Ας κοπιάσουν!…
Η μάνα μας ξάπλωσε τα κορίτσια και τους έτριψε τις πλάτες με λάδι, για να μην κρυολογήσουνε που βράχηκαν. Το λάδι κάνει καλό και για το κρύωμα. Και για τις πληγές. Όταν χτυπήσεις στο παιχνίδι, βάλε λάδι να δεις πώς θα γιάνει αμέσως. Κι εκείνοι θέλουν να μας κόψουν τα δέντρα. Ας κοπιάσουν!
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις εύθυμες και στις χαρούμενες ιστορίες; Την απάντηση δίνει ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής στις μικρές ιστορίες για παιδιά στο βιβλίο “Και η θάλασσα ήταν τόσο κοντά…” (εικονογράφηση Κων/νος Ρουγγέρης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017).
«…σε κάθε ιστορία, όσο δραματική και να είναι, υπάρχει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που την έζησε. Που δεν το ’βαλε κάτω. Ούτε με το κρύο, ούτε με την πείνα, ούτε με το θάνατο. Γι’ αυτό, τις ιστορίες μου τις λέω χαρούμενες. Όχι εύθυμες. Χαρούμενες. Τώρα, αν δεν τις νιώσετε κι εσείς έτσι… Σας ζητώ συγγνώμη. Συγγνώμη που σας πίκρανα.»
Μικρές, συγκινητικές αφηγήσεις περιστατικών βγαλμένων από τους αγώνες καθημερινών ανθρώπων που αντιστάθηκαν και πάλεψαν για να είναι η ζωή καλύτερη, ακόμα και αν το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα νικηφόρο. Υπήρξε όμως ελπιδοφόρο. Πρωταγωνιστές παιδιά, που είτε αφηγούνται τα ίδια είτε ένα τρίτο πρόσωπο, κατορθώνουν να δημιουργήσουν ποικίλα συναισθήματα και να αγγίξουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς.
Γραμμένες για παιδιά, αλλά όχι μόνο για αυτά.
Την παρακάτω ιστορία αφηγείται ένα παιδί οχτώ χρονών.
Ας κοπιάσουν!…
Εκείνο το βράδυ έβρεχε. Απότομα έπιασε η βροχή. Έτσι γίνεται πάντα. Ο ήλιος χάνεται ξαφνικά, ο ουρανός μυρίζει σαν το κάρβουνο κι αδειάζει μονοκοπανιά το νερό, θαρρείς και σπάει!
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, έβρεχε στο χωριό μας, στην Κρήτη. Οι αδελφές μου κοιμόντουσαν. Δεν πολυκαταλάβαιναν πολλά πράματα, γιατί ήταν μικρές. Εγώ καταλάβαινα. Ήξερα πως κάτι παράξενο γινότανε στο χωριό εκείνο το βράδυ.
Μόλις βγήκε η μητέρα από το δώμα, σηκώθηκα κι εγώ. Άνοιξα λίγο τα πατζούρια και κοίταξα έξω.
Τι να δεις – σκοτάδι! Και βροχή, βροχή, άλλο τίποτα.
Η μητέρα στεκότανε στην εξώπορτα, με την πλάτη στηριγμένη στο κούφωμα. Φόραγε ένα σάλι πλεχτό, μεγάλο, κατάμαυρο κι αυτό σαν την ίδια τη νύχτα. Άνοιξα την πόρτα και πήγα κοντά της. Πουθενά, σ’ όλο το χωριό, δεν έβλεπες ούτε φωτάκι. Μόνο φωνές πνιχτές άκουγες, που ’ρχόντουσαν από την άκρη του χωριού προς τα εμάς, μια – μια.
– Ε, κουμπάρα Δέσποινα!…Άκουσες τίποτα;
– Όχι, τίποτα, απάντησε η κουμπάρα, μια γειτόνισσά μας.
Η μητέρα μου έκανε το ίδιο, φώναξε δηλαδή, προς τα κάτω προς τ’ άλλο σπίτι:
– Δεν ακούγεται τίποτα!
Κι αυτά εδώ, τα «άκουσες τίποτα», «δεν ακούγεται τίποτα» πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα, αφού έρχονταν πρώτα από την άκρη του χωριού, αδύναμα στην αρχή, κι όλο πιο δυνατά, μέχρι να περάσουν από τη δική μας θύρα, κι ύστερα ν’ αρχίζουν πάλι ν’ αδυνατίζουν κατηφορίζοντας, ώσπου έσβηναν ολότελα.
Κι ύστερα, πάλι από την αρχή!
Εγώ ήξερα τι γίνεται. Όλοι οι άντρες είχαν βγει στη δημοσιά και περιμένανε τα φορτηγά με το στρατό. Πέντε φορές είχαν έρθει τα φορτηγά κι Αμερικάνοι μαζί. Οι στρατιώτες κρατούσαν τσεκούρια! Μπήκαν όλοι στον ελαιώνα, αλλά να το κατόπι τους και οι χωριανοί, με τσεκούρια κι εκείνοι, κι οι μανάδες μας με τα μαύρα τους τα σάλια.
Πέντε φορές ήρθανε τα φορτηγά και πέντε φορές πήρανε το μπρος πίσω. Είχαν έρθει, λέει, να κόψουν τις ελιές μας, να κάνουν εκεί πέρα δεν ξέρω τι. Κάτι στρατώνα, κάτι αεροδρόμιο – δεν ξέρω. Ο πατέρας μου είχε γυρίσει τότες μ’ ένα καρούμπαλο να στο κεφάλι, που εμείς τα παιδιά – τι περιμένεις! – βάλαμε τα γέλια, κι ας έτρεχε κι αίμα από το κούτελο. Η μάνα μας του ’πλυνε την πληγή και την άλειψε με λάδι. Αν βάλεις λάδι στην πληγή, κλείνει αμέσως! Γι’ αυτό είναι που λένε: «Είναι σαν το λάδι στην πληγή αυτός ο άνθρωπος.» Κι εκείνοι είχαν έρθει να κόψουν τις ελιές! Ακούς; Κι ύστερα; Τι θα βάζουμε στο γόνατο σα χτυπάμε;
Στο χωριό, δεν ακούς παρά τούτο:
– Καλά που ’χουμε λάδι.
Κι όταν ανάβουν τα καντίλια:
– Καλά που ’χουμε λάδι!
Κι όταν βάζεις στην κατσαρόλα με τη φασολάδα:
– Καλά που ‘χουμε λάδι!
Τώρα, εδώ που τα λέμε, όλο και τα βάζουν με τα λιόδεντρα οι χωριανοί και τα καταριόνται. Κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Η μάνα μου όλο στον ελαιώνα πηγαίνει και τα κανακεύει – όταν δεν τα καταριέται – και τα ψάχνει – φύλλο – κλαρί – μπας κι αρρωστήσανε. Κι ύστερα την ακούς να τα μαλώνει. Να, όπως εμάς, τα παιδιά.
– Αχ, αχ, πως μας παιδεύετε. Τη ζωή μας τρώτε!
Εγώ, να σας πω την αλήθεια, σα να φοβάμαι όταν η μάνα μας μαλώνει τα λιόδεντρα, γιατί σα να μου φαίνεται πως εκείνα θυμώνουν και κάτι λένε, γιατί όλο κι ακούς πάνω στις φυλλωσιές τους να ψιθυρίζουν!
Ξαφνικά, από την άκρη του χωριού, ακούστηκε η φωνή που περιμέναμε:
– Έρχονται!
Και πιο κοντά:
– Έρχονται!
– Έρχονται! φώναξε βιαστική κι η μάνα μου προς τα κάτω κι ύστερα μπήκε στο σπίτι.
– Ξύπνησε τα κορίτσια, λέει, μα ήσυχα, να μη μου τα τρομάξεις!
Η μάνα μας πήρε τρία σκοινιά που τα ’χε εκεί, έτοιμα. Το νερό έτρεχε από πάνω της. Σηκώθηκαν και τα κορίτσια μας, τα ντύσαμε ζεστά, τα τύλιξε με μια κουβέρτα την κάθε μια τους και βγήκαμε στο δρόμο.
Στο σκοτάδι και τη βροχή, έβλεπες τις σκιές να προχωράνε κι άκουγες τους ψιθύρους βιαστικούς!
– Πιο γρήγορα! Κάντε πιο γρήγορα!
Κι όλοι έτσι: Με τα παιδιά στην αγκαλιά – τα μικρότερα – τ’ άλλα σαν εμένα, που ’χαν πιάσει τα οχτώ, μονάχα τους. Αυτό μας έλειπε, να μας κρατάνε κι εμάς αγκαλιά!
Φτάσαμε στον ελαιώνα που ’ταν πιο σκοτεινά κι απ’ το δρόμο, μα η βροχή δεν έπεφτε πάνω σου με δύναμη.
– Πάρε το σκοινί και δέσε τη Λεφτερίτσα μας στο δέντρο! μου φώναξε η μητέρα και μου πέταξε ένα σκοινί.
Η Λεφτερίτσα μας έκλαιγε. Έκλαιγε και η Σοφία καθώς την έδενε η μητέρα σ’ άλλο δέντρο. Εγώ τους είπα πως δενόμαστε έτσι για να παίξουμε, κι ας κόντεψε να με πάρουν τα κλάματα σα μ’ έδεσε κι εμένα. Έκανα κουράγιο, όμως, και τους έλεγα αστεία – η ψυχή μου το ξέρει, τρόμο που ’χα πάρει! Μα δεν είχα δικαίωμα να κλάψω, γιατί μου ’χε πει η μητέρα να προσέχω να παρηγορήσω τα κορίτσια. Τα μικρά όμως κλαίγανε. Όλα. Κι έτσι όπως ήταν σκοτεινά και σουσούριζε και η βροχή, έλεγες πως κλαίγανε τα δέντρα. Άλλο πράμα ν’ ακούς έναν ολόκληρο ελαιώνα να κλαίει!
Μπροστά – μπροστά, έφτασε κι ένα φορτηγό με στρατιώτες.
– Τι είναι αυτά, λέει ένας με στολή σα βλέπει τα παιδιά δεμένα στα δέντρα.
– Τα παιδιά μας! λέει ο πατέρας μου και σήκωσε ένα δαδί αναμμένο που κρατούσε στο χέρι!
Σήκωσαν και όλοι οι άντρες τα δαδιά τ’ αναμμένα.
– Είναι τα παιδιά μας! φώναξαν όλοι.
– Πάρτε τα παιδιά, θα κόψουμε τα δέντρα!
– Κόφτε και τα παιδιά! Γιατί σα μας κόψετε τα δέντρα, δε θα ’χουμε τι να τα ταγίσουμε! Το ίδιο θα ‘ναι!
Βρε με το καλό, βρε με το κακό – τίποτα! Οι στρατιώτες δεν είχαν και μεγάλο ζόρι κι όλο ψου – ψου με τους δικούς μας τους χωριανούς. Ήταν μαζί τους κι ένας από τα μέρη μας. Οι άλλοι, ξένοι φαίνεται, είχαν το ζόρι.
Φωνές, κακό, κλάματα τα παιδιά, βροχή – να, τι να σας τα λέω!
Είδαν κι αποείδαν, μπήκανε στα φορτηγά και από ’δω παν’ κι άλλοι.
Οι άντρες μείνανε στον ελαιώνα κι εκεί θα πηγαίνουν κάθε βράδυ, λέει, μην τους ξανάρθει η όρεξη και μπουκάρουν στα κρυφά να μας κόψουν τα δέντρα.
Η μάνα μας ξάπλωσε τα κορίτσια και τους έτριψε τις πλάτες με λάδι, για να μην κρυολογήσουνε που βράχηκαν. Το λάδι κάνει καλό και για το κρύωμα. Και για τις πληγές. Όταν χτυπήσεις στο παιχνίδι, βάλε λάδι να δεις πώς θα γιάνει αμέσως.
Κι εκείνοι θέλουν να μας κόψουν τα δέντρα.
Ας κοπιάσουν!
–Εικόνα: Πίνακας ζωγραφικής, της Σοφίας Βλάχου