Νικολάι Νεκράσοφ, Ο σιδηρόδρομος (μτφρ. – απόδοση: Ριζίκοβα-Ranele)

“Πάρα πολλοί σε αυτόν τον αγώνα σκληρό,
Έχοντας βγάλει αυτά τα παρθένα εδάφη από την αιώνια λήθη
Τάφο (οι)κονόμησαν στόν εαυτό τους φτωχό. “

Συζήτηση μες στο τρένο 

Βάνια (με καφτανάκι για ιππασία): 

Μπαμπάκα! Ποιος κατασκεύασε αυτόν τον σιδηρόδρομο; 

Μπαμπάκας (τυλιγμένος σε παλτό φοδραρισμένο με κόκκινο ύφασμα): 

Ο κόμης Πιοτρ Αντρέγιεβιτς Κλαϊνμίχελ, ψυχή μου!  

Ι 

Θαύμα η φθινοπωριά!Ο αγέρας ψυχρός  

τόσο κρουστός που δυνάμεις πεσμένες τονώνει,  

Πάγος λεπτός το ποτάμι σκεπάζει αχνός  

Σάμπως η ζάχαρη-άχνη που λιώνει.  

Δίπλα στο δάσος βολέψου, παντού  

-Σάμπως επά σε στρωσίδια- σιωπή σ΄ηρεμεί 

Φύλλα δεν χάσαν το χρώμα χρυσού 

Κίτρινα κείτονται χάμω ολόιδια μ΄ένα χαλί. 

Θαύμα η φθινοπωριά! Παγωνιά τη νυχτιά, 

Αίθριες και ήσυχες μέρες με δίχως Βορρά… 

Δίχως ασχήμια στη φύση! Κακότραχαλιά, 

Βάλτοι με βρύα και κούτσουρα σάπια σαθρά – 

Όλα ωραία στο φώς φεγγαριού 

Γρήγορα πάνω σε ράγες γλιστρώ,                                                                                                                           Ρούσια-γενέτειρα, σ΄ άναγνωρίζω παντού… 

Σκέφτομαι κάτι … που γράφω εδώ… 

   

ΙΙ 

«Κύριε-μπαμπά, προς τι στου παραμυθιού 

τούτη την πλάνη τον ξύπνιο Βάνια κρατάτε εσείς; 

Δώστε μου μιά ευκαιρία στο φώς φεγγαριού 

όπως την γύμνια αλήθειας του δείξω ευθύς.

Έργο ετούτο, Βανιούσα, ΄ναι  τόσο τρανό, – 

Πού δε θα τό΄βγαζε ένας εις πέρας ποτέ! 

Ένας αφέντης κρατά κυβερνώντας τον κόσμο αυτό  

Πείνα το όνομά του, καλέ. 

Τούτη ωθεί τις στρατιές, μες στη θάλασσα στόλους 

Σπρώχνει, ενώνει ανθρώπους σε σώματα όμοτεχνών 

Άροτρα άκολουθεί και βαραίνει τους ώμους 

Καί λιθοξόων και ύφαντουργών. 

Τούτη και έσπρωχνε ΄δώ του λαού μας τα πλήθη  

Πάρα πολλοί σε αυτόν τον αγώνα σκληρό, 

Έχοντας βγάλει αυτά τα παρθένα εδάφη από την αιώνια λήθη 

Τάφο (οι)κονόμησαν στόν εαυτό τους φτωχό. 

Ίσιος ο δρόμος: στενά αναχώματα, 

Πάσσαλοι, ράγες, γιοφύρια και δίπλα εκεί 

κείτονται σκόρπια οστά ρωσικά μες στα χώματα… 

Πόσα΄ναι άραγε, Βάνιετσκα, μήπως το ξέρεις εσύ; 

Άκου! Παντού στεναγμοί, βογγητά  

Ένα ποδόβολητό και μακάβριο τρίξιμο σάπιων δοντιών 

Ένας ίσκιος εσκέπασε τζάμια θολά … 

Τι΄ναι εκεί;  Ένα μπουλούκι νεκρών! 

Μιά τη γοργή σιδηρά μηχανή προσπερνούν με καμάρι 

Τρέχουν την άλλη κοντά στα πλαϊνά,

Άκου το πένθιμο τούτο τραγούδι… «Απόψε που έχει φεγγάρι

Θέμε τα έργα δικά μας να δούμε καλά! 

Σκάβαμε βρέξει χιονίσει σερί 

Δίχως στιγμή να ισιώνουμε πλάτες, 

Μέσα σε τρώγλες μαζί με την πείνα σκληρή, 

Κρύο, βροχή, το σκορβούτο μας έκαμε σκέτους σακάτες. 

Οί επιστάτες μας λήστευαν δίχως ντροπή  

οί αφεντάδες μας βάραγαν μέ απονιά 

όλα βαστήξαμε δά του θεού μας οι δούλοι πιστοί, 

δούλευταράδες, του μόχθου παιδιά! 

Βλάμηδες! Γεύεσθε τώρα δικούς μας καρπούς! 

Μιάς κι εμείς πια σαπίζουμε μέσα στη γη… 

Άραγ΄ εμάς μας θυμόμαστε μέ τους επαίνους γλυκούς 

Ή λησμονάτε δική μας τυράννια τρανή;» 

Μή σε τρομάζουν τραγούδια απόκοσμα και λυπηρά! 

Βγήκαν από τις κοιλάδες του Βόλχοβο, Βόλγα, Οκά  

Όλοι τους είναι αδέρφια-μουζίκοι απ΄τα χωριά 

Όλοι τους είναι μεγάλης πατρίδας παιδιά! 

Είναι ντροπή να φοβάσαι καλύπτοντας μάτια με γάντι. 

Δές τονα, έχει κι κείνος τα ίδια με σένανε ρούσα μαλλιά…!   

Ίσα που στέκεται μέσα σε μαύρο κατάντι  

Ένας ψηλός Λευκορώσος που ψήνεται στη θερμασιά: 

  

Χείλη σκασμένα, χλωμά, τσιμπλιασμένα βλεφάρια  

Έλκη κακόφορμισμένα στα χέρια ισχνά, 

Μέχρι το γόνατο μές στο νερό τα ποδάρια  

Πάντα πρησμένα, κασίδα επά στα λερά του μαλλιά. 

Κοίλο το στέρνο που πάν΄ στο στειλιάρι φτυαριού 

Έδινε βάρος του σώματος δίχως ελάχιστο άναπαμό … 

Τούτος ο άνθρωπος δύσκολα έβγαζε ένα κομμάτι ψωμιού,   

Κοίτα τον, Βάνια, και νιώθε γι΄αυτόν σεβασμό! 

Μέχρι ετούτην την ώρα δεν έχει ισιώσει τη ράχη κυρτή 

Κείνος και τώρα ακόμα σωπαίνει βαριά  

Σκάβοντας γή σαν τον πάγο σκληρή 

Μήχανικά με το σκούριο κασμά! 

Τούτη την τίμια συνήθεια του μόχθου σκληρού  

Θά΄ταν καλό αν μαθαίναμε, Βάνια, μαζί κι οι δυό… 

Ώς ευλογία να δείς τη δουλειά του λαού  

Μάθε να δείχνεις σ΄αυτόν σεβασμό. 

Μήτε να νιώθεις ποτέ προς πατρίδα γλυκιά την αιδώ… 

Έχει αντέξει πολλά ο λαός ρωσικός, 

Έχει αντέξει και τούτον εδώ σιδηρόδρομο-τάφο λαϊκό – 

Όλα θα΄ντέξει κι όσα ακόμα θα στείλει σ΄αυτούς ο θεός!  

Όλα θα΄ντέξει – με στέρνο πλατύ κι με μόχθο σκληρό 

Δρόμο θα ανοίξει σε μία καινούρια ζωή. 

Κρίμα μονάχα που δέ θα ζήσουμε μήτε εγώ  

μήτε εσύ σε αυτήν την λαμπρή εποχή». 

  

ΙΙΙ 

Ξάφνου ακούστηκε ένα σινιάλο βραχνό  

-Σκόρπησαν όλοι αυτοί οι νεκροί στη στιγμή! 

«Είδα, μπαμπάκα, ένα περίεργο όνειρο ΄γώ – 

Είπε ο Βάνιτσκα, – ξάφνου φανήκανε ένα σωρό χωρικοί, 

 ρώσικης γής εκπροσώποι κάθε λογής 

«Νάτοι», ο κύριος σύνταξιδιώτης μας μού΄πε πολύ αυστηρώς: 

«οί χτιστάδες-δημιουργοί της σιδήροδρομικής μας γραμμής!…» 

Έσκασε τότε στα γέλια ό στρατηγός! 

-Πρόσφατα ήμουν στα τείχη γνωστού Βατικάνου, 

Κάμποσες νύχτες τριγύριζα στό Κολοσσαίο κοντά 

Έχω θαυμάσει στη Βιέννη ναό του Αγίου Στεφάνου 

Τι δηλαδή… ο λαός  τά΄χει δα φτιάξει οόλα αυτά;  

Μέ συγχωρείτε για τούτο το γέλιο και ύφος 

Μέ το συμπάθιο, μα ή λογική σας μου φαίνεται ξένη 

Μήπως για σάς του Μπελβεντέρε ο Φοίβος  

Είναι κατώτερος από της κουζίνας τα πήλινα σκεύη; 

Νά ο λαός σας ερήμαξε – τις θέρμες, τα μπάνια, 

Θαύμα της τέχνης, τα γνωστά ξακουστά βαλανεία!» 

«Όχι, δεν το λέω σε σάς, μα στο Βάνια…» 

Ό στρατηγός δεν δεχόταν αντίρρηση ούτε στ΄αστεία: 

-Σλάβοι, Αγγλοσάξονες καί Γερμανοί 

Όχι να φτιάχνουν, αλλά να ρημάζουν΄ν΄ μαστόρια, 

Βάρβαροι! Άγριος όχλος, μπεκρήδες λεροί!.. 

Άστε, για όλα υπάρχουν και όρια. 

  

Ξέρετε κάτι, με θέα θανάτου και θλίψης τυράννια 

κρίμα να σκιάζετε τήν ηρεμιά της αθώας καρδιάς 

Κάλιο ας δείχνατε τώρα στο Βάνια  

Πιο φωτεινή εκδοχή της ζωής… – 

ΙΥ 

                                                               «Ω, μετά  χαράς! 

Άκου, μικρέ: τελειώνει ο μόχθος, σκληρός ποδηγέτης  

Έχουν θαφτεί οι νεκροί με βιασύνη στη γη 

Βάζει τις ράγες στερνές ο καλός Γερμανός-ευεργέτης  

Μέσα σε τρώγλες σακάτηδες έχουν κρυφτεί,  

Ή εργατιά σαν μαθεύεται πώς το ταμείο πληρώνει…                                                                                                        Τρέχει να λάβει, μα σύξυλη μένει χτυπώντας την γκλάβα 

Όλες οι μέρες της σχόλης κοστίζουν ο κούκος αηδόνι, 

Τ΄άντερά του χρωστά ο λαός στη σουπιά-εργολάβο!  

Όλα τα γράφανε, όλα λογάριαζαν οί επιστάτες 

Άμα αρρώσταινε ή παστρευότανε μές στα λουτρά:   

«Σίγουρα τά παραφούσκωσαν με βερεσέδες-απάτες 

Τρέχα γύρευε νά αποδείξεις τήν μπαμπεσιά» … 

Κόκκινος σαν παντζάρι, φορώντας ένα καφτάνι γαλάζιο 

Ό εργολάβος μας – εγκαινιάζει γραμμή –  

ένα λαμόγιο χοντρό, μα καθόλα σεβάσμιο 

πάει τα έργα δικά του σπουδαία να δει. 

   

Μπρός του με σέβας μεριάζει χαρούμενη ή εργατιά… 

Βάζει το χέρι στη μέση του, λέγοντας πρώτα: 

«Μπράβο, μπαγάσες… ωραία δουλειά! – … 

Ύστερα κείνος σκουπίζει τους κόμπους ιδρώτα –  

Βγάλτε, ντε, όλοι σκουφιά σαν μιλώ! 

Άντε στα σπίτια σας, έργαταραίοι ! 

Ένα βαρέλι κρασί σας κερνώ! 

Χάρισμά σας – τά βερεσέδια και χρέη…»  

«Ζήτω!» εφώναξε ένας τρελός, οι λοιποί φωνασκούσαν  

Ύστερα έπευφημούσανε σύσσωμα πια… 

Εύθυμα οί επιστάτες βαρέλι κυλούσαν … 

Ούτε τεμπέλης δεν μένει μακριά απ΄του γλεντιού τη χαρά 

Τόν εργολάβο στα χέρια ο κόσμος σηκώνει  

«Ζήτω,- κραυγάζουν τα πλήθη , – αφέντη μας κουβαρντά!»  

Δύσκολα πιο γλαφυρή θα μπορούσα να δώσω εικόνα  

Άν συμφωνείτε μ΄αυτό, στρατηγέ, να μας πείτε το «Ντα»… 

1864 

 

*Έλενα Ριζίκοβα

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: