Ο Κοτζιούλας στον κόσμο του Τσάρλι Τσάπλιν
«Μια φιγούρα, ένας τύπος διαδόθηκε στην οικουμένη. Και μπορεί ποτέ ακέριοι λαοί να λαθεύουν;» – Ένα κριτικό κείμενο και δυο ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα για τον Σαρλό-Τσάρλι Τσάπλιν
Από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς, ο σπουδαίος ποιητής μας, πεζογράφος αλλά και φιλόλογος, μεταφραστής και σημαντικός κριτικός, Γιώργος Κοτζιούλας, σημάδεψε ανεξίτηλα με το έργο του τα Γράμματα και ευρύτερα τον πολιτισμό της πατρίδας μας.
Μια όχι ιδιαίτερα γνωστή, ως τα σήμερα, πλευρά του, αυτή του κριτικού, φωτίζεται με την έκδοση – σταδιακά – της κριτικής παραγωγής του, που, επειδή βρίσκεται διάσπαρτη σε έντυπα και ανέκδοτη στο Αρχείο του, δεν είναι γνωστή στο σύνολό της.
Στον ογκώδη τόμο (τον πρώτο από τους δυο που κυκλοφορούν μέχρι στιγμής, από τις εκδόσεις «Δρόμων»), με τον τίτλο «Η ασυλία του πνεύματος» (επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια: Σωτηρία Μελετίου – Κώστας Κοτζιούλας), εμπεριέχονται κριτικά σημειώματα, δοκίμια και μελέτες για θέματα που απασχόλησαν τη νεοελληνική κριτική, άρθρα για θεωρητικά προβλήματα και λογοτεχνικά ζητήματα, επιφυλλίδες, κριτικά χρονογραφήματα και σχόλια για πολιτισμικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του Γ. Κοτζιούλα.
Ανάμεσα στα πολλά του τόμου, ένα κείμενο για τον Σαρλό-Τσάρλι Τσάπλιν, γραμμένο το 1945, κεντρίζει το ενδιαφέρον του σημερινού αναγνώστη. Ο Κοτζιούλας καταπιάνεται με τον διάσημο και κοσμαγάπητο κινηματογραφικό ήρωα και τους λόγους που τον κάνουν τέτοιο, με αμεσότητα και φρέσκια ματιά ανάλογες με του έργου του μεγάλου δημιουργού.
Ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Τσάρλι Τσάπλιν, γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 16 του Απρίλη 1889 κι έφυγε από τη ζωή στις 25 του Δεκέμβρη 1977. Αγαπήθηκε ως Σαρλό και ξεχώρισε για την μνημειώδη ταινία του «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» (1940), η οποία σατίριζε το ναζισμό. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας ο ίδιος, λόγω της πολιτικής του θέσης και της στήριξής του στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατατάχτηκε από το μακαρθικό καθεστώς των ΗΠΑ στη λίστα των επικίνδυνων για την – κυρίαρχη – τάξη ατόμων «που συνέβαλαν στην προβολή του κομμουνισμού μέσα από τον κινηματογράφο» και του απαγορεύτηκε εκδικητικά να επιστρέψει στις ΗΠΑ ενώ ταξίδευε (ως Βρετανός υπήκοος) στο εξωτερικό.
Στην ταινία «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» αναφέρεται ο Κοτζιούλας με το ποίημα «Στον Τσάρλι Τσάπλιν / Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”» που παραθέτουν στις σημειώσεις του κειμένου οι επιμελητές της έκδοσης (και του Αρχείου Γιώργου Κοτζιούλα) Σωτηρία Μελετίου και Κώστας Κοτζιούλας (γιος του ποιητή – συγγραφέα).
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΡΛΩ
[Γ. Κοτζιούλας, «Φιλολογικές συνεργασίες. Οι ταινίες του Σαρλώ», Αλήθεια Λάρισας, 23-9-1945]
Βλέπαμε τις προάλλες σ’ έναν υπαίθριο κινηματογράφο το «Χρυσοθήρα»1 του Σαρλώ. Το είχαμε δει και πριν από χρόνια, μα τα μεγάλα έργα δεν χάνουν ποτέ τη σημασία τους. Απεναντίας, κάθε φορά που τα ξαναβλέπεις σου αποκαλύπτουν καινούργιες πλευρές τους. Αυτό συμβαίνει με τον Όμηρο, τον Παρθενώνα, τους Ψαλμούς του Δαβίδ, τις ζωγραφιές του Μιχαήλ Αγγέλου, τα δράματα του Σαίξπηρ, τη μουσική του Μπετόβεν, τα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι. «Μα αυτά είναι παγκόσμια αριστουργήματα, μνημεία της τέχνης, θα μου παρατηρήσει κανένας. Έχεις στα σοβαρά την αξίωση να βάλουμε δίπλα τους, να συγκρίνουμε έστω μ’ αυτά, τις αστείες σκηνές του Σαρλώ με το φιογκάκι και τη μαγκούρα και το ψηλό καπέλο και τ’ άθλια παπούτσια; Οι ταινίες αυτές είναι μόνο για να γελάμε. Ο Σαρλώ δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας παλιάτσος». Την απάντηση δε θα την έδινα μόνος μου, γιατί κανένα άτομο δεν μπορεί να βγάλει τέτοια συμπεράσματα και προγνωστικά. Θάδειχνα όμως στον υποθετικό συζητητή μου το κοινό που παρακολουθούσε εκείνη τη βραδιά -άντρες και γυναίκες, νεολαία και γερόντους, υπαλλήλους, εργατικούς, στρατιώτες, απ’ τη δική μας κι από ξένες φυλές.2 Όλοι αυτοί ήταν ένα κομμάτι του λαού, ένα μόριο της οικουμένης, και η κρίση τους, η διάθεσή τους καλύτερα, θα ευκόλυνε το θέμα μας πολύ.
Πώς να εξηγηθεί αλήθεια η τόση αγάπη του κόσμου γι’ αυτόν τον ηθοποιό της οθόνης; Υπάρχουν κι άλλοι αστέρες του κινηματογράφου, αρσενικοί και θηλυκοί, προικισμένοι με καλλονή, με τέχνη, με όλα τα χαρίσματα ενός καλλιτέχνη. Πολλοί τους θαυμάζουν, τους χειροκροτούν, μαζεύουν τις εικόνες τους. Αλλά κανένας δεν έφτασε την επιτυχία του Σαρλώ, την απέραντη δημοτικότητά του. Αυτός ξεπέρασε και τον καραγκιόζη, το λαοφιλέστερο θέαμα της Ανατολής.3 Τον ξέρουν μικροί και μεγάλοι σε όλες τις χώρες του κόσμου, στην τελευταία πολιτειούλα, παντού όπου προβάλλεται το φωτισμένο πανί. Έκαμε τον εαυτό του ήρωα και τ’ όνομά του χρησιμεύει για παρατσούκλι. Δε βρίσκεται μέρος όπου να μην τον μιμούνται, να μην υπάρχουν σωσίες του. Πριν απ’ αυτόν μονάχα το θέατρο και το βιβλίο μπορούσε να επιβάλει φανταστικά πρόσωπα και πάλι σε περιορισμένο βαθμό. Με το Σαρλώ έσπασε ο κανόνας. Μια φιγούρα, ένας τύπος διαδόθηκε στην οικουμένη. Και μπορεί ποτέ ακέριοι λαοί να λαθεύουν;4
Δεν αρκεί για εξήγηση το νέο είδος που διάλεξε ο τεχνίτης μας να εκφραστεί. Βέβαια ο κινηματογράφος είναι μια καινοτομία. Δεν κουράζει ποτέ, αλλά διασκεδάζει. Τον νιώθουν σ’ όλες τις γλώσσες, μορφωμένοι και μη. Ούτε στοιχίζει πολλά για να τον παρακολουθήσει κανένας. Όλ’ αυτά είναι στοιχεία που ευνοούν την ανάδειξή του. Αλλά γιατί να ξεχωρίσει ο Σαρλώ και όχι ένας άλλος; Εδώ είναι το ζήτημα. Φαίνεται λοιπόν πως αυτός συγκεντρώνει περισσότερο από κάθε άλλον του κλάδου τα γνωρίσματα εκείνα που χρειάζονται για να θεωρηθεί κανείς προσωπικότητα. Και δεν πρόκειται μόνο για τους κωμικούς ρόλους, τα εύθυμα κομμάτια. Ο Σαρλώ κυριαρχεί επιβλητικά σε όλον τον κινηματογράφο. Τα έργα του μπορεί να φαίνονται κωμωδίες, αλλά έχουν και δραματικότητα, ψυχολογία, ποίηση, μόνο που αυτός την εκφράζει με το δικό του τον τρόπο. Ας δούμε λοιπόν γιατί αρέσει τόσο πολύ, προπάντων στις λαϊκές τάξεις.
Ο Σαρλώ είναι πριν απ’ όλα ποιητής. Δηλαδή έχει ευαίσθητη ψυχή. Αγαπά το ωραίο, πονεί τον άλλον, είναι γεμάτος αλτρουισμό και ιπποτισμό.5 Αλλά η κοινωνία δεν τον καταλαβαίνει. Σε κάθε βήμα του βρίσκει εμπόδια, του στήνουν παγίδες. Έχει να παλέψει με την αδικία, την κακοήθεια, την εκμετάλλευση. Οι ισχυροί δεν τον λογαριάζουν, τον ποδοπατούν. Και οι όμοιοι του γελάν μαζί του. Μα ο Σαρλώ δεν απελπίζεται. Προχωρεί με την καλή του καρδιά, με το αιώνιο γέλιο του, όλο βγάζοντας το καπέλο, όλο ζητώντας συγνώμες, βέβαιος πως στο τέλος θα δικαιωθεί. Τους παραλήδες που περνούν ποζάτοι τους περιφρονεί. Τους πολισμάνους τους κοροϊδεύει μπρος στα μάτια τους. Ακόμα και τους κακοποιούς βρίσκει τρόπο να τους ξεφύγει. Αδυναμία του είναι οι ωραίες. Τι να ζηλέψουν αυτές απ’ το σουλούπι του; Ωστόσο δεν ξεκολλάει από κοντά τους. Με τι λεπτότητα τις κολακεύει! Αλλά τις περισσότερες φορές παθαίνει γκάφες. Πιάνει τότε την άκρη του και μελαγχολεί. Άφωνο είναι το παράπονό του, αλλά σφάζει στην καρδιά. Ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ εκείνο το τρυφερό του βλέμμα το έτοιμο να κλάψει; Με την αδεξιότητά του, με τα παθήματά του κατορθώνει πολύ περισσότερα απ’ τους δυνατούς. Καταχτάει απ’ την αρχή τη συμπάθειά μας. Παρηγοράει τη φτωχολογιά, γιατί φτωχούλης είναι κι ο ίδιος, μια αδύνατη αθώα ψυχή, που δεν αφήνεται όμως στο μοιραίο. Διαμαρτύρεται, αλλά δεν επαναστατεί.6
Θα έχει καμιά τριανταριά χρόνια που εργάζεται ο Σαρλώ στον κινηματογράφο. Πάρα πολλές είναι οι ταινίες του, μικρές και μεγάλες. Επιβλέπει ο ίδιος την εκτέλεσή τους, απ’ την αρχή ως το τέλος. Προσέχει κάθε λεπτομέρεια, γι’ αυτό είναι αδύνατο να τους βρει κανένας ψεγάδια. Δουλεύει με την ησυχία του, χωρίς να βιάζεται και ποτέ δεν αποβλέπει σε σκοπούς εμπορικούς. Ωστόσο κερδίζει εκατομμύρια από την παραγωγή του. Αλλά δεν αγαπάει την επίδειξη ούτε τα λούσα και ποτέ δε φοράει ολοκαίνουργα ρούχα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα σε μεγάλες στερήσεις κι η ανάμνηση εκείνης της φτώχειας έβαλε τη σφραγίδα της σε όλη τη ζωή του. Στον ιδιωτικό του βίο λένε πως έχει πολλές παραξενιές. Παντρεύτηκε και χώρισε κάμποσες φορές. Η σημερινή του γυναίκα θάναι 20 χρονών (αυτός θα πλησιάζει τα εξήντα) και πρόκειται να του κάμει το δεύτερο παιδί. Απ’ τις μεγάλες ταινίες του, της μιάμισης ώρας, φημίζονται εξόν απ’ το «Χρυσοθήρα», τα «Φώτα της πόλεως» και οι «Μοντέρνοι καιροί». Αλλά το καλύτερό του φαίνεται πως είναι ο «Δικτάτορας», έργο προπολεμικό που δεν επέτρεψαν οι δικτατορικές κυβερνήσεις να το ιδούμε. Το Σαρλώ τον τιμούν με τη φιλία τους μεγάλοι άντρες όπως ο Αϊνστάιν κι ο ίδιος ενδιαφερόταν από πάντα ζωηρότατα για το σοβιετικό κινηματογράφο χωρίς να κρύβει τη συμπάθειά του και για τα ίδια τα Σοβιέτ.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι ό,τι καλύτερο μας έδωσε ως τώρα ο κινηματογράφος και ίσως η αμερικανική τέχνη. Αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο κόσμο, μια προοδευτική νοοτροπία. Δεν είναι τυχαίο που μας έρχεται απ’ τη μεγάλη δημοκρατία του άλλου ημισφαιρίου. Κάθε κοινωνία, κάθε καθεστώς, που λειτουργεί εννοείται στα πλαίσια της ελευθερίας, δε μπορεί παρά να βρει την έκφρασή του και στην τέχνη. Οι εφευρέσεις των επιστημόνων δεν αρκούν. Χρειάζεται να πει το λόγο του κι ο καλλιτέχνης. Μονάχα έτσι ολοκληρώνεται ένας πολιτισμός. Δε θέλουμε να πούμε πως ο Σαρλώ είναι η τελευταία λέξη του αμερικάνικου πνεύματος, ούτε πως δε μπορούν να τον φτάσουν, και να τον ξεπεράσουν ακόμα, απ’ άλλη χώρα. Σήμερα όμως, με τα δεδομένα που έχουμε στον κινηματογράφο, δε βλέπουμε κανέναν άλλον ανώτερο του. Και το σπουδαιότερο είναι πως επιβλήθηκε σ’ όλους, στην πνευματική αριστοκρατία και στο διανοητικό προλεταριάτο. Δεν είναι αυτό απόδειξη μιας μεγαλοφυίας; Ας του το αναγνωρίσουμε λοιπόν ανεπιφύλαχτα και ας χαιρετίσουμε αυτόν τον εξαίρετο καλλιτέχνη σαν έναν ευεργέτη της ανθρωπότητας, αφού με τα μέσα του τα τόσο απλά διασκεδάζει και παιδαγωγεί χιλιάδες θεατές σ’ όλον τον κόσμο δίνοντάς τους την αίσθηση της γνήσιας τέχνης.7
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ένα χρόνο και κάτι μήνες ύστερα από τη δημοσίευση αυτή ο Κοτζιούλας θα δει το «Μεγάλο Δικτάτορα» που προβλήθηκε το 1947 για πρώτη φορά στην Αθήνα. Η εντύπωση του είναι μεγάλη για τα αντιναζιστικά και αντιδικτατορικά και αντιρατσιστικά μηνύματά της και για το δράμα των Εβραίων. Ο Κοτζιούλας, που έχει σώσει δυο εβραιόπουλα στη διάρκεια της Κατοχής και που έχει γράψει κι έχει παίξει ένα μονόπρακτο με τίτλο «Τα πάθη των Εβραίων» στις περιοχές της ελεύθερης Ηπείρου με τη «Λαϊκή Σκηνή» το 1944, είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που μιλάει για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων σε μια περίοδο που και οι ίδιοι δεν το ξεστόμιζαν επίσημα. Ακόμη, ζώντας στην Αθήνα του εμφυλίου και βλέποντας πως οι μεγάλες ξένες δυνάμεις καθορίζουν την πολιτική ζωή του τόπου μας θα βρει την ευκαιρία να παραλληλίσει γεγονότα. Θα γράψει (10-2-47) το ποίημα «Στον Τσάρλι Τσάπλιν / Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», χγφ., Αρχείο Γ. Κ. και Νέοι Σταθμοί, τ. 5 (1947) σ. 42.
Ένας απλός φαντάρος,
ένα εβραιάκι με λαγού καρδιά,
που σαν αστάχι δίχως βάρος
γλύτωσε απ’ του πολέμου τη σοδιά,
με σαλεμένα τα συλλογικά του
καθώς τον είχαν κάνει μπαίγνιο του θανάτου,
ξαναγυρνάει στη φτωχογειτονιά,
στο μαγαζάκι, μόνο του έχος στο ντουνιά.
Κι εκεί
μ’ ελπίδα μυστική,
γεμάτος κέφι που του εχαμογέλα,
πλύστρα ορφανή, της γειτονιάς του μια κοπέλα,
με σύνεργα μπαρμπέρη,
χωρίς να καλοξέρει,
μάθαινε πάνω σε άλλων το κεφάλι,
τίμιο ψωμί πασχίζοντας να βγάλει.
Μα τι μπουρίνι είταν εκειό
που άρπαξε κάθε κατοικιό,
τη χαμοκέλα του φτωχοζωίτη
και του Ισραήλ ολάκερο το σπίτι!
Γκέτο!
Για ξαναπέτο
καλά να μάθεις
τι μέλλεται να πάθεις,
κι εσύ κι εγώ κι αυτοί,
που δε μας ίδρωνε τ’ αυτί
για Κίνες, Ισπανίες
και για πολιτικές δολοφονίες,
μεις νάμαστε καλά
κι η σφαίρα να κυλά,
με γεια τού μακελάρη
κι όποιον ο χάρος πάρει.*
Μα να
που μες στα σκοτεινά
λύκοι ξεχύνονται μ’ ανθρώπινη μουσούδα
και τη φυλή του Ιούδα
που γεννοβόλησε ακριβούς Χάινε κι Αϊνστάιν και Μαν
τη μακελεύουν και τη διαγουμάν
τα χτήνη τα οπλισμένα,
των άφεγγων δρυμών η γέννα,
που με τα κράνη, τους ζωστήρες
περνούν τις θύρες
και με τις προγκιασμένες μπότες
χτυπάν τους πατριώτες
και, τρισαλιά,
σέρνουν απ’ τα μαλλιά
γερόντους και νοικοκυράδες,
οι χαμαλόκορμοι ψευτοπαληκαράδες!
Και ξεκληρίζονται οι αθώοι
και βγαίνει μοιρολόι απ’ την πικρήν ορφάνια
που καραβάνια
τραβάει όθε όθε, να γλυτώσει
στη χαλασιά την τόση,
κατηφοράει λαός προς την Αυστρία
που ίσως εκεί να μην τους φτάσουν τα θηρία
κι ίσως εκεί,
σε μια γωνιά ειδυλλιακή,
του γέρου αμπελουργού αξιωθούν ποτέ τα χείλη,
καρπό του ιδρώτα, να γευτούν γλυκόρωγο σταφύλι.*
Ποιος είναι τάχα
κείνος που λύσσα τον αδράζει ανθρωπομάχα
και δίνει προσταγή
να λείψουν πλάσματα απ’ τη γη;
Δέστε: ένας παλιοκερεστές,
ένας ζεβζέκης άγνωστος ως χτες,
που βάνοντας τη χλαίνη
και τα ποδήματα και το πηλίκιο, παρασταίνει
τον άρχοντα της πλάσης
-και δε σ’ αφήνουν ούτε να γελάσεις.
Γύρω του στέκουν σούζα,
σαν τους στρατιώτες άμ’ ακούν την καραμούζα,
με μπιχλιμπίδια και λιλιά
πλάκα, από το πηγούνι ως την κοιλιά,
πρόστυχες φάτσες (τέτιους οι διχτάτορες
διαλέγουν συμβουλάτορες),
δούλοι έτοιμοι για το κακό
μόλις τους γνέψει “μπρος!” τ’ Αφεντικό.
Να πόρχεται κι εκείνος
ο Νεοκαίσαρας ο θεατρίνος,
που στο κεφάλι το ξερό
κόλλησε κόκορα φτερό
κι ίδιος μ’ εκειόν στη γνώση
ψάχνει στο χάρτη νάβρει χώρες να σκλαβώσει.
Μιλώντας, οι τρελοί, για θεία Πρόνοια
τοιμάζουνε κανόνια,
κόβουν του εργάτη το ψωμί
για να γινούν καλύτερα οι ανθρωποσκοτωμοί.
Θέ μου, αν δε βάλεις χέρι,
ποιος ξέρει…*
Μικρέ Σαρλώ,
που όλο με κάνεις και γελώ,
τώρα που σ’ ανεβάσανε στο βήμα,
πετώντας από πάνω σου της έπαρσης το ντύμα,
ρήτορας έ με το στανιό
τι θα σου κόψει τάχα το νιονιό
να πεις σ’ εμάς που πρωτακούμε τη φωνή σου;
Κάτσε πρωτύτερα και καλοσυλλογίσου.
Στην αρχή
μιλάς σιγά, χωρίς ψυχή,
σαν ένας π’ ούτ’ ανανοήθη
τι λαχταρούν τα πλήθη.
Μα όσο προχωρείς
ξέθαρρος, θα βρεις
λόγια αγάπης, λόγια ειρήνης
τις ανήσυχες καρδιές μας ν’ απαλύνεις.
Και αν βρεις ακόμα έναν καινούργιο τόνο,
που σ’ εσέ ταιριάζει μόνο,
για να πέσει σαν το καμουτσίκι
στον αρχιφονιά σαν του έρθει η δίκη.
Βογγάει η σάλα, τρέμει:
«Φτάνουν οι πολέμοι!
«Για ποιόν πολεμάτε, φαντάροι;
«Δεν έχει η γη μας και πλούτη και χάρη;
«Τί να μας φταιν οι Οβραίοι;
«Κι ο Αράπης τι να μας φταίει;
«Υπερασπίστε τη Δημοκρατία!
«Και μην ακολουθάτε τον εγκληματία!».
Τέτια βροντοφώναζε ο Σαρλώ,
που μας έκανε ως τα τώρα το λωλό,
π’ ορθώθηκε άοπλος Προφήτης
στη Βία και στην ισχύ της
βαρώντας καταπάνου
στο κάστρο του τυράννου.*
Τρανέ μας φίλε,
συμπάθα μας και στείλε
της φτώχιας ο παρήγορος και των δυναστεμένων,
στείλε απ’ το πνεύμα σου που το είδα
-μονάχα εγώ;- να σελαγεί,
μια αχτίδα και σ’ αυτήν τη γη,
στη νυχτωμένη μας Πατρίδα.[Βλ. Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012]
1.Παραγωγή του 1925 σε βελτιωμένη —με μουσική και άλλα στοιχεία- επανέκδοση το 1942. Στο «Χρυσοθήρα» ο Σαρλώ βρίσκεται στην Αλάσκα για να βρει χρυσό. Μια καταιγίδα τον υποχρεώνει να καταφύγει σε μια καλύβα με ένα ληστή και το χρυσοθήρα Μπιγκ Τζιμ. Για κακή τους τύχη η κακοκαιρία δεν υποχωρεί και οι τρεις τυχοδιώχτες πεινάνε. Ο Σαρλώ τους βγάζει από τη δύσκολη θέση. Στην πόλη, συναντάει μια τραγουδίστρια, την Τζόρτζια. Την ερωτεύεται, μα εκείνη δεν του δίνει σημασία. Παραμονή Πρωτοχρονιάς βρίσκεται κοντά στο να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Πρόκειται για ταινία του Τσάπλιν για την οποία, όπως είχε δηλώσει, θα ήθελε να τον θυμούνται. Συνυπάρχουν το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, το απροσδόκητο ξεκαρδιστικό παράλογο με την περιπέτεια, οι επιδέξιες γκάφες με την κοινωνική σάτιρα.
2.Η αναφορά γίνεται για τους Άγγλους, τους Ινδούς και τους αλλοεθνείς στρατιώτες που συγκροτούσαν το Βρετανικό Σώμα που βρισκόταν κατά τα Δεκεμβριανά -και αργότερα-στην Ελλάδα για υποστήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων. Αξιοπρόσεχτη είναι και η κοινωνική πανσπερμία των θεατών, γεγονός που τονίζει τόσο τη λαοφιλία του θεάματος, όσο και την καθολικότητα της αποδοχής του ως μέσο τέχνης και χειραφέτησης των μαζών (λαού), γεγονός που ο Κοτζιούλας είχε προβλέψει στο «Ο φίλος μας ο Σαρλώ», Νεοελληνικά Γράμματα, περ. Β’, αρ. φύλ. 214 (4-1-1941), σ. 8.
3.Για τον Κοτζιούλα οι ταινίες του Σαρλώ και ο ήρωάς τους αποτελούν δημοφιλές λαϊκό θέαμα, όπως ο Καραγκιόζης. Δεν είναι τυχαία η επιλογή των λέξεων παλιάτσος, φωτισμένο πανί, παρατσούκλι, φιγούρα για να δηλωθεί η ομοιότητα και τα κοινά στοιχεία των δύο μορφών και θεαμάτων. Αυτό όμως που συγκινεί περισσότερο τον Κοτζιούλα είναι η παλλαϊκή τους αποδοχή και οι ιδέες που εκφράζουν.
4.Το στοιχείο της οικουμενικότητας της τέχνης -μιας τέχνης που να συγκινεί τα πλήθη-είναι πάντοτε ένας από τους ζητούμενους στόχους της, όπως επίσης ζητούμενο είναι και η ύπαρξη ή αναζήτηση ενός συμβόλου -επαναστάτη, εμψυχωτή των λαών και των ανθρώπων- είτε αυτός λέγεται Χριστός, είτε Σαρλώ, είτε εθνικός ποιητής…
5.Είναι αξιοπρόσεκτη η περιγραφή-ορισμός των ποιητών όχι με καθαρά ποιητικά δομικά κριτήρια, αλλά με συναισθηματικά κοινωνικά χαρακτηριστικά.
6.Τα χαρακτηριστικά του Σαρλώ, που περιγράφει εδώ ο Κοτζιούλας, ταιριάζουν τόσο με την ιδεολογία του, όσο και με την προσωπικότητά του. Του αρέσει να ταυτίζεται, σχεδόν, με ήρωες ή τύπους λαϊκούς, φτωχούς, μοναχικούς, περιθωριακούς, αιώνια ερωτευμένους, που αγωνίζονται για το δίκιο, την ανεξαρτησία, την ελευθερία, ενάντια στην καταπίεση και την πλουτοκρατία. Έτσι βλέπουμε τον Κοτζιούλα, προβάλλοντας τέτοιους ήρωες και ανθρώπινους τύπους, να υποκρύπτει τον ίδιο του τον εαυτό: εκτός από τον Σαρλώ, με τον τύπο του μποέμ, το Ρεμπώ, το Μπωντλαίρ, τον Αγιάννη, το Ντοστογέφσκι, το Χάμσουν κ.ά., αλλά και, έμμεσα, με λαϊκούς μοναχικούς αγίους. Δεν είναι τυχαίο πως η μοναδική κριτική παρουσίαση για κινηματογραφική ταινία, εκτός από αυτές του Σαρλώ, είναι για το «Μποέμ» {Νεοελληνικά Γράμματα, Γ. Κ., «Μποέμ», φύλ. 61 (21-1-1938) σ. 9). Ειδικά για το Σαρλώ έχει γράψει: «Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ», Νέα Εστία, έτ. ΙΑ’, τόμ.. 21, τεύχ. 242, 15-1-1937 [«Άπαντα», τόμ. Α’, σ. 89, Δίφρος 2013, Ηπειρωτική Εστία, τεύχ. 51-53, 1956], «Ο φίλος μας ο Σαρλώ», Νεοελληνικά Γράμματα, περ. Β’, αρ. φύλ. 214 (4-1-1941), σ. 8, «Στον Τσάρλι Τσάπλιν αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”», Νέοι Σταθμοί, τεύχ. 5, 1947, σ. 42, «Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλώ» του Φιλίπ Σουπώ, μετάφραση Κοτζιούλα, Λογοτεχνική Γωνιά [1954;]. [Βλ. Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Μεγάλος Δικτάτορας. Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα», εφ. Η Αυγή, 10 Ιουνίου 2012 και «Η διαδρομή του Σαρλώ στη νεοελληνική ποίηση (1927-1957)», Τα Ποιητικά, τεύχ. 34 (Ιούνιος 2019)σσ. 1-4].
7.Μια από τις βασικές αρχές του Κοτζιούλα για την ποίηση και για την τέχνη γενικότερα είναι το ότι η τέχνη, για να αντέχει στο χρόνο και να είναι αυθεντική, πρέπει να απευθύνεται και να «ψυχαγωγεί» όσο πιο πολλούς ανθρώπους γίνεται και το ότι πρέπει να «χτίζεται» με τα πιο απλά υλικά, αρχή που ακολουθεί κι ο ίδιος: «…χτίζω με πέτρα και μ’ ασβέστη, με προαιώνια υλικά· /την τέχνη μου όπως θέλεις πες τη, /μ’ αυτή το χρόνο θα νικά. /Θεμελιωμένη σ’ ασπρολίθι, /με πέτρα απάνου παρδαλή, /μήτε κατεβασιά φοβήθη, /κι ούτε η φωτιά την καταλεί….», «Η τέχνη μου» (17-11-1945), Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 36 (8-2-1946) και «Άπαντα», τόμ. Γ’, σ. 110, Δίφρος ‘2013.
***
Ένα ακόμα ποίημα που βρήκαμε στα Άπαντα του Γ. Κοτζιούλα, έρχεται να προσθέσει, κατά τη γνώμη μας, μερικές επιπλέον ψηφίδες στο θαυμάσιο ψηφιδωτό του ποιητή-συγγραφέα για τον Σαρλό-Τσάρλι Τσάπλιν, που χωρίς ν’ αποτελεί μελέτη, δίνει στον αναγνώστη, από τον αδαή ως και τον υποψιασμένο, μια ικανή δόση γνώσης, «παρακινώντας» τον ταυτόχρονα να προχωρήσει κι ο ίδιος μερικά βήματα παραπέρα. Κι είναι αυτό μεγάλη επιτυχία, για έναν συγγραφέα και στην περίπτωση του Κοτζιούλα, αντάξια του θαυμάσιου όσο και σπουδαίου έργου του.
ΕΝΑΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΒΛΕΠΕΙ ΣΑΡΛΩ
Καθώς εζήταε μια διασκέδαση φτηνή,
με κάποιο τάλληρο που βρέθηκε στην τσέπη,
μπήκε στον κινηματογράφο, εδώ, και βλέπει
τον δοξασμένο Τσάρλυ Τσάπλιν στη σκηνή.Τον είχε δει κι άλλες φορές, μα, σήμερα,
μπορεί να πει, καταλαβαίνει στην εντέλεια
την τέχνη ετούτη που σκορπίζει τόσα γέλια
στον άμαθο κοσμάκη τον απλό.Αχ, αχ, αυτός ο στραβοπόδης ο Σαρλώ,
που ξεκαρδίζονται μ’ αυτόν τα παιδαρέλια,
με την αιώνια αμηχανία του κι’ αφέλεια
τι χρυσάφι έχει βγάλει από τα εφήμερα!Κι’ ο νέος που γυρίζει μεσοχείμωνα
σε δρόμους κεντρικούς με πανταλόνια τρύπια,
φέρνει ολοένα στο μυαλό του τα τερτίπια
που συχναλλάζει ο κωμικός ο θαυμαστός.Αχ, ας μπορούσε, Θεέ μου, κάποτε κι’ αυτός,
με στίχο ή με πεζό-λουλούδια από τα ερείπια-
να βγάλει δάκρυα, να κινήσει καρδιοχτύπια.
Λαμπρές ιδέες γυρνούν στο νου του επίμονα.Με το σακκάκι γυρισμένο στο λαιμό,
με τέτοια σχέδια περπατώντας και παρόμοια
δεν νιώθει πια την υγρασία στα πεζοδρόμια,
κι’ έχει μιαν ώρα ίσαμε το συνοικισμό.
Ο Σαρλό συγκινεί κατάβαθα τον Κοτζιούλα, δονεί την ψυχή και την πένα του. Η «ζωή» στο πανί, του κινηματογραφικού ήρωα, συναντιέται με τη βασανισμένη, γεμάτη στερήσεις και πόνο, ζωή του ποιητή-συγγραφέα.
Ο κόσμος που φώτισε ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν διαφέρει απ’ αυτόν που υπηρέτησε με τη στάση ζωής και εξύψωσε με το έργο του ο Γιώργος Κοτζιούλας. Είν’ ένας κόσμος χωρίς φτωχούς και πεινασμένους, χωρίς κατατρεγμένους, απόκληρους κι αποκλεισμένους, χωρίς αδικία, εκμετάλλευση, χωρίς πολέμους. Ένας κόσμος λουσμένος στο φως, όπου η καλοσύνη και τα πιο αγνά ιδανικά ανθίζουν σαν χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων.