Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Το Σύμφωνο Φιλίας (διήγημα)
Ένα διήγημα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με «άρωμα» Ελλάδας, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα παιδικού βιβλίου που συμπίπτει με την επέτειο γέννησης του μεγάλου Δανού παραμυθά.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα παιδικού βιβλίου και σαν σήμερα, στις 2 του Απρίλη 1805, γεννήθηκε στη Δανία ο μεγάλος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Παρουσιάζουμε ένα διήγημά του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ το 1964 και το βρήκαμε στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.
Το Σύμφωνο Φιλίας
Πετούμε από τις ακτές της Δανίας
πέρα, μακριά σε ξένες χώρες,
και φτάνουμε στο Νότο, στην Ελλάδα,
με τα θαυμαστά, καθάρια γαλανά νερά.
Εκεί η λεμονιά με τους χρυσαφένιους της καρπούς της
λυγίζει τα κλαδιά της προς τη γη.
Εκεί φυτρώνει τ’ αγκάθι, και βλέπεις τα εξαίσια
Τ’ αγάλματα, τα πλασμένα απ’ το μάρμαρο.
Το τσοπανόσκυλο σαν κάθεται έχει δίπλα του
πλαγιασμένο το σκυλί του˙ ας πάρουμε τη θέση του,
ν΄ ακούσουμε το παραμύθι του συμφώνου μιας φιλίας,
όμορφης συνήθειας του παλιού καλού καιρού.
Το σπίτι μας ήταν κτισμένο από πηλό, αλλά η πόρτα στηριζόταν πάνω σε δυο μαρμάρινες με ραβδώσεις κολόνες, που είχαν βρεθεί στο μέρος όπου χτίστηκε˙ η στέγη έφτανε σχεδόν ίσαμε τη γη και είχε καταντήσει μαύρη κι άσκημη, αλλ’ όταν την τοποθετήσαμε ήταν φτιαγμένη από ροδοδάφνες κι από φύλλα δάφνης δροσερά, που τα ’χαμε κόψει πίσω απ’ τα βουνά. Ο χώρος ήταν στενός γύρω απ’ το σπίτι, οι τοίχοι της πέτρας ορθώνονταν απότομοι, και ήταν γυμνοί και μαύροι˙ σύννεφα πιάνονταν συχνά απ’ αυτούς σαν πλάσματα ζωντανά. Δεν άκουσα ποτέ μου εδώ ένα κελάδημα πουλιού, ποτέ οι άντρες δε χόρεψαν με τους ήχους της φλογέρας, αλλ’ ο τόπος είναι ιερός από τους πανάρχαιους χρόνους όπως και τ’ όνομά του το θυμίζει: Δελφοί! Τα σκοτεινά κι αυστηρά βουνά είν’ όλα χιονισμένα˙ το πιο ψηλό απ’ αυτά, που λάμπει πιο πολύ σαν ο ήλιος βασιλεύει, είναι ο Παρνασσός. Από κει πηγάζει το ρυάκι που κυλάει κοντά στο σπίτι μας κ’ ήταν άλλοτε ιερό˙ σήμερα το γαϊδουράκι ταράζει τα νερά του με τα πόδια του, αλλά το ρεύμα είναι δυνατό και το νερό ξαναγίνεται καθάριο. Πώς θυμάμαι και την παραμικρή γωνιά και την ιερή και βαθιά μοναξιά! Στη μέση της καλύβας ανάβαμε φωτιά, κι όταν η θράκα ήταν παχιά και κόκκινη, ψέναμε το ψωμί˙ αν το χιόνι κύκλωνε το σπίτι μας ίσαμε το σημείο να το κρύβει, τότε η μητέρα μου γινόταν πιο χαρούμενη, έπιανε το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια της, με φιλούσε στο μέτωπο και τραγουδούσε τα τραγούδια που δεν τα ’ψαλλε ποτέ της, γιατί οι Τούρκοι, οι αφεντάδες μας, δεν τ’ ανέχονταν˙ η μητέρα μου τραγουδούσε:
«Στην κορφή του Ολύμπου, μέσ’ στα πευκόφυτα δάση, ήταν ένα γέρικο ελάφι, με τα μάτια βαριά απ’ το κάλμα˙ τα δάκρυά του ήταν κόκκινα, πράσινα κι ωχρογάλαζα˙ ένα ζαρκάδι πέρασε:
— Για ποιο λόγο κλαις πύρινα δάκρυα, και πράσινα κι ωχρογάλαζα;
— Ο Τούρκος ήρθε στην πολιτεία μας με τα μεγάλα κυνηγετικά σκυλιά του, έν’ ακατανίκητο σκυλολόι!
— Θα τρέξω να τους διώξω και να τους ρίξω μέσα στη βαθιά θάλασσα!»
Αλλά πριν βραδιάσει, το ελάφι ήταν νεκρό, και πριν καλά-καλά νυχτώσει, το ζαρκάδι το ’χαν σκοτώσει».
Κι όταν η μητέρα μου τραγουδούσε, τα μάτια της υγραίνονταν κ’ ένα δάκρυ στεκόταν πάνω στα μακριά της ματοτσίνορα, αλλά το ’κρυβε κ’ έτρεχε στη φωτιά να γυρίσει το μαύρο μας ψωμί. Τότε έσφιγγα τη γροθιά μου και φώναζα: «Θα τους σφάξουμε τους Τούρκους!». Εκείνη όμως ξανατραγουδούσε: «Τρέχω να τους διώξω και να τους ρίξω μέσα στη βαθιά θάλασσα». Αλλά πριν βραδιάσει, το ελάφι ήταν νεκρό, και πριν καλά-καλά νυχτώσει, το ζαρκάδι το ’χαν σκοτώσει».
Για πολλές νύχτες και πολλές μέρες είμαστε μονάχοι στην καλύβα μας, όταν ήρθε ο πατέρας μου˙ ήξερα πως μου ’φερνε κοχύλια απ’ τον κόλπο του Έπαχτου ή κ’ ένα γυαλιστερό ακονισμένο μαχαίρι. Τούτη τη φορά μας είχε φέρει ένα παιδί, ένα κοριτσάκι που το κρατούσε κάτω απ’ την προβιά του, ένα ολόγυμνο κοριτσάκι, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα δέρμα κι ό,τι είχε όταν τα’ ακούμπησε στα γόνατα της μητέρας μου ήταν τρία ασημένια νομίσματα δεμένα στα μαύρα του μαλλιά. Κι ο πατέρας μου μας διηγήθηκε για τους Τούρκους που είχαν σκοτώσει τους γονείς του μικρού κοριτσιού, και μας είπε τόσα πολλά, που τα ονειρευόμουνα τη νύχτα˙ κι ο ίδιος ο πατέρας μου είχε λαβωθεί. Η μητέρα μου του τύλιξε το μπράτσο, το τραύμα του ήταν βαθύ, κι αυτή ακόμα η χοντρή προβιά ήταν λερωμένη απ’ το πηγμένο αίμα. Το κοριτσάκι θα ήταν η αδελφούλα μου: ήταν χαριτωμένο, κάτασπρο, και τα μάτια της δεν ήταν λιγότερο γλυκά απ’ τα μάτια της μητέρας μου. Η Αναστασία, αυτό ήταν τ’ όνομά της, θα ήταν η αδελφούλα μου, γιατί ο πατέρας της ήταν αδελφοποιτός με τον πατέρα μου, σύμφωνα με την πανάρχαια συνήθεια που υπάρχει ακόμα. Είχαν ορκιστεί στα νιάτα τους αδελφική αγάπη, και είχαν διαλέξει την πιο όμορφη και την πιο φρόνιμη κοπέλα της περιοχής για να τους ενώσει με το σύμφωνο της φιλίας˙ άκουα πολύ συχνά να μιλούν για το ωραίο και παράξενο τούτο έθιμο.
Η μικρή ήταν λοιπόν η αδελφούλα μου˙ καθόταν στα γόνατά μου, κ’ εγώ της έφερνα λουλούδια και φτερά πουλιών απ’ το βουνό, πίναμε μαζί το νερό του Παρνασσού, κοιμόμαστε ακουμπώντας τα κεφάλια μας το ’να κοντά στ’ άλλο, κάτω απ’ τη ροδοδαφνένια στέγη της καλύβας μας˙ για πολλά ακόμα χρόνια, η μητέρα μου τραγουδούσε τα πύρινα, πράσινα κι ωχρογάλαζα δάκρυα˙ αλλά τότε δεν καταλάβαινα πως ήταν ο ίδιος ο λαός μου που αντικαθρεφτιζόταν ανάμεσ’ απ’ τα δάκρυα, στις χιλιάδες των χιλιάδων πένθη.
Κάποια μέρα έφτασαν τρεις «Φράγκοι», ντυμένοι αλλιώτικα από μας˙ είχαν τα κρεβάτια τους και τις τέντες τους πάνω στ’ άλογά τους και πάνω από είκοσι Τούρκοι με σπαθιά και τουφέκια τους συνόδευαν, γιατί ήταν φίλοι του πασά και είχαν μαζί τους ένα φιρμάνι, με την υπογραφή του. Δεν είχαν έρθει παρά για να επισκεφτούν τα βουνά μας, ν’ ανεβούν στον Παρνασσό και να εξετάσουν τ’ απότομα μαύρα βράχια που περιστοιχίζουν την καλύβα μας˙ η καλύβα μας δε μπορούσε να τους χωρέσει και δε μπορούσαν εξάλλου να υποφέρουν τον καπνό που ’φευγε απ’ την χαμηλή μας πόρτα καθώς ανέβαινε στο ταβάνι˙ έστησαν, λοιπόν, τις τέντες τους στο στενό χώρο γύρω απ’ το σπίτι μας, έψησαν εκεί τ’ αρνιά τους και τα πουλιά τους και πρόσφεραν δυνατά και γλυκά κρασιά, που οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να πιουν.
Σαν έφυγαν, τους συνόδεψα για λίγο, ενώ η αδελφούλα μου η Αναστασία κρεμόταν απ’ την πλάτη μου, τυλιγμένη μ’ ένα κατσικίσιο δέρμα. Ένας απ’ τους Φράγκους μ’ έβαλε κι ακούμπησα σ’ ένα βράχο κ’ έκανε το σχέδιό μας, το δικό μου και της μικρής, τόσο ζωντανά, που ’λεγες πως είμαστε ένας μονάχα˙ αυτό ποτέ μου δεν το ’χα σκεφθεί, αλλ’ η Αναστασία κ’ εγώ δεν είμαστε πραγματικά παρά ένας: καθόταν πάντα στα γόνατά μου ή κρεμόταν απ’ την πλάτη μου, κι όταν ονειρευόμουνα, εκείνη έβλεπα στ’ όνειρό μου.
Δυο νύχτες αργότερα, άλλοι άντρες παρουσιάστηκαν στην καλύβα μας, οπλισμένοι με μαχαίρια και τουφέκια. Ήταν Τουρκαλβανοί, άντρες ατρόμητοι, όπως έλεγε η μητέρα μου˙ έμειναν λίγο καιρό, η αδελφούλα μου η Αναστασία κάθισε στα γόνατα μιανού Τουρκαλβανού… κι όταν αυτός έφυγε δεν είχε πια στα μαλλιά της παρά δυο ασημένια φλουριά αντί τρία. Αυτοί έστριβαν τσιγάρο και κάπνιζαν κι ο πιο γέρος από δαύτους έλεγε για το δρόμο που θα τραβούσαν, δίχως να παίρνει απόφαση καμία: «Αν φτύσω ψηλά, έλεγε, θα φτύσω τα μούτρα μου, αν φτύσω χάμου, θα φτύσω τα γένια μου».
Έπρεπε, ωστόσο, να διαλέξουν κι ο πατέρας μου τους συνόδεψε˙ σε λίγο, ακούσαμε τουφεκιές, κι έπειτα κι άλλες… στρατιώτες όρμησαν στην καλύβα μας κι έπιασαν τη μητέρα μου, εμένα και την Αναστασία˙ «οι ληστές, έλεγαν, είχαν βρει καταφύγιο στο καλύβι μας, ο πατέρας μου τους είχε συνοδέψει και γι˙ αυτό έπρεπε να μας συλλάβουν». Είδα τα πτώματα των ληστών, είδα και το πτώμα του πατέρα μου κ’ έκλαψα πολύ, αλλά στο τέλος αποκοιμήθηκα. Σαν ξύπνησα, βρισκόμαστε στη φυλακή, το κελί μας όμως δεν ήταν πιο άθλιο απ’ την καλύβα μας, και μας έδωσαν κρεμμύδια και ρετσίνα από ’να φλασκί. Δεν τρώγαμε καλύτερα στο σπίτι μας.
Μήτε ξέρω πια πόσον καιρό μείναμε φυλακισμένοι, αλλ’ αυτό βάσταξε πολλά μερόνυχτα. Σα βγήκαμε απ’ τη φυλακή ήταν Πάσχα και κουβαλούσα την Αναστασία στην πλάτη μου, γιατί η μητέρα μου ήταν άρρωστη. Δε μπορούσε να βαδίζει, παρά πολύ αργά, κ’ έτσι χάσαμε αρκετή ώρα πριν φτάσουμε στον κόλπο του Έπαχτου.
Μπήκαμε σε μια κατάφωτη εκκλησία με εικόνες ολόχρυσες: ήταν άγγελοι, πόσο αλήθεια χαριτωμένοι, αλλ’ εγώ έβρισκα και τη μικρή μας Αναστασία πολύ χαριτωμένη˙ στη μέση της εκκλησίας ήταν ο Επιτάφιος, στολισμένος με ρόδα: εκεί ήταν πλαγιασμένος, μου είπε η μητέρα μου, κάτω απ’ τα λουλούδια ο Χριστός˙ και σε λίγο ο παπάς φώναξε δυνατά «Χριστός Ανέστη»! Όλοι φιλιόντανε και καθένας κρατούσε έν’ αναμμένο κερί, ακόμα και η μικρή Αναστασία. Οι πίπιζες άρχισαν να παίζουν, οι άντρες βγήκαν απ’ την εκκλησία χορεύοντας, κρατημένοι χέρι-χέρι, κ’ έξω οι γυναίκες έψηναν στη σούβλα τα πασχαλινά αρνιά κάλεσαν και μας˙ κάθισα κοντά στη φωτιά. Έν’ αγόρι πιο μεγάλο από μένα μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε «Χριστός Ανέστη»! Έτσι γνωριστήκαμε, για πρώτη φορά, ο Αφθονίδης κι εγώ.
Η μητέρα μου ήξερε να πλέκει τα δίχτυα των ψαράδων και κέρδιζε κάτι λεφτά, εδώ στον κόλπο του Έπαχτου. Έτσι μείναμε πολύν καιρό κοντά στη θάλασσα, τη γοητευτική θάλασσα, που είχε μια πικρή γεύση και θύμιζε με τα χρώματά της τα δάκρυα του ελαφιού, γιατί πότε ήταν κόκκινα, πότε πράσινα, πότε γαλανά.
Ο Αφθονίδης ήξερε να οδηγεί μια βάρκα και καθόμουνα με τη μικρή μου Αναστασία μέσ’ στη βάρκα, που έπλεε στο νερό σαν το σύννεφο στον ουρανό˙ σαν ο ήλιος βασίλευε, τα βουνά έπαιρναν ένα σκοτεινό γαλανό χρώμα, οι οροσειρές τους κοίταζαν η μια πάνω απ’ την άλλη, και πέρα μακριά ορθωνόταν ο Παρνασσός με τα χιόνια του, και η κορφή του μέσα στον εσπερινό ήλιο έλαμπε σαν αναμμένο σίδερο, λες και το φως ερχόταν απ’ το ίδιο το βουνό, γιατί έλαμπε ώρα πολλή μέσα στον καθάριο γαλανό αέρα, ώρα πολλή έπειτα απ’ το ηλιοβασίλεμα˙ οι γλάροι σπάθιζαν με τα φτερά τους τα νερά, όλα ήταν ήσυχα όπως στους Δελφούς ανάμεσα στα μουντά βουνά. Ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα στη βάρκα. Η Αναστασία καθόταν πάνω στο στήθος μου κι από πάνω μας τ’ αστέρια έλαμπαν πιο πολύ απ’ τα κεριά της εκκλησίας μας˙ ήταν τα ίδια εκείνα αστέρια, όπως τότε, που καθόμουνα έξω απ’ την καλύβα μας στους Δελφούς. Πίστευα τελικά πως βρισκόμουνα εκεί!… Έξαφνα, άκουσα ένα φλακ! στο νερό, η βάρκα ταλαντεύθηκε κ’ έβαλα τις φωνές γιατί η Αναστασία είχε πέσει μέσ’ στη θάλασσα, αλλ’ ο Αφθονίδης πιο γρήγορος από μένα έβγαζε απ’ το νερό τη μικρή και μου την έδινε˙ τη γδύσαμε αμέσως για να στίψουμε τα ρούχα της και να την ξαναντύσουμε. Ο Αφθονίδης έκανε το ίδιο για τον εαυτό του κ’ έπειτα μείναμε στη θάλασσα, ώσπου να στεγνώσουν τα ρούχα μας. Κανείς δεν έμαθε την τρομάρα μας εξ αιτίας της μικρής μας Αναστασίας που ο Αφθονίδης της είχε σώσει τη ζωή.
Το καλοκαίρι είχε φτάσει. Ο ήλιος ήταν τόσο φλογερός, που τα φύλλα ξεραίνονταν πάνω στα δέντρα˙ συλλογιζόμουνα τα κρύα μας βουνά με τα δροσερά νερά τους˙ και η μητέρα μου τα νοσταλγούσε και να που κάποιο βράδι πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Πόσο όλα είναι ήρεμα και σιωπηλά! Πατούμε πάνω στο θυμάρι, που μυρίζει τόσο όμορφα κι ας έχει μαράνει ο ήλιος τα φύλλα του˙ δε συναντούμε μήτε ένα τσοπάνη, δεν ξεχωρίζουμε μήτε μια καλύβα˙ τα πάντα είναι ήσυχα και μοναχικά: μονάχα οι διάττοντες αστέρες δείχνουν πως εκεί ψηλά, στον ουρανό, υπάρχει ζωή, δεν ξέρω αν ο ίδιος ο γαλανός ουρανός μας φωτίζει, ή αν αυτό τ’ οφείλουμε στην ακτινοβολία των αστεριών, αλλά βλέπουμε ξεκάθαρα το περίγραμμα των βουνών˙ η μητέρα μου ανάβει φωτιά, ψένει τα κρεμμύδια πού ’φερε μαζί της, και κοιμόμαστε, η αδελφή μου κ’ εγώ, μέσ’ στο θυμάρι, δίχως να φοβόμαστε μήτε το λύκο, μήτε το τσακάλι: η μητέρα μου είναι κοντά μας κι αυτό μας φτάνει.
Φτάνουμε επιτέλους στο παλιό μας σπίτι, αλλ’ η καλύβα μας είναι ερείπια: πρέπει να φτιάσουμε μια καινούρια. Δυο γυναίκες βοηθούν τη μητέρα μου και σε λίγες μέρες οι τοίχοι είναι κιόλας κτισμένοι και μια καινούρια στέγη από ροδοδάφνη έχει κιόλας τοποθετηθεί. Η μητέρα μου βάλθηκε να φτιάνει με δέρμα και φλούδα από δέντρα τυλίγματα για μπουκάλια, ενώ φύλαγα τα πρόβατα. Η Αναστασία και οι μικρές χελώνες ήταν τα παιχνίδια μου.
Ένα βράδι είχαμε την επίσκεψη του αγαπημένου μου Αφθονίδη. Μας είπε πως ήθελε πάρα πολύ να μας δει κ’ έμεινε δυο μέρες σπίτι μας. Ξαναγύρισε ύστερ’ από ’να μήνα, λέγοντάς μας πως θα πήγαινε με το καράβι στην Πάτρα και την Κέρκυρα.
Ήθελε να μας αποχαιρετήσει πριν να φύγει κ’ έφερνε δώρο στη μητέρα μου ένα μεγάλο ψάρι. Ήξερε να διηγείται ένα σωρό πράματα για τους ψαράδες του κόλπου του Έπαχτου, και τους βασιλείς και τους ήρωες που ήταν άλλοτε οι κύριοι της Ελλάδας, όπως σήμερα είναι οι Τούρκοι.
Είδα την τριανταφυλλιά να γεμίζει τριαντάφυλλα, που μέρες και βδομάδες γίνονταν ωραία μυρωδάτα λουλούδια˙ γίνονταν έτσι πριν ακόμα καταλάβω πόσο ήταν μεγάλα, ωραία και κόκκινα˙ το ίδιο έγινε και με την Αναστασία. Ήταν μια εξαίσια κοπέλα κ’ εγώ ένα γεροδεμένο παλικάρι. Είχα ο ίδιος γδάρει τους λύκους που είχα σκοτώσει με το τουφέκι μου και τα δέρματά τους σκέπαζαν τα κρεβάτια της μητέρας μου και της Αναστασίας. Τα χρόνια είχαν κυλήσει.
Και να που ο Αφθονίδης φτάνει ένα βράδι, σβέλτος σαν καλάμι, δυνατός και μελαχρινός˙ μας φιλεί όλους, μας μιλάει για την πλατιά θάλασσα, για τα οχυρά της Μάλτας και για τους παράξενους αιγυπτιακούς τάφους˙ όλ’ αυτά ήταν θαυμάσια σα θρησκευτικοί θρύλοι˙ θαύμαζα τον αφηγητή με κάποιο σεβασμό.
—Πόσα πράγματα ξέρεις, του έλεγα, τι όμορφα που διηγείσαι!
—Αλλά το πιο όμορφο είν’ εκείνο που μου είπες άλλοτε! Μου είπες κι αυτό δεν το ξέχασα ποτέ μου, το όμορφο παλιό έθιμο του συμφώνου της φιλίας, είναι ένα έθιμο που θέλω να ακολουθήσω. Αδελφέ μου, πάμε και μεις οι δυο, στην εκκλησία, όπως πήγαν ο πατέρας σου κι ο πατέρας της Αναστασίας˙ αυτή είναι η πιο όμορφη και πιο φρόνιμη κοπέλα κι αυτή θα μας ενώσει. Μα την αλήθεια, δε γνωρίζω άλλο πιο όμορφο έθιμο απ’ αυτό των Ελλήνων!
Η Αναστασία κοκκίνισε σαν τριαντάφυλλο κ’ η μητέρα μου φίλησε τον Αφθονίδη.
Σε απόσταση μιας ώρας πορείας από την καλύβα μας, σ’ ένα μέρος όπου τα βράχια είναι γεμάτα από πλούσιο χώμα κι από λίγα δέντρα που προσφέρουν αρκετή σκιά, βρισκόταν η μικρή εκκλησία˙ έν’ ασημοκάντηλο έκαιε μπρος από την Ωραία Πύλη.
Φορούσα τα πιο καλά μου ρούχα και η κάτασπρη φουστανέλα σχημάτιζε στους γοφούς μου πολλές πτυχές, το γελέκι ήταν κολλαριστό και σφιγμένο, και είχε ασημένια σειρήτια˙ είχα ένα μαχαίρι και πιστόλια στο ζωνάρι μου. Ο Αφθονίδης φορούσε τη γαλάζια στολή των Ελλήνων ναυτικών, με μιαν ασημένια εικόνα της Παναγίας πάνω στο στήθος του και η σάρπα του ήταν λουσάτη, όπως μονάχα οι πλούσιοι μπορούν να έχουν τέτοια. Όλοι μπορούσαν να δουν πως πηγαίναμε σ’ επίσημη τελετή. Μπήκαμε στη μοναχική μικρή εκκλησία, όπου ο βραδινός ήλιος φώτιζε απ’ την πόρτα το αναμμένο καντήλι και τις χρυσοκέντητες εικόνες. Γονατίσαμε μπρος στην Ωραία Πύλη, και η Αναστασία στάθηκε μπροστά μας˙ ένα πολύ φαρδύ λευκό φόρεμα τύλιγε τ’ ωραίο της σώμα˙ ο άσπρος της λαιμός και το στήθος της ήταν στολισμένα μ’ ένα μεγάλο κολιέ από παλιά ασημένια και χρυσά φλουριά. Τα μαλλιά της ήταν σηκωμένα πίσω σ’ έναν κότσο, που τον συγκρατούσε ένα σκουφάκι στολισμένο μ’ ασημένια και χρυσά φλουριά˙ καμιά Ελληνοπούλα δεν ήταν πιο όμορφα στολισμένη. Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε και τα μάτια της έμοιαζαν με δυο αστέρια.
Προσευχηθήκαμε και οι τρεις σιωπηλά, κ’ έπειτα η Αναστασία μας ρώτησε:
—Θέλετε να είστε φίλοι για όλη σας τη ζωή;
Κι απαντήσαμε «μάλιστα».
—Θέλετε κι οι δυο σας, οτιδήποτε κι αν συμβεί, να θυμάστε τούτο; ο αδελφός μου είναι ένα μέρος του εαυτού μου, το μυστικό μου του ανήκει, η ευτυχία μου είναι και δική του. Σταθερότητα, αφοσίωση, ό,τι κλείνει μέσα της η ψυχή μου, είναι δικά του».
Επαναλάβαμε το «μάλιστα». Η Αναστασία ένωσε τα χέρια μας, μας φίλησε στο μέτωπο, και ξανά προσευχηθήκαμε σιωπηλά. Τότε ο παπάς προχώρησε απ’ το Ιερό, μας ευλόγησε και τους τρεις μας, κ’ ένας ύμνος υψώθηκε απ’ τους άλλους ιερείς πίσω απ’ το Ιερό. Όταν σηκωθήκαμε, παρατήρησα τη μητέρα μου που έκλαιε με την ψυχή της, στην έξοδο της εκκλησίας.
Πόσο είμαστε χαρούμενοι στην καλύβα μας και κοντά στις πηγές των Δελφών! Την παραμονή που θα ’φευγε ο Αφθονίδης, καθόμαστε και οι δυο μας στο βράχο, το μπράτσο του έσφιγγε τη μέση μου και το δικό μου το λαιμό καθώς κουβεντιάζαμε για τις συμφορές της υπόδουλης Ελλάδας και για τους άντρες της που μπορούσαμε να τους υπολογίζουμε˙ κάθε σκέψη στις ψυχές μας ήταν φανερή και στους δυο: τότε του ’πιασα το χέρι:
—Πρέπει να μάθεις και τούτο… που ίσαμε τώρα μονάχα ο Θεός κ’ εγώ το ξέρουμε. Όλη η ψυχή μου είναι αγάπη. Είναι μια αγάπη πολύ πιο δυνατή από κείνη που νοιώθω για τη μητέρα μου και για σένα…
—Και ποιον αγαπάς; ρώτησε ο Αφθονίδης, που το πρόσωπό του κι ο λαιμός του έγιναν κατακόκκινα.
—Αγαπώ την Αναστασία! απάντησα.
Και το χέρι του ανατρίχιασε μέσα στο δικό μου κ’ έγινε κάτασπρος σαν το σουδάρι τον είδα, τον κατάλαβα˙ και το δικό μου χέρι έτρεμε κ’ έσκυψα πάνω του, τον φίλησα στο μέτωπο και ψιθύρισα:
—Δεν της το ομολόγησα ποτέ μου, ίσως και να μη μ’ αγαπάει… Αδελφέ μου, θυμήσου πως την έβλεπα κάθε μέρα, πως μεγάλωσε δίπλα μου, και μπήκε στην ψυχή μου!
—Και θα είναι δική σου! είπε ο φίλος μου. Δε μπορώ να σου πω ψέματα και μήτε που το θέλω. Κ’ εγώ την αγαπώ, αλλ’ αύριο φεύγω, θα ξαναϊδωθούμε σ’ ένα χρόνο, και τότε, θα είστε παντρεμένοι, ψέματα;… Έχω λίγα χρήματα, είναι δικά σας. Πρέπει να τα δεχτείς! Κάναμε τον περίπατό μας σιωπηλοί στο βουνό. Σα φτάσαμε στην καλύβα μας, η Αναστασία μας έφεξε, κρατώντας τη λάμπα. Η μητέρα μου έλειπε. Η Αναστασία κοίταζε τον Αφθονίδη με πραγματική λύπη.
—Αύριο μας φεύγεις, του είπε, να ’ξερες πόσο είμαι λυπημένη!
—Λυπημένη, είπε κι αυτός και μου φάνηκε πως η οδύνη του ήταν το ίδιο βαθιά όσο και η δική μου. Δε μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη, αλλ’ εκείνος έπιασε το χέρι της Αναστασίας και της είπε :
—Ο αδελφός μας, που βλέπεις, σ’ αγαπάει, εσύ τον αγαπάς; Με τη σιωπή του εκφράζει τον έρωτά του.
Η Αναστασία ανατρίχιασε κι αναλύθηκε σε δάκρυα. Τότε δεν είδα παρά εκείνη, δε σκέφτηκα παρά εκείνη και την έπιασα απ’ τη μέση και της είπα:
—Ναι, σ’ αγαπώ!
Τότε με τα χείλη της φίλησε τα δικά μου και μ’ αγκάλιασε.
Η λάμπα έπεσε απ’ τα χέρια της χάμου και γύρω μας σκοτείνιασε, όπως στην καρδιά του άμοιρου κι αγαπημένου φίλου μου.
Σηκώθηκε πριν ακόμα ξημερώσει, μας φίλησε όλους, μας αποχαιρέτησε κ’ έφυγε. Όλα του τα χρήματα τα ’δωσε στη μητέρα μου, για μας τους δυο. Η Αναστασία ήταν μνηστή μου, και σε λίγες μέρες έγινε γυναίκα μου.
(Μετάφραση: Γιώργος Πράτσικας)