Μπορεί να είναι πεζός κι αδιάφορος ένας επαναστάτης μπροστά στη φυσική ομορφιά;
Σκληροί γινόμαστε, γιατί μας στερούν όχι μονάχα την ομορφιά της ζωής και της φύσης, μια θέση κάτω από τον ήλιο, μα και το πιο στοιχειώδες στον άνθρωπο. Μα αν είμαστε πεζοί μ’ αυτή την έννοια, γιατί θέλουμε να δόσουμε πρώτα απ’ όλα τα υλικά αγαθά στον άνθρωπο, δεν είμαστε καθόλου πεζοί με άλλη έννοια, αφού θέλουμε να δόσουμε στους δουλευτές και την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης, τους υλικούς και αισθητικούς καρπούς της.
Ένα πολύ όμορφο απόσπασμα από το βιβλίο του Βάσου Γεωργίου “Έτσι γίνανε οι άνθρωποι”, και το μέρος όπου μιλάει για τη ζωή των πολιτικών κρατούμενων στις φυλακές της Αίγινας, στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά.
Ένας επαναστάτης μπορεί να είναι αδιάφορος στην ομορφιά της φύσης, στο μεγαλείο της φύσης; Υπάρχει μια τέτοια γνώμη πολύ πλατιά διαδομένη, μα η γνώμη αυτή δεν έχει τίποτα κοινό με την αλήθεια. Η αδιαφορία, η λεγόμενη εχθρότητα του επαναστάτη στη φύση, είναι μια συκοφαντία, στην καλύτερη περίπτωση μια πλανημένη γνώμη, όπως η “εχθρότητα” του επαναστάτη στην κοινωνία και στην οικογένεια γενικά. Είναι χοντροκομμένο ψέμα που σκόπιμα το καλλιεργούν οι πραγματικοί εχθροί της κοινωνίας και της φύσης.
Ω! Αν έβλεπες τους απλούς προλετάριους, με πόση στοργή φροντίζανε τις γλαστρούλες με τα λουλουδάκια πούχανε στην αχτίνα! Πώς τα ποτίζανε νεράκι, έτσι που η μάνα βυζαίνει το μωρό της! Πώς καμαρώνανε τον κισσό που σκαρφάλωνε ψηλά στους τοίχους της φυλακής, πώς ξεκουράζανε το μάτι τους στην περγουλιά πούκανε αγάλια-αγάλια την αγουρίδα μέλι. Αν έβλεπες τους εργάτες του Πειραιά, της Αθήνας, της Κοκκινιάς, του Βύρωνα, της Καβάλας, της Πάτρας, να ξεχνιούνται αμίλητοι, συνεπαρμένοι, μαγεμένοι από τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα της Αίγινας, εκεί στο “παρατηρητήριο” της πρώτης αχτίνας, ένιωθες πως η αγάπη στη φύση, που είναι ένστικτο στον άνθρωπο, είχε γίνει ανάγκη στους απλούς και “ακαλλιέργητους” αυτούς ανθρώπους.
-Μας νομίζουν εμάς, έλεγε ο Γιάννης ο δάσκαλος, πεζούς ανθρώπους, σκληρούς, ανίκανους να μας συγκινήσει η ομορφιά της ζωής και το μεγαλείο της φύσης. Πεζοί είμαστε μόνο με την έννοια πως βλέπουμε τη ζωή τέτια που είναι, χωρίς κανένα χρύσωμα τεχνητής ομορφιάς. Πεζοί είμαστε με την έννοια πως ο αγώνας μας είναι πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα αγώνας υλικός. Ο αγώνας των αντιπάλων μας είναι το ίδιο υλικός αγώνας και μάλιστα στενόκαρδα, εγωιστικά και χυδαία υλιστικός αγώνας. Μόνο που αυτοί τον σκεπάζουν με ιδεολογικές πορφύρες. Σκληροί γινόμαστε, γιατί μας στερούν όχι μονάχα την ομορφιά της ζωής και της φύσης, μια θέση κάτω από τον ήλιο, μα και το πιο στοιχειώδες στον άνθρωπο. Μα αν είμαστε πεζοί μ’ αυτή την έννοια, γιατί θέλουμε να δόσουμε πρώτα απ’ όλα τα υλικά αγαθά στον άνθρωπο, δεν είμαστε καθόλου πεζοί με άλλη έννοια, αφού θέλουμε να δόσουμε στους δουλευτές και την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης, τους υλικούς και αισθητικούς καρπούς της.
Μήπως ο βοσκός του Ταΰγετου και του Πάρνωνα, ο νησιώτης της Δήλος και της Σκύρου, ο ψαράς του Εύριπου και του Σαρωνικού, ο βουνίσιος των Αγράφων κι ο προβατάρης του Ψηλορείτη, ο ξυλοκόπος του Άθω κι ο υλοτόμος της Χαλκιδικής, ο γελαδάρης των Τεμπών και ο μετοχίτης της Κνωσού, ο άνεργος τρωγλοδύτης στους πρόποδες του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης και ο ζευγάς των Μυκηνών μπόρεσαν ποτέ να χαρούν τους θησαυρούς της φύσης ή της τέχνης, που γύρω τους κολυμπούν ολημερίς και ολονυχτίς σ’ ένα αιώνιο αγκομαχητό Σισύφου για τον επιούσιο; Πριν δόσουμε σ’ αυτό τον κόσμο τους θησαυρούς της φύσης και της τέχνης πρέπει να δόσουμε τη χαρά της ζωής. Άμα δόσουμε την υλική ζωή δόσαμε κιόλας και τη φύση, και την τέχνη. Γιατί η φύση, που είναι προϋπόθεση της ζωής, παύει να της είναι εμπόδιο και βάσανο και μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου, μόνο όταν η ζωή γίνει ελεύθερη. Και η τέχνη που είναι παράγωγο της ζωής κι ανώτερη εκδήλωσή της δε μπορεί ν’ ανθίσει και να καρπίσει παρά μόνο όταν η φύση υπηρετεί τη ζωή και η ζωή ανοίξει ολοκάταρτα πανιά για την κατάχτηση της φύσης. Πρώτα αγαπάει κανείς τη ζωή κι ύστερα τη φύση. Κι αυτή η αγάπη για τη φύση πόχουμε εμείς είναι τελειότερη, γιατί δεν είναι μόνο αισθητική. Είναι μαζί και υλική και αισθητική.
Είχε δίκιο ο δάσκαλος; Όπως κι αν έχει, στ’ αξέχαστα εκείνα ηλιοβασιλέματα που μένανε αμίλητοι και συνεπαρμένοι, δεν τους θάμπωνε μόνο η αισθητική ομορφιά – τα χίλια δυο χρώματα πούπαιρνε ο ήλιος καθώς πήγαινε να βασιλέψει.
Όταν ζεις σε τσιμεντένιους θαλάμους της πρώτης αχτίνας, που δεν τους βλέπει ο ήλιος, όταν τουρτουρίζεις από το κρύο ή σε βασανίζει η πείνα, όταν διαλέγουν να σε κλείνουν στα υγρά κελιά την ώρα που ο ήλιος θα μπορούσε να σου ζεστάνει το κόκαλό σου, τότε το θάμασμα της μαγευτικής εικόνας στο ηλιοβασίλεμα ανακατεύεται μ’ ένα παράπονο φυσικό, ανθρώπινο.
“Πόσο γρήγορα χάθηκε ο ήλιος πριν ακόμη ζεστάνει το κόκαλό μας…”