Όσκαρ Ουάιλντ – Ένας δανδής με σοσιαλιστικές ανησυχίες
«Η ανυπακοή είναι, από τη σκοπιά εκείνου που καταλαβαίνει κάτι από ιστορία, η βασική αρετή του ανθρώπου. Η ανυπακοή φέρνει πρόοδο, η ανυπακοή και η εξέγερση».
Ήταν 30 Νοέμβρη 1900 όταν έφευγε από τη ζωή ο Όσκαρ Ουάιλντ πάμφτωχος και ξεχασμένος σε ένα φτηνό παρισινό ξενοδοχείο. Οι μόνοι που είχαν μείνει στο πλευρό του ήταν λίγοι στενοί φίλοι. Ήταν ένα τέλος που κάποια χρόνια πριν κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει για το αγαπημένο παιδί της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου, που σύχναζε σε όλα τα σαλόνια και προσήλκυε σα μαγνήτης το κοινό με τα θεατρικά του έργα.
Ο διάσημος συγγραφέας, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένας μπλαζέ δανδής που διασκέδασε τους αστούς του Λονδίνου με τα ευφυολογήματά του. Άφησε πίσω του έναν πλούτο δοκιμίων, ποιημάτων, θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων, ακόμα και ιστοριών για παιδιά.
Γεννημένος στο Δουβλίνο το 1854, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με το «αφάν γκατέ» της λονδρέζικης ανώτερης τάξης, την οποία όμως δίσταζε να σατιρίζει ανελέητα στα έργα του. Παρά τα πλούτη που απολάμβανε στο αποκορύφωμα της δόξας του, πάντα ενδιαφερόταν για τους αδικημένους και τους κατατρεγμένους, οραματιζόμενος μια διαφορετική κοινωνία.
Απόσταγμα αυτών του τον αναζητήσεων είναι το γνωστό του δοκίμιο, που κυκλοφόρησε το 1891, με τίτλο «Ο σοσιαλισμός και η ψυχή του».
Οι πρώτες του επαφές με τις ριζοσπαστικές ιδέες ήρθαν μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη, όταν εγκαταστάθηκ στο Λονδίνο και μπήκε στον κύκλο της συγγραφέως Μάργκαρετ Χαντ, συζύγου του ριζοσπάστη ζωγράφου Άλφρεντ Χαντ.
Εκείνη την εποχή ξεκινά να δημοσιεύει πολιτικά ποιήματα υπέρ του σοσιαλισμού και της διάλυσης του βρετανικού ιμπεριαλισμού, γεμάτα πάθος, τα οποία ωστόσο παραμένουν κάπως επιφανειακά και δείχνουν πως ακόμα δεν είχε συλλάβει πλήρως το νόημα των ιδεών που τον ενθουσίαζαν.
Το πρώτο του θεατρικό κυκλοφόρησε το 1880 με τίτλο «Οι μηδενιστές», το οποίο λόγω των πολιτικών του μηνυμάτων απαγορεύτηκε στη Μεγάλη Βρετανία.
Τόσο πριν τη σύλληψή του για ομοφυλοφιλία, όσο και μετά την αποφυλάκισή του, είχε επαφές με σοσιαλιστές όπως ο Γουίλιαμ Μόρις και η κόρη του Μέι, ανάμεσά τους και διάσημοι συγγραφείς όπως ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω και ο Χ.Γ. Ουέλς.
Ο Ουάιλντ ενδιαφέρθηκε και για το αναδυόμενο φεμινισμό, δίνοντας βήμα μέσα από το γυναικείο περιοδικό που εξέδωσε σε πολλές σουφραζέτες, αλλά και σε κοινωνικές αγωνίστριες, όπως και υπέρμαχους της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας, από την οποία καταγόταν κι ο ίδιος. Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού υπήρξε κι ένας από τους πρώτους υπερασπιστές του χορτοφαγικού τρόπου ζωής, χωρίς επιτυχία .
Το 1890 κυκλοφόρησε το μοναδικό του μυθιστόρημα, το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», βιβλίο σαφώς επηρεασμένο από τον «Φάουστ», στο οποίο εξερευνά τα όρια του εγωϊσμού και του ηδονισμού σε μια αναπόφευκτη πορεία διαφθοράς. Την ίδια περίοδο συγγράφει και ιστορίες για παιδιά, όπου επίσης διαφαίνονται οι απόψεις του για τον πλούτο και τις κοινωνικές αντιθέσεις. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο νέος Βασιλιάς», βάζει το διάδοχο μια μέρα πριν τη στέψη του να έχει τρία διαφορετικά όνειρα, στα οποία μαθαίνει για τη φτώχεια και τη μιζέρια του λαού που κατασκευάζει το σκήπτρο και το στέμμα της τελετής ενθρόνισης.
Το δοκίμιο «Ο σοσιαλισμός και η ψυχή του ανθρώπου» προκάλεσε σοκ στους κύκλους όπου σύχναζε, κι όπως ανέφερε ο βιογράφος του Χέσκιθ Πίρσον, μια κυρία της ανώτερης αριστοκρατίας έκανε τη δήλωση πως «η καλή κοινωνία της Αγγλίας μισεί τον Ουάιλντ».
Στο κείμενο αυτό, ο Ουάιλντ δεν υπερασπίζεται μόνο το σοσιαλισμό, αλλά και την εκφραστική ελευθερία του καλλιτέχνη, μακρά όμως από ένα στείρο ατομικισμό σε βάρος των συνανθρώπων του. Ο σοσιαλισμός του βέβαια δεν έχει σχέση με τον επιστημονικό σοσιαλισμό που είχε διαμορφωθεί από τους Μαρξ και Ένγκελς λίγα χρόνια νωρίτερα, αλλά στο κοσμοθεωρητικό του κράμα βρίσκει κανείς ιδέες της αναρχίας αλλά και του χριστιανικού ουμανισμού. Οι συμπάθειες του για το λαό που εξεγείρεται είναι ωστόσο ολοφάνερες. Έτσι σημειώνει πως «το πιο τραγικό σε όλη τη γαλλική επανάσταση δεν είναι ότι εκτελέστηκε η Μαρία Αντουανέτα, επειδή ήταν βασίλισσα, αλλά ότι οι πεινασμένοι χωρικοί της Βανδέας δήλωσαν εθελοντές για να πεθάνουν υπέρ της αποκρουστικής υπόθεσης της φεουδαρχίας». Σε άλλο σημείο υπογράμμιζε πως «Η ανυπακοή είναι, από τη σκοπιά εκείνου που καταλαβαίνει κάτι από ιστορία, η βασική αρετή του ανθρώπου. Η ανυπακοή φέρνει πρόοδο, η ανυπακοή και η εξέγερση».
Παρά το μένος εναντίον του, ο Ουάιλντ εξακολουθούσε να είναι πολύ διάσημος και τα θεατρικά του όπως «Η βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ», «Ο ιδανικός σύζυγος» και «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός».
Η δικαστική του εμπλοκή με τον πατέρα του εραστή του Άλφρεντ Ντάγκλας, τον μαρκήσιο του Κουίνσμπουρι ήταν η αρχή του τέλους του. Όταν ο τελευταίος κατηγόρησε τον Ουάιλντ ως «σοδομίτη» σύμφωνα με τη βικτωριανή ορολογία της εποχής, ο συγγραφέας του έκανε μήνυση, οι δικηγόροι του μαρκησίου ωστόσο κατόρθωσαν να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία του Ουάιλντ, που τότε ήταν ποινικά κολάσιμη. Ο Ουάιλντ συνελήφθη και στη δεύτερη δίκη, που έγινε το 1895, καταδικάστηκε σε δυο χρόνια καταναγκαστικά έργα.
Ο συγγραφέας ξεχώρισε για το ήθος και τη στωικότητά του μέσα στη φυλακή. Κάποια στιγμή ένας συγκρατούμενος του είπε: «Σε λυπάμαι, για ανθρώπους σαν εσένα είναι πιο δύσκολο απ’ό,τι για μας» κι εκείνος του απάντησε: «Όχι φίλε μου, όλοι υποφέρουμε το ίδιο».
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ουάιλντ όχι μόνο εξόφλησε τα δικά του χρέη, αλλά κι εκείνα αρκετών συγκρατουμένων του, τους οποίους ανέφερε ως «φυλακισμένα αδέρφια του». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε ψυχικά και σωματικά τσακισμένος στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία.
Τα μόνα έργα που έγραψε έκτοτε ήταν το ποίημα «Η μπαλάντα του Reading Gaol», καθώς και το αυτοβιογραφικό «Eκ Βαθέων», που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1905. Το ποίημα είναι μια πύρινη καταγγελία του σωφρονιστικού συστήματος της εποχής, σκιαγραφώντας την εκτέλεση ενός στρατιώτη και το κλίμα που δημιουργείται στη συνέχεια μεταξύ των κρατουμένων. Στο «Εκ Βαθέων» πάλι, προχωρά σε μια ανάλυση της περίοδου της φυλακής, αλλά και της σχέσης του με το λόρδο Ντάγκλας, που έγινε και η αιτία της φυλάκισής του. Όσο καιρό ήταν έγκλειστος είχε νοσήσει από ωτίτιδα, η οποία επιδεινώθηκε τα επόμενα χρόνια, έχοντας ως αποτέλεσμα το θανατό του, πριν ακριβώς 118 χρόνια.