα μήνα πριν την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα. Η Πολυδούρη συγκλονίζεται από την είδηση και κλείνεται στον εαυτό της, αρνούμενη να δεχτεί επισκέψεις, χαρίζοντας τα βιβλία της και σκίζοντας τις σημειώσεις της, αποφασισμένη να σταματήσει οριστικά το γράψιμο.
Βλέποντας ωστόσο το θάνατο να πλησιάζει, προσπαθεί να χαρεί τη λίγη ζωή που τις απέμεινε δραπετεύοντας τα βράδια από το νοσοκομείο για να παραδοθεί σε εφήμερους έρωτες. Στα τέλη του 1928 εκδίδεται η πρώτη της ποιητική συλλογή “Οι τρίλλιες που σβήνουν”, ενώ ένα χρόνο μετά εκδίδεται και η “Ηχώ στο Χάος”. Λίγο πριν το θανατό της γνωρίζεται χάρη στη μεσολάβηση της ομότεχνής της Μυρτιώτισσας με τον εξαιρετικά διάσημο ήδη Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος κατέγραψε αργότερα τις εντυπώσεις του από εκείνη τη συνάντηση:
“Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη…Της χρωστώ πως δε μ’έμπασε απ’τη θύρα της κοινής εισόδου, που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι θαυμαστές, βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο, από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ένα απλό σιδερένιο κλινάρι μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος…”
Με την αρχή του 1930, ο Σικελιανός, ο πρών αρραβωνιαστικός της και κάποια ακόμα φίλοι αναλαμβάνουν τα έξοδα μεταφοράς της στην Κλινική Καραμάνη στα Άνω Πατήσια. Εκεί θα φύγει από τη ζωή στις 29 Απρίλη, μάλλον από υποβοηθούμενη αυτοκτονία, με μια ένεση μορφίνης. Δεν είχε ακόμα κλείσει μήνας από τα 28α γενέθλια της.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback