Μπένεντικτ Λίβσιτς: Η Απελευθέρωση της Λέξης
Αυτό που μας διαχωρίζει όμως από τους προκατόχους και τους σύγχρονους μας και δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ μας είναι η αποκλειστική έμφαση που δίνουμε στη δημιουργική λέξη, ελεύθερη για πρώτη φορά, απελευθερωμένη από εμάς.
ΙΙ
Σχεδόν κάθε νέο κίνημα στην τέχνη είχε ως αφετηρία μια διακήρυξη της αρχής της δημιουργικής ελευθερίας. Η πλειοψηφία των διακηρύξεων αυτών κάνουν ένα κεφαλαιώδες μεθοδολογικό λάθος και θα το επαναλαμβάναμε και εμείς αν επιχειρούσαμε να μιλήσουμε για δημιουργική ελευθερία χωρίς να ορίσουμε πρώτα την σχέση μεταξύ του κόσμου και της δημιουργικής συνείδησης του ποιητή. Θεωρούμε πως είναι αδύνατον να μπορεί κανείς να δημιουργήσει στο κενό, να δημιουργήσει δηλαδή «έξω από τον εαυτό του». Ως εκ τούτου, κάθε λέξη του ποιητικού έργου είναι εξαρτημένη διπλά από αιτιότητα, είναι επίκτητη και κατά συνέπεια διπλά ανελεύθερη: πρώτον, επειδή ο ποιητής συνειδητά αναζητά και βρίσκει τη δημιουργική του έμπνευση μέσα στον κόσμο και δεύτερον, επειδή ανεξάρτητα από το πόσο ελεύθερη και αυθόρμητη μπορεί ο ποιητής να θεωρήσει την επιλογή της όποιας έκφρασης της ποιητικής ενέργειας του, η επιλογή αυτή καθορίζεται πάντα από ένα σύμπλεγμα ασυνείδητων παραγόντων, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν καθοριστεί από τη συρροή εξωτερικών ερεθισμάτων.
Αν θελήσουμε όμως να ορίσουμε ως ελεύθερη τη δημιουργικότητα εκείνη που δεν θέτει τα κριτήρια της αξίας της στη σφαίρα της σχέσης πραγματικότητας και συνείδησης, αλλά σε αυτήν της αυτόνομης λέξης, τότε η δική μας ποίηση καθίσταται πράγματι ελεύθερη, με τρόπο μοναδικό και για πρώτη φορά. Για εμάς δεν έχει καμία σημασία αν η ποίηση μας είναι ρεαλιστική, νατουραλιστική ή φανταστική. Εξαιρώντας την αφετηρία της, η ποίησή μας δεν σχετίζεται με τον κόσμο με οποιονδήποτε τρόπο, δεν συντονίζεται μαζί του και όλα τα περαιτέρω σημεία πιθανής τομής με τον κόσμο πρέπει να θεωρηθούν εξαρχής εντελώς συμπωματικά.
Εντούτοις, η απόρριψη της σχέσης κόσμου και συνείδησης του ποιητή ως το κριτήριο του για δημιουργία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απόρριψη κάθε αντικειμενικού κριτηρίου. Η επιλογή της όποιας μορφής έκφρασης της δημιουργικής ενέργειας του ποιητή δεν είναι επ’ ουδενί αυθαίρετη. Ο ποιητής είναι δέσμιος, πρώτα απ’ όλα, από την πλαστική αρμονία της γλωσσικής έκφρασης, έπειτα από το πλαστικό σθένος των γλωσσικών στοιχείων, όπως επίσης από την λεκτική υφή τους. Επιπλέον, δεσμεύεται από τον ρυθμό και τη μουσικότητα και τέλος από τις κοινές αξιώσεις της εικονοπλαστικής και μουσικής σύνθεσης. Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι παρόλο που τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω (αν και πολύ λίγο καταληπτά και με μια πολύ συνοπτική μνεία) ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις συστατικά στοιχεία σε προγενέστερες συζητήσεις σχετικές με τις ποιητικές αξίες, εμείς πρώτοι, όντας απολύτως συνεπείς στη μέθοδο που προσεγγίζουμε την ποίηση, προσδώσαμε τον χαρακτήρα της αποκλειστικότητας σε αυτές τις βασικές πτυχές του αντικειμενικού κριτηρίου.
Απορρίπτοντας οποιονδήποτε συντονισμό της ποίησής μας και του κόσμου, δεν φοβόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε ώσπου να καταλήξουμε στο καταφανές: η ποίησή μας είναι αδιαίρετη. Δεν υπάρχει θέση για το λυρικό, το έπος ή το δράμα. Αφήνοντας, προς το παρόν, τον ορισμό αυτών των κατηγοριών ως έχουν, ρωτάμε: μπορεί ο ποιητής, αδιάφορος καθώς είναι για όλα εκτός της δημιουργικής λέξης, να είναι στιχουργός; Γίνεται να μετατρέψουμε την ενέργεια του επικού από κινητική σε στατική; Με άλλα λόγια, γίνεται, χωρίς να παραμορφωθεί ριζικά η έννοια του έπους, να φανταστούμε την επική δομή τεχνητά διαιρεμένη, όχι σύμφωνα με την εγγενή αναγκαιότητα των αιτιολογικά αναπτυσσόμενων ακολουθιών φαινομένων, αλλά σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αυτόνομης λέξης; Γίνεται το δράμα, το οποίο εξελίσσεται σύμφωνα με τους δικούς του μοναδικούς κανόνες, να υπόκειται στην επαγωγική επιρροή της λέξης ή έστω να είναι σε συμφωνία μαζί της; Δεν θα αναιρούσε την ίδια την έννοια του δράματος, την επίλυση της αντίθεσης των ψυχικών δυνάμεων, η οποία αποτελεί τη βάση του δράματος, όχι μέσω των κανόνων της ψυχολογικής συμπεριφοράς, αλλά μέσω άλλων κανόνων; Μόνο μία απάντηση υπάρχει σε όλα αυτά τα ερωτήματα: όχι, φυσικά.
III
Συμπερασματικά, αν είναι λάθος να υποθέσουμε ότι οι αρχές που αναλύθηκαν παραπάνω έχουν πραγματωθεί πλήρως στα έργα των ποιητών που τις αναγνωρίζουν, είναι ακόμη μεγαλύτερη διαστρέβλωση της αλήθειας να δηλώνουμε ότι το νέο ρεύμα, σε τελική ανάλυση, αρκείται στον απλοϊκό σχηματισμό λέξεων με την στενή έννοια. Μάταια οι πάνσοφοι και εξαιρετικά υποστηρικτικοί φίλοι μας, που μας βοηθούν να συγκροτήσουμε το κίνημά μας, μας ωθούν προς αυτό το στενό μονοπάτι με ζήλο αντάξιο μιας καλύτερης μοίρας. Προσαρμόζοντας ό,τι συμβαίνει γύρω τους στην περιορισμένη τους αντίληψη και με απόλυτη τιμιότητα κατά την γνώμη μας, παρανοούν την πιο σημαντική πτυχή του νέου ρεύματος, τον θεμέλιο λίθο του: την αλλαγή σκοπιάς στην προσέγγιση του ποιητικού έργου. Ακριβώς όπως θέλουμε «να πετάξουμε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι κ.λπ. από το πλοίο του μοντερνισμού» όχι επειδή «νέα θέματα μας έχουν συνεπάρει», αλλά επειδή από τη νέα οπτική γωνία τα έργα τους έχουν χάσει ένα πολύ σημαντικό μέρος της πλέον ανεπίκαιρης γοητείας τους. Όπως δεν μπορεί κανείς να αναζητήσει (ο Μπριούσοφ, παραδείγματος χάριν) την ουσία και το κριτήριο της αξιολόγησης του νέου ρεύματος στην συσχέτιση ή μη των νεολογισμών μας με το πνεύμα της ρωσικής γλώσσας ή των προτάσεών μας με το ακαδημαϊκό συντακτικό, έτσι δεν μπορεί κανείς να το αναζητήσει και στα μέσα πειραματισμού μας με νέες ομοιοκαταληξίες ή στην παράθεση φαινομενικά ασύμβατων λέξεων. Όλα αυτά είναι επουσιώδη για το νέο ρεύμα, δεν είναι παρά ένα πρόσφορο μέσο στο παροδικό παρόν μας, το οποίο μέσο ενδεχομένως απορρίψουμε αύριο, χωρίς πλήγμα στην ποίησή μας. Αυτό που μας διαχωρίζει όμως από τους προκατόχους και τους σύγχρονους μας και δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ μας είναι η αποκλειστική έμφαση που δίνουμε στη δημιουργική λέξη, ελεύθερη για πρώτη φορά, απελευθερωμένη από εμάς.
Μεντβέντ, Άνοιξη 1913.
Μτφρ. Δέσποινα Ζώχου
Πηγή: Russian Futurism Through Its Manifestoes, σελ. 79-81