“Ο εφιάλτης και ο αλγόριθμος”
Ο Γιάννης Δημογιάννης μάς διηγείται έναν εφιάλτη- σήριαλ!
Το κείμενο που ακολουθεί μάς έστειλε ο αγαπημένος φίλος κι αναγνώστης της Κατιούσας, Γιάννης Δημογιάννης:
Όνειρο χθεσινό υπό την επήρεια μισού Stedon λόγω επίμονης αϋπνίας. Κοιμάμαι, λέει, κάπου στο Αμέρικα. Ξαφνικά, σπάει η πόρτα και μπουκάρει το FBA. Ταράζομαι από το μπαμ και ξυπνώ.
Κανείς δεν έκανε άνω κάτω το σπίτι. Οι συνάδελφοι περιμένουν στην πόρτα του δωματίου μου. Δεν ψάχνουν πουθενά. Γελούν υποχθονίως.
Ένας λεβέντης έρχεται μιλημένος, πάει ντουγρού στο γραφείο μου και ανοίγει κατευθείαν, αλλά μονάχα το πρώτο συρτάρι. Μένω άφωνος, τον κοιτώ πανικόβλητος.
Το ανοίγει και βγάζει μισή σακούλα χόρτο. Κανέναν ψήλο της πλάκας, κατευθείαν μισή σακούλα!!! Χάνω πια το χρώμα μου, κιτρινιάζω, περιμένω το αναπόφευκτο.Δεν περιμένουν ούτε καν να ντυθώ. Με μπαγλαρώνουν και με οδηγούν σε κάτι περιπολικά διαστημόπλοια.
Όταν κατεβαίνω τις σκάλες, βλέπω το πρωτοφανές για τα δημοσιογραφικά χρονικά… Από τους τρεις ορόφους της πολυκατοικίας βγάζουν επιπλέον και ένα κάρο ενοίκους. Τους έχουν συλλάβει όλους με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο. Είτε είναι χρήστες είτε βαποράκια, σύμφωνα πάντα με τα εντάλματα. Μία ολόκληρη πολυκατοικία. Η απόλυτη χαρά της Δίωξης ναρκωτικών. Η τέλεια μπάζα.
Με κατεβάζουν με χειροπέδες μαζί με τους λοιπούς συγγενείς. Μετά το σοκ, αρχίζω να σκέφτομαι τα επιχειρήματα για τη νομική μου υπεράσπιση. “Ότι την χρησιμοποιώ δήθεν για θεραπευτικούς λόγους… μα δεν βλέπετε την κατάστασή μου… πως δε γίνεται να με τσουβαλιάζετε με τους υπόλοιπους κτλ”.. Έχω σχεδόν καταρρεύσει από την άδικη συνωμοσία. Η όλη φάση είναι καρφωτή, δαγκωτό. Φως φανάρι. Κάποιος δόλιος μηχανισμός μάς έπιασε όλους στα πράσα.
Πριν με στριμώξουν στη λιμουζίνα, πιάνω ευγενικά ένα όργανο και αρχίζω το πίτσι πίτσι. Σε όλη την εξομολόγηση κουνούσε με περιφρόνηση το κεφάλι για την κατάντια της νεολαίας. Ξεζουμίζω την κεφαλή μου και του λέω ευγενέστατα το προφανές: “κύριε policeman, μπράβο σας για την μπάζα. Εκπληκτική σύλληψη, δεν αντιλέγω. Κατευθείαν στο πρώτο συρτάρι, δε χρειάστηκε ούτε καν ν’ ανακατώσετε ένα δωμάτιο. Φαντάζομαι άπαντες θα εντυπωσιαστούν. Όμως…
Τώρα, που τέλειωσε το παραμύθι, αφήστε με – σας παρακαλώ – να μπω μέσα για λίγο. Ίσα ίσα, να βάλω κάτι πάνω μου, μην έρθω και ξεβράκωτος στο τμήμα. Δεν το βρίσκω και τόσο πρέπον”.
Και τότε, συμβαίνει το ανέλπιστο. Με αφήνει και μου ξεκλειδώνει επιπλέον και τα βραχιόλια.Βγαίνω, ανεβαίνω, βάζω πρόχειρα ένα τζιν και ξαναβγαίνω για το μοιραίο.Κοιτάω εδώ, κοιτάω παραπέρα, αλλά η πομπή έχει αναπάντεχα εξαφανιστεί. Τι ευεργεσία – καλύτερα, τι απίστευτη κωλοφαρδία. Και τότε, αρχίζει ο πραγματικός εφιάλτης.
Φοβάμαι, λέει, πως έχουν χακάρει τον αλγόριθμό μου, σε αυτό το άθλιο κουτί και κάθε προσπάθεια διαφυγής είναι ανώφελη. Μα εντελώς μάταια, αγαπητοί. Απεναντίας, πρόκειται περί μίας πανούργας μηχανορραφίας των διωκτικών αρχών, ώστε να ξεσκαρτάρουν δια παντός τα κυκλώματα διακίνησης.
“Γαμώ τη μαλακία που με δέρνει”, φωνάζω “και ανάθεμα τον πούστη τον αλγόριθμο και το κωλομηχάνημα που μπλέξαμε. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή – όλη μέρα μάς έφαγε το τάκα τάτα. Καλά να πάθω το βόιδι. Από εκεί μάς τσίμπησαν ολόκληρη πολυκατοικία”.Και τι κάνω μετά; Το ανεπανάληπτο στα αστυνομικά χρονικά.
Πηγαίνω αυτοβούλως και αρχίζω και παίρνω στην αράδα όλα τα αστυνομικά τμήματα. Ουχί όμως της Αμερικής, αλλά ποιας χώρας φαντάζεστε; Μα της Ελλάδας, καλέ. Εν ώρα κατακλυσμών. Και τι τους λέω, παντού, σε όλα αδιακρίτως; Την ίδια ακριβώς ιστορία σε όλους. Πηγαίνω φυτευτός στη δίωξη και τους εξηγώ την όλη φάση, το και το:
“Καλημέρα σας, κ. αστυνομικοί, συνελήφθην από το FBA, σαν διακινητής χόρτου, με ανακάλυψαν λόγω αλγορίθμου του Φου Βου, με άφησαν όμως (σαν καλά όργανα που είναι) να βάλω κι ένα παντελόνι – μην έρθω και ξεβράκωτος – και να τώρα, που σας παραδίδομαι. Στα χέρια σας κύριοι…”
Όλως περιέργως, άγνωστο το γιατί, άπαντες με άφηναν ελεύθερο, κουνώντας με περιφρόνηση ή συμπόνια το κεφάλι. Αλλά εγώ, απτόητος, αρχίζω να παίρνω σβάρνα όλα τα τμήματα της επικράτειας. Ξεφουρνίζω, δε, το ίδιο σενάριο ξανά και ξανά.
Να μην τα πολυλογώ. Είμαι πια κάθιδρος από αυτήν την αλλοπρόσαλλη επιμονή μου να παραδοθώ σαν βαποράκι του FBA, αλλά στα Ελληνικά αστυνομικά τμήματα, μέχρις ότου ακούω από κάποιον αξιωματικό την ατάκα:”Πήγαινε, παλικάρι μου, στο σπίτι σου. Μας καίγεται η γούνα, εσύ πού ζεις; Τις πυρκαγιές δεν τις πήρες καθόλου χαμπάρι; Και σταμάτα επιτέλους το τάκα τάκα με τον αλγόριθμο σε τούτο το διαολομηχάνημα. Δε βλέπεις τις τρύπες στο μυαλό σου; Και πού είσαι…Αν θες να ασχοληθείς με κάποιον της προκοπής, μπας και γελάσει λιγάκι το χειλάκι σου, μόνο μ’ έναν αξίζει. Με τον αληθινό Θου Βου, τον Βέεεεεγκο, ρε καραγκιόζηδες. Που, νέα παιδιά, έλιωσε το μυαλό σας με τις παπάρες που γράφετε ολημερίς. Μετά, πώς να μη φαντάζεστε ιστορίες για FBA και εξωγήινους; Πως σε μπαγλάρωσαν, δήθεν, στην Αμερική και ήρθες εδώ, στη Γαϊδουρόραχη να παραδοθείς.
Άντε παραπέρα και κάνε και κανά σταυρό, μπας και ξεθολώσει το μυαλό σου από την αληθινή μαστούρα…”
Ξυπνάω, όπως καταλαβαίνετε, κομμάτια. Τα συμπεράσματα δικά σας…