Ντ. Χ. Λόρενς – Επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της πορνογραφίας
Ο Ράσελ θα τον χαρακτήριζε “Γερμανό πρωτοφασίστα” που είχε συλλάβει όλο το ιδεολογικό οπλοστάσιο του φασισμού, πριν αποτυπωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Άλλοι κριτικοί επεσήμαναν ιδιαίτερα τα ρατσιστικά στοιχεία στα γραπτά του, ενώ αντικρουόμενες απόψεις έχουν εκφαστεί για το πώς παρουσιάζει τη γυναίκα στα βιβλία του
Μπορεί σήμερα το έργο του να θεωρείται κλασικό, ωστόσο στην εποχή του θεωρήθηκε σκανδαλώδες, ενώ το γνωστότερο μυθιστόρημά του, “Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι”, κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες, δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοσή του, έχοντας αποτελέσει ακόμα και αντικείμενο δικαστικής διαμάχης.
Ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς ήρθε στον κόσμο το 1885 ως τέταρτο παιδί από τα πέντε του ανθρακωρύχου Άρθουρ Τζον Λόρενς και της δασκάλας Λίντα Λόρενς. Τελείωσε με υποτροφία το Γυμνάσιο του Νότιγχαμ και το καλοκαίρι του 1901 ξεκίνησε να εργάζεται σε γραφείο εργοστασίου ως μαθητευόμενος. Τον ίδιο χρόνο αρρώστησε βαριά από πνευμονία κι όταν ανάρρωσε, αποφάσισε υπό την επιρροή της μητέρας του να γίνει δάσκαλος. Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και διηγήματα με την προτροπή της φίλης του Τζέσι Τσάμπερς και παράλληλα φοίτησε στο Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ του Νότιγχαμ. Το 1907 κέρδισε ένα διαγωνισμό διηγήματος σε τοπικό έντυπο και το 1911, χρονιά θανάτου της μητέρα του, εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα “το Λευκό Παγώνι”.
Ως δάσκαλος στο Κρόιντεν, νότια του Λονδίνου, επηρεάστηκε πολύ από το Νίτσε και το Μπωντλαίρ, εγκαταλείποντας σταδιακά τη χριστιανική του πίστη. Λόγω φυματίωσης, εγκατέλειψε το 1912 τη δουλειά του ως δάσκαλος και γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκεί ερωτεύτηκε τη γερμανικής καταγωγής Φρίντα Γουίκλι, σύζυγο ενός παλιού του καθηγητή, μεγαλύτερή του και μητέρα τριών παιδιών. Για να γλιτώσουν την κοινωνική κατακραυγή, δραπέτευσε στη Γερμανία, όπου όμως ο Λόρενς θεωρήθηκε κατάσκοπος και συνελήφθη, αλλά απελεθυρώθηκε με παρέμβαση του πατέρα της Φρίντας. Έχοντας επιστρέψει στην Αγγλία, παντρεύτηκαν το 1914, μετά το διαζύγιο της συντρόφου του.
Η περίοδος του πολέμου σημαδεύτηκε από οικονομικές δυσκολίες για το ζευγάρι και νέα προβλήματα υγείας για το Λόρενς. Μετά τον πόλεμο, οι δυο τους άρχισαν αδιάκοπα να ταξιδεύουν στην Ευρώπη, την Αυστραλία, τη Σρι Λάνκα, τη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. Το 1925 λόγω υποτροπής της φυματίωσης του Λόρενς, το ζευγάρι επέστρεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε σε βίλα στην Τοσκάνη, όπου γράφτηκε το 1928 το διασημότερο έργο του “ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι”, όπως και το κύκνειο άσμα του “Ο άνδρας που πέθανε”, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα, στις 2 Μάρτη 1930 στη Γαλλία, λόγω φυματίωσης.
Η φήμη του Λόρενς βασίζεται κυρίως στα μυθιστορήματά του: “Γη και Εραστές”, “Το ουράνιο τόξο”, “Ερωτευμένες Γυναίκες”, και “Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι”. Θέση του Λόρενς ήταν πως η συνεχιζόμενη εκβιομηχάνιση και αυτοματοποίηση της σύγχρονης ζωής στερούσαν ολοένα και περισσότερο τον άνθρωπο από τις ζωτικές του δυνάμεις, κυρίως από την έκφραση της σεξουαλικότητάς του. Η ελευθεριότητα -για τα μέτρα της εποχής- στην περιγραφή της ερωτικής έλξης -περιλαμβανομένης της ομοφυλοφιλικής- και της ίδιας της σεξουαλικής πράξης είχαν ως αποτέλεσμα διαρκείς παρεμβάσεις της λογοκρισίας και απαγορεύσεις. Το γνωστότερο βιβλίο του κυκλοφόρησε μόλις το 1960 στη Μεγάλη Βρετανία, μετά από μια πολύκροτη δίκη περί “χυδαιότητας” στην οποία τελικά το δικαστήριο αποφάσισε πως το έργο είχε λογοτεχνική αξία και δεν ήταν πορνογραφικό.
Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην εξωσυζυγική σχέση της Λαίδης Κόνι Τσάτερλι, της οποίας ο άντρας είναι ανάπηρος πολέμου, με το δασοφύλακα Όλιβερ Μέλορς. Μέσα από το δεσμό τους, η κόρη ξαναβρίσκει το χαμένο αισθησιασμό της και ο κυνικός κι απογοητευμένος από τον έρωτα Μέλορς την εμπιστοσύνη του στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Μέλορς που κατάγεται -όπως και ο συγγραφέας- από οικογένεια ανθρακωρύχων, ήταν πρώην αποικιακός αξιωματικός στην Ινδία, που αποσύρθηκε στα δάση μετά από πνευμονία και μια ατυχή ερωτική ιστορία.
Η ανάγκη του Λόρενς να παρουσιάσει τον ήρωά του ως ανώτερης κοινωνικής θέσης από αυτήν που φαίνεται αρχικά, σχετίζεται πιθανότατα με τη δική του βαθιά αποστροφή προς την εργατική τάξη και τις διεδκικήσεις της. Σύμφωνα με το γνωστό φιλόσοφο Μπέτραντ Ράσελ, με τον οποίο γνωρίστηκαν τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λόρενς απεχθανόταν τη Γαλλική Επανάσταση, το εργατικό κίνημα και το δικαίωμα ψήφου στους εργάτες, οραματιζόμενος την έλευση ενός δικτάτορα που θα κυβερνούσε τις “κατώτερες τάξεις”. Αργότερα ο ίδιος ο Ράσελ θα τον χαρακτήριζε “Γερμανό πρωτοφασίστα” που είχε συλλάβει όλο το ιδεολογικό οπλοστάσιο του φασισμού, πριν αποτυπωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Άλλοι κριτικοί επεσήμαναν ιδιαίτερα τα ρατσιστικά στοιχεία στα γραπτά του, ενώ αντικρουόμενες απόψεις έχουν εκφαστεί για το πώς παρουσιάζει τη γυναίκα στα βιβλία του, κάτι που σχετίζεται και με το ότι η εικόνα των γυναικών είναι πράγματι αντιφατική και με διάφορες μεταπτώσεις.