Αιχμάλωτοι στις κούκλες

Σκεφτήτε πόσα εκατομμύρια είμαστε! Σκεφτήτε αυτή η ανθρώπινη θάλασσα, που πλημμυρίζει τη γη, να πάρει συνείδηση της μεγάλης δύναμης που κρύβει μέσα της! Θα δήτε όλους αυτούς τους μετρημένους εκμεταλλευτές πως δεν ήταν τίποτες άλλο παρά κούκλες, αδύνατες, ψεύτικες κούκλες, γεμάτες άχυρα.

Αιχμάλωτοι στις κούκλες

Ο μικρός κάμπος άπλωνε σαν ένα πελώριο τραπεζομάντηλο, άσπρος, και γύρω τα βουνά που τον έκλειναν στριμωχτά, πάνου το ένα στ’ άλλο, υψώνονταν σαν άσπρα, κάτασπρα, φανταχτερά παλάτια ξωτικά. Είχε χιονίσει όλο τ’ απόγευμα και το βράδυ ερχότανε βουβό και γαλήνιο. Κι’ ο Φαρδής, ένας φαντάρος εικοσιδυό χρονώ, είχε μακρύνει αυτή την ώρα από τους άλλους και μετρούσε τ’ αστέρια, που πρόβαιναν θαμπά στο γαλανό ουρανό.

– Ένα, δύο, τρία…

Κι’ αυτός δεν ήξερε πώς είχε βρεθεί έτσι μακρυά από το θάλαμό του. Μόλις και τον χώριζε μέσα στο βάθος  του κάμπου, στο ριζοβούνι, από μια μικρή φωτιά που τρεμόσβηνε. Ώρες είνε νάχε και τίποτα μπελάδες από τον επιλοχία.

– Χρονιάρα μέρα μάς έβαλες σε φασαρίες…

Γιατί νάχουμε και το νου μας. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά. Κι’ ο επιλοχίας, για να μεθύσει με την ησυχία του, έπρεπε νάχει τους «άντρες» εν τάξει. Ώ, η αλήθεια είνε πως ο Φαρδής δεν ήτανε στη «δύναμη» της φρουράς. Αυτό δα τούλειπε! Όχι! Ήτανε από τους «πειθαρχούμενους». Από τις ιστορίες του Καλπακιού το ξέρετε πως οι «πειθαρχούμενοι» στο στρατό είνε δυό είδη: κομμουνιστές και στραβόξυλα. Ο Φαρδής ήτανε στους πρώτους! Με καμμιά δεκαριά άλλους συντρόφους σπάραζε κι’ αυτός κάτου από τη μπότα του μιλιταρισμού. Να κόβει ξύλα ολημερίς, να τις τρώει με το βούρδουλα, να φκιάνει δρόμο για να περνάει τ’ αμάξι του Μητροπολίτη κι’ όταν δεν είχε άλλη υπηρεσία, να ποτίζει τα ξύλα του τηλεγράφου! Ωστόσο ήτανε και στον κομμουνισμό νεοσύλλεχτος και κάπου – κάπου αναδεύονταν μέσα του «οι μικροαστικές επιβιώσεις», που του τις πολεμούσαν οι άλλοι.

Καλή ώρα σαν απόψε, που ρωμαντζάριζε στην ερημιά και που θα μπορούσε κιόλα να κλάψει με τη συλλοή της πρωτοχρονιάς, που ξημέρωνε…

Και τ’ αστέρια πλήθαιναν…Κύττα:

– Τέσσερα, πέντε, έξη…

Α, πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό!…Η άσπρη αυτή πλάση λες και περίμενε τον καινούργιο χρόνο να της γράψει μια νέα ιστορία, την ιστορία της λευτεριάς πια, όχι της σκλαβιάς…

Άφησε ένα κρυφό στεναγμό και τότε είδε ένα παράξενο σημείο να τρέχει πάνου στον άσπρο κάμπο. Έτρεχε γρήγορα στο μέρος του και σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν άνθρωπος…Ένας γέρος εκεί, ντυμένος παπαδίστικα μ’ ένα κόκκινο ράσο και γένια μακρυά κι’ ένα σακκί στον ώμο.

– Ονειρεύομαι; Α στο διάολο!…έκανε ο Φαρδής. Βρε, αυτός είνε ο Άη Βασίλης.

Ο γέρος πια τον είχε ζυγώσει και τον κυττούσε με χαμόγελο.

– Καλησπέρα, παιδί μου!

– Καλησπέρα, γέρο!

-Από πού πάνε στον Πειθαρχικό Ουλαμό;

– Από δω! Εκεί πάω κι’ εγώ. Και του λόγου σου ποιος είσαι;

– Ε, δε με γνωρίζεις; Μα, καημένε, σαν ήσουνα μικρός μ’ έβλεπες στον ύπνο σου.

– Ναι, το ξέρω! Μα τότε φοβόμουνα και τα φαντάσματα. Ήσουνα μια πρόληψη, που την έδιωξα με τον καιρό.

– Ε, καλά! Αφού είν’ έτσι, απάντησε κείνος, πάμε και θα δεις…

Τον άρπαξε με το χέρι από τη μέση και σε λίγο ο Φαρδής βρισκότανε μαζί με τους άλλους φαντάρους στον ουλαμό. Πίσω του είχε μπει ο γέρος, που στέκονταν διακριτικά στην πόρτα.

Ο Φαρδής εκόμπιαζε. Πώς ν’ αρχίσει την ιστορία του; Τέλος έκανε κουράγιο κι’ είπε:

– Ο γέρος από δω είνε ο Άη Βασίλης…

Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο του κι’ ο θάλαμος πλημμύρισε από γέλια.

-Τι λες, μωρέ Φαρδή! Τώχασες!…

Αυτός τώρα κουρντίστηκε. Έχουνε, ίσως, δίκηο να γελούνε κι’ αυτός μπορούσε να γελάσει μ’ έναν άλλο, μα πώς του συνέβηκε αυτό; Κι’ εκείνος δεν ήξερε. Κορόιδευε χίλιες φορές τον Άη Βασίλη, όμως τώρα μιλούσε γι’ αυτόνε στα σίγουρα, σα νάτανε καμμιά γρηούλα…Δε μπορούσε να μην τόνε πιστεύει γι’ αληθινό! Κάτι είχε πάθει…Και θύμωσε με τους άλλους.

– Μη γελάτε! Σας λέω αλήθεια πως είνε ο άγιος Βασίλης.

Και βαθειά τρομαγμένος πρόστεσε:

– Ήρθε να μας κάνει μποναμά!

Καινούργια γέλια δυνατά ακολούθησαν τα λόγια του κι’ ο Φαρδής ένοιωθε τα νεύρα του να χορεύουν. Αν δεν είχε ενωθεί με τους συντρόφους του πάνω στο μαρτύριο της σκλάβας ζωής, με μεγάλη ευχαρίστηση θα τους άρχιζε στις γροθιές.

Τότε ο Μάνθος, ο μερακλής, ένα στραβόξυλο ως εκεί πάνου, τόνε ζύγωσε:

– Θα κεράσει ο γέρος;

– Ναι, απάντησε κείνος. Θα κεράσει! Θα μας πάει στο σπίτι του λοχαγού, έτσι είπε.

Και ρώτησε δυνατά, ανυπόμονα:

– Ποιος θάρθει μαζί μου;

– Εγώ! φώναξε το στραβόξυλο ο Μάνθος.

– Κι’ εγώ!

– Κι’ εγώ!

Πεντέξη στραβόξυλα ακόμα πήγανε μαζί. Τότε ο Φαρδής γύρισε στους συντρόφους με παράπονο:

– Κι’ από σας κανείς; Σας λέω πως κάτι τρέχει παράξενο μ’ αυτό τον γέρο.

Εκείνοι τώρα είχαν γίνει σοβαροί. Μιλούσαν χαμηλά μεταξύ τους κι’ ο Νέλος φώναξε:

– Θάρθουνε τρεις…

Έτσι έγιναν όλοι καμμιά δεκαριά κι’ εβγήκαν από το θάλαμο. Μα τότες συνέβηκε κάτι παράξενο. Μόλις βρεθήκαν μόνοι με το γέρο, αυτός έπιασε το Φαρδή, τον σήκωσε με τα δυό του δάχτυλα, σαν πούπουλο, και τον έβαλε στο σακκί του. Έτσι πήρε και το Μάνθο και το Νέλο κι’ όλους τους άλλους έναν – ένα…Κανείς δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση. Κι’ όταν βρεθήκανε όλοι μαζί, είδανε πως ήτανε βαλμένοι κοντά – κοντά μέσα σ’ ένα κουτάκι είκοσι εκατοστά. Και το χειρότερο: Είχαν γίνει από μολύβι!

– Βρωμόγερο! βλαστήμησε μέσα του ο Φαρδής. Μας έκανες μποναμά για το γυιό του λοχαγού. Α, βρωμόγερο! Τώρα το κατάλαβα.

Μα ήταν αργά…

Του κάκου οι δέκα φαντάροι ζητούσαν να πεταχτούν από το κουτί. Δε μπορούσανε να κάμουν την παραμικρή κίνηση. Αισθάνονταν το κορμί τους όπως ήταν: μολυβένιο…

Από κάμποση ώρα τώρα είχανε νοιώσει πως βρίσκονταν κάτου από ένα μαλακό μαξιλάρι και στη διπλανή κάμαρα άκουαν να γίνεται φασαρία. Μιλούσαν, γελούσαν, τσίγκριζαν τα ποτήρια κι’ ένα γραμμόφωνο τραγουδούσε βραχνά. Όλες αυτές οι φωνές, που τους ερχόντανε, τους ήτανε γνωστές.

Ήταν ο ταγματάρχης, ο διοικητής του συνοριακού τομέα, που υπάγονταν ο ουλαμός τους, ο λοχαγός, η γυναίκα του, ο ανθυπολοχαγός.

Σε μια στιγμή άκουσαν τον ταγματάρχη να λέει:

– Δεν ξέρω, βρε παιδιά, τι με πιάνει κάθε φορά πούρχεται καινούργιος χρόνος…

Τσαφ, τσουφ, ακούστηκε ξάφνου κι’ οι φαντάροι, που ήξεραν τις συνήθειες του ταγματάρχη τους, τον φαντάστηκαν να χτυπάει στράκες με το μαστίγιο στις μπότες του. Και συνέχισε:

– Μια μελαγχολία…αλήθεια, μια μελαγχολία…Δεν το θέλω, αλλά όλες οι κακές σκέψεις μούρχονται, ναι:

Τσαφ, τσουφ!

– Περνούν τα χρόνια…συνέχισε η ίδια φωνή.

– Περνούν τα χρόνια της σκλαβιάς, σκέφτηκε ο Φαρδής χαρούμενος.

– Κι’ ο θάνατος έρχεται…πρόστεσε ο ταγματάρχης.

– Ο θάνατος…είπε με βαρειά φωνή ο λοχαγός.

– Ο θάνατος της μπουρζουαζίας, έκανε μέσα του ο Φαρδής. Έχει δίκηο να μελαγχολεί!

– Ναι, ο θάνατος, π’ ανάθεμά τον! συνέχισε ο ταγματάρχης. Π’ ανάθεμά τον, τι καλά που θάμαστε αν δεν ήτανε αυτός…

– Κι’ η επανάσταση! σκέφτηκε ο Φαρδής.

– Να ζεις αιωνίως, ε…εξακολούθησε κείνος, να προβιβάζεσαι αιωνίως…Η σκάλα της ιεραρχίας θάτανε τόσο μεγάλη, που ο βαθμός του αρχιστράτηγου θάτανε σαν το βαθμό του δεκανέα σήμερα. Πώς; Γιατί, αλήθεια, να γλεντούμε κάθε φορά πούρχεται καινούργιος χρόνος; Ίσως για να μην κλαίμε…

Μα ο λοχαγός τον έκοψε:

– Ταγματάρχα μου, με συγκινείτε…Είπα: Κάτου η μελαγχολία!

– Κάτου η μελαγχολία! φώναξαν πολλές φωνές μαζί κι’ ακούστηκαν σε λίγο ποτήρια να χτυπούνε.

Ξάφνου οι μολυβένιοι φαντάροι ένοιωσαν να τους σηκώνει ένα ελαφρό χέρι κι’ άκουσαν μια παιδική φωνή να λέει χαρούμενη:

– Μπαμπά! Ο Άγιος Βασίλης μούφερε το μπουναμά μου…

Η καρδιά του Φαρδή τώρα χτυπούσε δυνατά:

Τι θα γίνει;

Και σε λίγο το κουτί άνοιξε. Τα μάτια του θαμπώσανε από φως…Μαζί με τους άλλους συντρόφους του κοίτονταν πάνου στο τραπέζι, μέσα στη φωτισμένη σάλα. Είδε όλες τις φάτσες των αξιωματικών να τους γυρίζουν και να τους εξετάζουν με περιέργεια. Ξάφνου ο λοχαγός άρπαξε το Νέλο από τα πόδια και τον κυττούσε προσεχτικά:

– Να με πάρει ο διάολος! φώναξε. Κυττάχτε, αυτός μοιάζει μ’ ένα κομμουνιστή πειθαρχούμενο, πούχουμε…

Ο Νέλος! Απαρράλλαχτος είνε…

– Όχι δα!

– Τι; Για μεθυσμένο με περνάτε; Είνε ο ίδιος σας λέω!

Και τον παράτησε χάμω.

Ο Νέλος έπεσε με τις πλάτες.

Ο λοχαγός χτύπησε το χέρι του με θυμό:

– Σήκω πάνω, βρε κτήνος! Προσοχή!…

– Μανωλάκη μου! τούκανε η γυναίκα του. Σε καλό σου. Μέθυσες κιόλα;

Ο λοχαγός πήδηξε όρθιος.

– Κύριε ταγματάρχα! Με συγχωρείτε! Όμως αυτό αυτό είνε απίστευτο. Σας λέω πως μοιάζει με το Νέλο καταπληκτικώς. Να κι’ ο Φαρδής…Αυτός είνε ο ίδιος ο Φαρδής! Να κι’ ο Μάνθος! Να κι’ ο Πέρσης! Να κι’ ο Μπιρμπιλής! Αυτός είνε ο Νταβαρίας. Και τούτος ο Σώκος. Τούτος είνε ο Παραβής! Κι’ αυτός ο Μανούσης! Να κι’ ο τελευταίος, ο Περδικάρης! Έξη και τέσσεροι! Έξη στραβόξυλα και τέσσεροι κομμουνιστές!

Ο ταγματάρχης χτύπησε το μαστίγιό του, τσαφ, τσουφ…

– Περίεργο! Περίεργο! Αυτό είνε, ασφαλώς, σχέδιο των κομμουνιστών.

Κι’ ο λοχαγός έξω φρενών συνέχισε:

– Τι θέλουν να παραστήσουν, ε; Τα κτήνη! Κύριε ανθυπολοχαγέ! Εδώ έχουμε έγκλημα εσχάτης προδοσίας! Τα όργανα της Μόσχας βάλτηκαν να με τρελλάνουν, να με τρελλάνουν…

Χτύπησε ξανά μια δυνατή γροθιά στο τραπέζι κι’ οι μολυβένιοι φαντάροι αναπήδησαν.

– Σταθήτε προσοχή! Προσοχή, κτήνη! Προσοχή, κακούργοι! Προσοχή! Προσοχή! φώναζε ο λοχαγός σαν τρελλός…

Ο Φαρδής αισθάνονταν το καρδιοχτύπι στα στήθεια του να του βαράει σφυριές! Ένα κύμα από θυμό κι’ αγανάχτηση τον έπνιγε. Αυτές οι βρισιές, που δεν ταίριαζαν σ’ ανθρώπους, τον αναστάτωναν. Δε μπορούσε πια να υποφέρει το μολυβένιο εαυτό του. Ήξερε καλά πως δεν ήταν μολυβένιος. Ήταν ένας άνθρωπος ζωντανός και τον έκαναν μολυβένιο με μια προδοσία! Η γενναία του καρδιά σφιγγόταν από πόνο που δε μπορούσε να φωνάξει πέρα ως πέρα την ανθρωπιά του:

– Όχι! Δεν είμαι μολυβένιος φαντάρος! Είμαι αληθινός!

Μια θύελλα δημιουργική σάλευε στο μικρό του στήθος και σε μια συγκέντρωση τεράστια όλης του της δύναμης έβγαλε τη φωνή:

– Εγώ είμαι ο Φαρδής, ο αληθινός Φαρδής, που με κάναν μολυβένιο.

Η φωνή του έφερε το αποτέλεσμά της. Όλοι έκαναν πίσω τρομαγμένοι και το παιδί πήγε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάννας του.

Ο Φαρδής μπόρεσε τώρα να σηκωθεί όρθιος. Και γυρίζοντας στους συναδέλφους του τους μίλησε με πάθος:

– Σύντροφοι! Ας ξαναβρούμε τον εαυτό μας που χάσαμε. Ας τους δείξουμε πως δεν είμαστε στρατιώτες μολυβένιοι…Σύντροφοι! Ξαναβρήτε τον εαυτό σας!

Και σε μια μεγάλη προσπάθεια ένοιωσε να σπάζει τις μολυβένιες σάρκες του κι’ είδε τον εαυτό του να μεγαλώνει ξαφνικά πάνου στο τραπέζι. Πάτησε με τις αρβύλες του το καθαρό τραπεζομάντηλο κι’ έδωσε μια κλωτσιά στη μπουκάλα. έτσι, καθώς βρήκε ξανά τον εαυτό του, πήδησε στο πάτωμα. Κοντά του στη στιγμή βρεθήκανε  οι τρεις σύντροφοι!

Ο λοχαγός έβγαλε πιστόλι.

– Κάτου τ’ άρματα, καραβανά! ξεφώνησε ο Φαρδής και χύμηξε πάνω του.

Τον άρπαξε από το χέρι και τότε είδε κάτι απίστευτο: το αρματωμένο αυτό χέρι να σπάζει μέσα στο δικό του. Κράτησε σφιχτά το κομμάτι αυτό κι’ είπε στους άλλους, μέσα στην πιο βαθειά κατάπληξη:

– Σύντροφοι, κυττάτε! Αυτό το χέρι είνε κέρινο κι’ είνε γεμισμένο μ’ άχυρα μέσα…

Όλοι αφήσανε μια φωνή και τότε παρατήρησαν πως ο λοχαγός κοίτονταν χάμω σα νεκρός. Από το σπασμένο μέρος του χεριού του έβγαιναν άχυρα, άχυρα…Ο Νέλος τού πήρε το κεφάλι, που ξεκόλλησε με τη μεγαλύτερη ευκολία…

– Κούκλα ήταν ο λοχαγός μας! είπε δυνατά. Μια ψεύτικη κούκλα, γεμισμένη μ’ άχυρα…

Γύρισαν μια ματιά να δουν τους άλλους αξιωματικούς. Ο ταγματάρχης ήτανε πεσμένος μπρούμυτα κι’ ο ανθυπολοχαγός έστεκε όρθιος, σαν πετρωμένος. Η γυναίκα κάθονταν ακίνητη, σα νεκρή, πάνω στην καρέκλα και το παιδί της είχε κυλήσει στο πάτωμα, δίχως καθόλου να σαλεύει…

– Όλοι είνε κούκλες! είπαν οι σύντροφοι.

Και τότε τα στραβόξυλα, που ως εκείνη την ώρα μισόκλειναν τα μάτια και παρακολουθούσαν τη σκηνή «αμερολήπτως», πετάχτηκαν όλοι!

– Μωρέ! Ψεύτικοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; φώναξε ο Μάνθος με θαυμασμό. Βρε βλάκας που ήμουνα τόσον καιρό να τους φοβάμια…

Ο Νέλος απάντησε σοβαρά:

– Ναι, ψεύτικοι! Κι’ εμείς οι αληθινοί! Ένας παράξενος άγιος Βασίλης μάς έκαμε να πιστεύουμε πως εμείς είμαστε οι ψεύτικοι κι’ αυτοί οι αληθινοί. Σύντροφοι, έτσι γίνεται στη ζωή μας σήμερα. Είμαστε υποταγμένοι στις κούκλες και γινόμαστε οι αιχμάλωτοί τους γιατί νομίζουμε πως η δύναμη είνε με το μέρος τους. Ενώ εμείς είμαστε πούχουμε τη δύναμη! Σκεφτήτε πόσα εκατομμύρια είμαστε! Σκεφτήτε αυτή η ανθρώπινη θάλασσα, που πλημμυρίζει τη γη, να πάρει συνείδηση της μεγάλης δύναμης που κρύβει μέσα της! Θα δήτε όλους αυτούς τους μετρημένους εκμεταλλευτές πως δεν ήταν τίποτες άλλο παρά κούκλες, αδύνατες, ψεύτικες κούκλες, γεμάτες άχυρα.

– Και τώρα; ρώτησε ο Μάνθος.

– Τώρα; Τώρα είμαστε ελεύθεροι, φώναξε ο Νέλος κι’ ετράβηξε μπροστά. Πάμε, να τους ξυπνήσουμε όλους, να τους φωνάξουμε όλους, να τους το πούμε δυνατά, με χίλια στόματα: Ο Πειθαρχικός Ουλαμός διαλύεται! Αυτοί που μας κρατούσαν αιχμαλώτους δεν ήταν παρά κούκλες! Θ’ ανασάνουν, σύντροφοι, οι στεριές και τα πέλαγα, θ’ ανασάνει όλη γη γη και θα κάνει μιαν ελεύθερη στροφή γύρω από τον ήλιο!

Όταν ο Φαρδής έλεγε το παράξενο όνειρό του στους άλλους φαντάρους του Πειθαρχικού Ουλαμού, είπε:

– Νοιώθω να σαλεύουν μέσα μου τα φτερά της λευτεριάς.

Κι’ ο Νέλος πρόστεσε:

– Δεν αργεί η στιγμή που θα πετάξουμε ελεύθεροι όλοι μαζί…

Κι’ οι εξόριστοι φαντάροι κυττούσαν, κυττούσαν αχόρταγα την άσπρη επιφάνεια της γης που δίνονταν στον καινούργιο χρόνο να της γράψει τη νέα ιστορία της: της Λευτεριάς…

 

Ο νέος Ριζοσπάστης, Πρωτοχρονιά 1933

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: