Ο Μπόρις Παστερνάκ-Ο αγαπημένος αντεπαναστάτης λογοτέχνης του Στάλιν
Μετά το θάνατό του Στάλιν, το όνομα του Παστερνάκ εντοπίστηκε σε μια λίστα διάσημων ονομάτων, με πρώτο εκείνο του Σοστακόβιτς, με την ένδειξη “Μην αγγίζετε”.
Ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Μπόρις Παστερνάκ γεννήθηκε σαν σήμερα το το 1890 στη Μόσχα, από οικογένεια ρωσοεβραίων διαννοουμένων, καθώς ο πατέρας του ήταν καθηγητής τέχνης και ζωγράφος, που μεταξύ άλλων ζωγράφισε κι ένα πορτραίτο του Λένιν, και η μητέρα του πιανίστρια. Αρχικά ενδιαφέρθηκε κι εκείνος για τη μουσική, με στόχο να γίνει συνθέτης, αντιλήφθηκε όμως μετά από έξι χρόνια σχετικών πως δε διέθετε επαρκές ταλέντο για να ξεχωρίσει κι αποφάσισε να αλλάξει αντικείμενο σπουδών. Σπούδασε φιλοσοφία στη Μόσχα και στη Γερμανία, ενώ στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, έχοντας κριθεί μη ικανός για το μέτωπο, υπηρέτησε σε χημικό εργοστάσιο στα Ουράλια. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1914, όταν και συνάντησε το σπουδαίο ποιητή Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκυ, συνδεόμενος στενά με την ομάδα των Ρώσων φουτουριστών ποιητών “Τσεντριφούγκα” (Φυγοκέντριση), ενώ ακολούθησαν άλλοι δύο τόμοι το 1917 και το 1922, καθιερώνοντας τον ως μια από τις πιο πολλά υποσχόμενες φωνές της νεαρής σοβιετικής ποίησης. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της οικογένειας του -με εξαίρεση τον αδελφό του Αλέξανδρο που έζησε ως αρχιτέκτονας στη Μόσχα- ο Πάστερνακ δε θέλησε να εγκαταλείψει τη χώρα μετά την Επανάσταση και δούλεψε στη βιβλιοθήκη του Κομισσαριάτου Εκπαίδευσης. Τα επόμενα χρόνια η πολιτική του στάση ήταν αμφίσημη, ωστόσο εξωτερικά έμοιαζε γενικά να υποστηρίζει τη σοβιετική εξουσία και τις αντιλήψεις της για το ρόλο του διαννοουμένου.
Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30 η φήμη του στην ΕΣΣΔ είχε απογειωθεί και το 1934 στο Πρώτο συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων ανακηρύχθηκε ως σημαντικότερος Σοβιετικός ποιητής. Την ίδια χρονιά ο Παστερνάκ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από το Στάλιν προσωπικά, οι λεπτομέρειες του οποίου χάνονται στην αχλή του θρύλου, καθώς υπάρχουν δώδεκα διαφορετικές εκδοχές για το περιεχόμενό του. Σε γενικές γραμμές πάντως αφορούσε την πρόθεση του σοβιετικού ηγέτη να ενημερώσει τον Παστερνάκ για τη μείωση ποινής του αντικαθεστωτικού ποιητή και φίλου του Όσιπ Μάντελσταμ. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, ο Παστερνάκ φοβούμενος ότι ο Στάλιν προσπαθούσε να τον παγιδεύσει, προσπάθησε να αλλάξει τη συζήτηση λέγοντάς του: “Εδώ και καιρό ήθελα να σας συναντήσω για μια σοβαρή συζήτηση”. “Για ποιο πράγμα;” ρώτησε ο Στάλιν. “Για τη ζωή και το θάνατο”. Όποιοι κι αν ήταν οι φόβοι του ποιητή, στην περίπτωση του ήταν τελείως αβάσιμοι, όπως φαίνεται κι από το γεγονός πως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πάμπλο Νερούδα, μετά το θάνατό του Στάλιν, το όνομα του Παστερνάκ εντοπίστηκε σε μια λίστα διάσημων ονομάτων, με πρώτο εκείνο του Σοστακόβιτς, με την ένδειξη “Μην αγγίζετε”. Εξάλλου οι τιμές που του επιδαψίλευε το σοβιετικό καθεστώς συνεχίστηκαν την επόμενη χρονιά, όταν απεστάλη εκ μέρους της ΕΣΣΔ στο αντιφασιστικό Πρώτο Διεθνές συνέδριο για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού στο Παρίσι. Ο ίδιος ανταπέδωσε την εύνοια το 1936, δημοσιεύοντας στην εφημερδία “Ισβέστιγια” ποιήματα που δόξαζαν το Στάλιν και παρουσίαζαν τη σοσιαλιστική εξουσία ως μέρος του δισχιλιετούς χριστιανικού σχεδίου, (θυμίζοντας πρόσφατες δηλώσεις του σημερινού προέδρου Πούτιν), με αφορμή την πρόσφατη άρση απαγόρευσης των χριστουγεννιάτικων δέντρων στη χώρα. Η άρνηση του το 1937 να συνυπογράψει δήλωση υπέρ των δικών της Μόσχας του επέφερε ισχυρή κριτική από τον τύπο, δεν είχε κατά τα λοιπά κάποια επίπτωση πάνω στο συγγραφέα, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του ’30 στρέφει το ενδιαφέρον του στις μεταφράσεις ποιητών, αρχικά σύγχρονων Γεωργιανών, κάποιοι από τους οποίους ανήκαν στους αγαπημένους του Στάλιν, και μετέπειτα έργων του Σαίξπηρ και του Γκαίτε. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επανεκδόθηκαν μάλιστα παλιότερες συλλογές του, ενώ εκδόθηκαν και δύο καινούργιες το 1943 και το 1945 κυρίως με πατριωτικό περιεχόμενο. Μετά τον πόλεμο συνέχισε να ασχολείται με τη μετάφραση και στράφηκε στην ολοκλήρωση του μυθιστορήματος που έμελε να τον καθιερώσει διεθνώς, το “Δόκτωρ Ζιβάγκο”, ένα σχέδιο που είχε ξεκινήσει κι αφήσει στη μέση αρκετές φορές τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το μυθιστόρημα, έχοντας σημαντικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, παρουσιάζει τη ζωή του Γιούρι Ζιβάγκο, γιατρού και ποιητή, από τις αρχές του 1900 διαμέσου των συνταρακτικών γεγονότων της επανάστασης του 1905, του Μεγάλου Πολέμου, της Οκτωβριανής επανάστασης και του Εμφυλίου που ακολούθησε, ως το θάνατό του από καρδιακή προσβολή το 1928, με την ερωμένη του Λάρα να πεθαίνει τελικά αργότερα στα γκούλαγκ, αφότου συνελήφθη προσπαθώντας να αναζητήσει την κόρη της με το Ζιβάγκο που είχε εγκαταλείψει στα Ουράλια (η τύχη της Λάρα πιθανότατα είχε σημείο αναφοράς τη σύλληψη της δικής του ερωμένης Όλγας Ιβίνσκαγια από το 1949 ως το 1953).
Το έργο αποτελεί απόρριψη τόσο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που κυριαρχούσε καλλιτεχνικά στην ΕΣΣΔ, όσο και της ίδιας της σοβιετικής εξουσίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι γράφεται συνήθως, το βιβλίο δεν ήταν εξαρχής καταδικασμένο σε απαγόρευση από τις σοβιετικές αρχές. Το 1954 είχε λάβει περίπου τη μορφή με την οποία δημοσιεύτηκε αργότερα, με κάποια αποσπάσματά του να έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικό περιοδικό της Μόσχας, ενώ είχε συμφωνηθεί τόσο η έκδοσή του σε συνέχειες στο σημαντικό σοβιετικό περιοδικό “Νόβυ Μιρ”, όσο και η έκδοσή του σε βιβλίο.
Το 1956, σε επίσκεψη του Ιταλού εκδότη Φελτρινέλι στη Μόσχα, ο Παστερνάκ του παρέδωσε αντίτυπο με στόχο να δημοσιευτεί ταυτόχρονα στην Ιταλία και στη Μόσχα. Ωστόσο, κατά μια ειρωνεία της τύχης, η λεγόμενη αποσταλινοποίηση επέφερε για τον Παστερνάκ εκείνο που δεν του είχε συμβεί σε καμία στιγμή τις προηγούμενες δεκαετίες, δηλαδή την απαγόρευση δημοσίευσης του έργου του στην ΕΣΣΔ, εν μέσω μιας βιτριολικής εκστρατείας του τύπου εναντίον του. Παρά τις πιέσεις των σοβιετικών αρχών και την ίδια την απαίτηση του Παστερνάκ να του επιστραφεί το αντίτυπο για “διορθώσεις”, ο Φελτρινέλι τελικά δημοσίευσε το βιβλίο το 1957.
Βασική υπεύθυνη για την παγκόσμια διάδοση του βιβλίου, το οποίο το 1965 διασκευάστηκε με επιτυχία για τον κινηματογράφο. δεν ήταν άλλη από τη CIA. To 1958 φρόντισε, μέσω ενός Ολλανδού εκδότη, να μεταφραστεί στα ρωσικά και να διανεμηθεί σε χιλιάδες αντίτυπα σε σοβιετικούς επισκέπτες της Διεθνούς Έκθεσης των Βρυξελλών την ίδια χρονιά, ενώ για την αγγλική έκδοση ο δυτικός τύπος γέμισε διθυραμβικές κριτικές. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Παστερνάκ γνώριζε ή είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε αυτό, αποτελεί πάντως ενδιαφέρουσα σύμπτωση ότι την ίδια χρονιά προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, το οποίο και αρνήθηκε εν μέσω σοβιετικών αντιδράσεων.
Λέγεται ότι ο ηγέτης της Κομσομόλ σε ομιλία του εκείνη τη χρονιά συνέκρινε το συγγραφέα με “γουρούνι” καθ’ υπόδειξιν του ίδιου του Χρουστσώφ, μολονότι εκείνος αργότερα προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από το γεγονός της απαγόρευσης δημοσίευσης. Η πρώτη επίσημη έκδοση στα ρωσικά ήλθε το 1988 στα χρόνια της Περεστρόικα, ένα χρόνο αφότου μετά θάνατον ξαναέγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέω, από την οποία είχε αποπεμφθεί το 1958. Είχε φύγει από τη ζωή στις 30 Μαϊου 1960 κοντά στη Μόσχα, μετά από μάχη με την επάρατο νόσο.