Πάμπλο Νερούντα -“Ανάμεσα από έρωτες και αίματα έσκαψα κι έβγαλα έξω τους στίχους μου”
O φίλος του ο Λόρκα κάποτε τον είχε χαρακτηρίσει “έναν ποιητή εγγύτερα στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, εγγύτερα στον πόνο παρά στην ενόραση, εγγύτερα στο αίμα παρά στο μελάνι. Ένας ποιητής γεμάτος μυστήριες φωνές που ευτυχώς δεν γνωρίζει ο ίδιος πώς να αποκρυπτογραφήσει.”
Μπορεί το δίπτυχο “Έρωτας και Επανάσταση” από την πολυχρησία να ακούγεται κλισέ ως και γραφικό, κανείς όμως δεν το εξέφρασε με πιο δημιουργικό τρόπο στη ζωή και στο έργο του όσο ο μεγαλύτερος Χιλιάνος ποιητής του 20ου αιώνα, ο Πάμπλο Νερούντα, που έφευγε σαν σήμερα από τη ζωή, πιθανόν δολοφονημένος από τη στυγνή δικτατορία Πινοτσέτ που είχε βυθίσει στο σκοτάδι ολόκληρη την πατρίδα του λίγες μόνο μέρες πριν.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ρικάρντο Ελιεσέρ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, καθώς το λογοτεχνικό του ψευδώνυμα ήταν φόρος τιμής στον Τσέχο ποιητή Γιαν Νερούντα. Πρωταντίκρυσε το φως στο Παράλ της Χιλής, από πατέρα σιδηροδρομικό και δασκάλα μητέρα. Από μαθητής έδειξε την έφεσή του στην ποίηση, ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στα Γαλλικά και την Παιδαγωγική στο Σαντιάγο της Χιλής δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο. Ακολούθησε διπλωματική καριέρα, που ήταν αιτία να γνωρίσει μακρινά μέρη όπως η Ινδία, η Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), η Σιγκαπούρη και η ολλανδοκρατούμενη τότε Μπατάβια (Ιάβα της Ινδονησίας). Το 1927 μετατέθηκε στην Ισπανία, όπως συνδέθηκε με λογοτεχνικούς κύκλους και ιδίως των ποιητή Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα, με τον οποία εξέδωσε το περιοδικό “Πράσινο άλογο για την ποίηση”. Το πραξικόπημα του Φράνκο το 1936 το βρίσκει στη θέση του προξένου της Χιλής στη Μαδρίτη. Το γεγονός αυτό ωθεί τον Νερούντα, μαζί με τη δολοφονία του Λόρκα από τους φασίστες, να ταχθεί ενεργά στο πλευρό των δημοκρατικών, παρά την ουδετερότητα της χιλιανικής κυβέρνησης την οποία υπηρετούσε, λόγος για τον οποίο έχασε τη θέση του. Δραπετεύει στο Παρίσι και πρωτοστατεί στην αλληλεγγύη με τη δημοκρατική Ισπανία ενώ το 1938 επιστρέφει στη Χιλή, όπου γράφει στην “Αουρόρα ντε Τσίλε” αντιφασιστικά άρθρα. Το 1939 συμμετέχει στην οργάνωση της διαφυγής των ηττημένων Ισπανών δημοκρατιών μέσω Παρισιού στη Χιλή.
Το 1942 παραιτείται από το διπλωματικό σώμα και αφιερώνεται ολόψυχα στον πολιτικό αγώνα. Τα επόμενα χρόνια μπαίνει στο ΚΚ Χιλής και εκλέγεται στη γερουσία της χώρας, ως σύμμαχος του προέδρου Γκαμπριέλ Γκονσάλες Βιντέλα. Εκείνος σύντομα στρέφεται στον αντικομμουνισμό, με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη με το Νερούντα, που τον καταγγέλλει διαρκώς και δημόσια. Για το λόγο αυτό ο Βιντέλα τελικά αίρει τη γερουσιαστική ασυλία του Νερούντα, με αποτέλεσμα ο ποιητής να περάσει τα επόμενα χρόνια προσπαθώντας να αποφύγει τους διώκτες του, αλλάζοντας σχεδόν καθημερινά την κρυψώνα του. Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την αξιόλογη ταινία του Πάμπλο Λαραΐν “Νερούντα” το 2015. Την περίοδο αυτή συγγράφει και ένα σημαντικό μέρος του “Γενικού Άσματος” (Κάντο χενεράλ), του αριστουργήματος που έγινε ιδιαίτερα αγαπητό στην Ελλάδα χάρη στη μελοποίησή του από το Μ. Θεοδωράκη. Θέμα των 15.000 στίχων του η ιστορία και ο χαρακτήρας της Λατινικής Αμερικής από την προϊστορία ως σήμερα.
Το 1949 ο ποιητής κατορθώνει μέσα από ένα αφύλακτο συνοριακό πέρασμα να μπει στην Αργεντινή κι από εκεί μέσω του φίλου του και συγγραφέα Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας καταφεύγει στην Ευρώπη, όπου με μεσολάβηση του Πικάσο λαμβάνει γαλλικό διαβατήριο. Η πίεση που ασκεί η κυβέρνηση της Χιλής για έκδοση του Νερούντα ωστόσο τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Η αλλαγή κυβέρνησης στη Χιλή επιτρέπει σε εκείνον και τη δεύτερη σύζυγό του Ματθίλδη, που είχε γνωρίσει στην εξορία, να επιστρέψουν στη χώρα. Το 1969 προτείνεται από το ΚΚ ως προεδρικός υποψήφιος, υποψηφιότητα όμως που παραχωρεί στον προσωπικό του φίλο και σύμμαχο των κομμουνιστών Σαλβαδόρ Αγιέντε. Μετά την επιτυχία της Ουνιδάδ Ποπουλάρ το 1970, ο Νερούντα διορίζεται πρέσβης στο Παρίι, ωστόσο σύντομα υποβάλλεται σε επέμβαση. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης του ανακοινώνεται η βράβευση με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1971 “για μια ποίηση που με την επίδραση της φυσικής της δύναμης ζωντανεύει τη μοίρα και τα όνειρα μιας ηπείρου”. Στις 23 Σεπτέμβρη 1973, ο Νερούντα ξεψυχά, επισήμως από καρκίνο του προστάτη, εκδοχή που μόλις πέρσι διαψεύστηκε με απόλυτη βεβαιότητα από διεθνή ομάδα επιστημόνων, ενώ βρέθηκαν και βακτήρια στα λείψανά του, η προέλευση των οποίων παραμένει ως τώρα αβέβαιη. Μετά το θάνατό του το σπίτι του λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από στρατιώτης. Λόγω της μεγάλης παρουσίας διεθνών ΜΜΕ, η δικτατορία υποχρεώθηκε να επιτρέψει τη δημόσια κηδεία του ποιητή, που υπήρξε η πρώτη μεγάλη εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά του Πινοτσέτ.
O φίλος του ο Λόρκα κάποτε τον είχε χαρακτηρίσει “έναν ποιητή εγγύτερα στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, εγγύτερα στον πόνο παρά στην ενόραση, εγγύτερα στο αίμα παρά στο μελάνι. Ένας ποιητής γεμάτες μυστήριες φωνές που ευτυχώς δεν γνωρίζει ο ίδιος πώς να αποκρυπτογραφήσει.” Ήταν ο πρώτος ποιητής που κατέστησε τόσο αποδεκτή λογοτεχνικά την ρητή αναπαράσταση του αισθησιασμού και της ερωτικής ένωσης στη λατινοαμερικανική ποίηση, αναγάγοντας τη γυναίκα σε κοσμική δύναμη του σύμπαντος. Ταυτόχρονα, ήταν ένας έντονα στρατευμένος ποιητής, που θεωρούσε τα έργα τέχνης άρρηκτα δεμένα με την εποχή τους και τα κοινωνικοπολιτικά τους συμφραζόμενα.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα απομνημονεύματά του “Confieso que he vivido” (Ομολογώ πως έζησα), που δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον και όπου ο ίδιος εξιστορεί συναρπαστικά, αλλά και με αυτοκριτικό πνεύμα τις κάθε λογής προσωπικές, ερωτικές και πολιτικές περιπέτειες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Από την εποχή των πειραματισμών του με το όπιο στην Ταϊλάνδη μέχρι και τη συνάντησή του με τον Τσε Γκεβάρα,που του εξομολογήθηκε πως διάβαζε ως αντάρτης το Κάντο Χενεράλ στη Σιέρα Μαέστρα, προσφέρει μια πολύχρωμη τοιχογραφία όχι μόνο της ζωής του, αλλά και της ιστορίας του 20ου αιώνα.