Άλκης Αλκαίος, «Εργάτες σαν το ατσάλι»
Πριν γίνει γνωστός σε όλους μέσα από τη συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο, ποιήματα και μικρά πεζά του Άλκη Αλκαίου δημοσιεύονταν στις σελίδες του Ριζοσπάστη. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στις 12 του Γενάρη 1978 και είχε τίτλο Εργάτες σαν το ατσάλι.
«Η μπόρα εδώ, ερχόταν πάντα ξαφνικά. Ευαισθητοποιούσε στο έπακρο τις αντέννες, λαχτάριζε τις πόες της αυλής και μολαταύτα η αλήτισσα απορούσε με την αμάχη μας. Ύστερα κατέβαιναν τα συνεργεία: Οι Υπηρεσιακοί Παράγοντες –οι Εκατομμυριομέδιμνοι– οι αφελείς περιπατητές, καθ’ ολοκληρίαν έντιμοι αφού η μπόρα εδώ ερχόταν πάντα ξαφνικά. Όπως η ανεργία. Όπως ο στασιμοπληθωρισμός.
Ύστερα μ’ ανακοινωθέν όλα κάλμα. Ο κράχτης της υπόγας διαλαλούσε την πραμάτεια του, οι δεξιώσεις ξανάβρισκαν την αρρυθμία τους, το τραίνο ξανάβρισκε το ρυθμό του –μόνο ο ρυθμός της παράγκας προκλητικά γυμνός κρεμασμένος απ’ τις θηλές τ’ ουρανού –το τρίξιμο της πόρτας στη νύχτα –ο μπόμπιρας που τουρτουρίζει– οι γενιές που θάρθουν –η Μάρθα στη γωνιά να συλλαβίζει: Άββ – ρόοο – ραα.
«Καθένας πράττει κατά το χρέος του» είπε. Κι έτσι καθώς το πρόσωπο Του αντιγύριζε τον ήλιο πάνω μας χάθηκε σα στοχασμός. Έτσι απλά, στο πρώτο φέγγος των πραγμάτων, κει που τελειώναν οι σκαλωσιές κι άρχιζε η απεραντοσύνη, εκμηδενίστηκε η απόσταση: Μπαμ! Κείνη την ώρα οι εργάτες κατάχαμα παίρνανε το κολατσό τους –χρονομετρημένες μπουκιές– χρονομετρημένες γουλιές– χρονομετρημένες ανάσες. Μπαμ. Κι ο αγέρας γελαστός μας άγιαζε με την ανάσα του. Μπαμ. Κι ο ήλιος ανέβαινε, ολοένα ανέβαινε κι άστραφτε πάνω στα λουλούδια, χωνόταν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις φυλλωσιές, τίναζε το βλέμμα μας στην ιονόσφαιρα, στο δεύτερο φέγγος των πραγμάτων. Πάνω που άρχιζε να τραγουδάει ο Εργάτης. Νάσαι ωραίος έτσι χαμένος:
Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Η Αλίκη με το κόκκινο φουστάνι πηλαλάει, ανεβαίνει τις σκάλες –οι πόρτες που ανοίγουν –οι καρδιές που ανοίγουν –οι πληγές που κλείνουν –εφτά δραχμές για την εφημερίδα –καλημέρα –πόρτα δεν είν’ πολλά…
Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Ο Άλκης με το καφετί αδιάβροχο τι σφίγγει στη μασχάλη του, τι κρύβει στις φλέβες του, ποια αρμονία κανοναρχεί το πέλμα του, ποια Γένεση ποιο θάνατο χλευάζει το στέρνο του –ωστόσο τρέμει μην εκραγούν οι ηφαίστειες αρτηρίες του.
Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη. Κι έχει κάτι εργάτες, απλούς σαν το χάδι της μάνας, γοργούς σαν το πιο ατίθασο άτι, ανυπόμονους σαν το πιο βουερό ποτάμι. Δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, ίδια με το ατσάλι δυνατούς. Ίδια με θαλασσόλυκο άφοβους. Ίδια περίσκεπτους με σοφούς της πράξης. Δες την κερήθρα, άρχισε να γιομίζει μέλι!»
Άλκης Αλκαίος