Χιονοσφαιρική θεώρηση
Φτάνοντας μπροστά στο μικρό κτήριο στην άκρη του θόλου, της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης. Πάνω στον ατσαλένιο τοίχο είχε γραφτεί με μαύρη μπογιά «ΕΞΩ ΟΙ ΛΑΘΡΟ!» Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!
Ο CEO έπαιζε αφηρημένα με τη χιονόσφαιρα, ενώ οι δικηγόροι του, έχοντας απλώσει μπροστά του αμέτρητα χαρτιά, παρουσίαζαν τη στρατηγική τους για την εκμετάλλευση του λιμανιού που θα εξαγόραζαν στο τέλος του μήνα. Για να μπορεί να επεξεργάζεται όσα άκουγε, έπρεπε να μην κοιτά τα πρόσωπα των ομιλητών, παρά να ακούει μόνο τα λόγια τους που πάντοτε αντηχούσαν τα δικά του. Γνώριζαν καλά τι ήθελε, αφού παρόμοιες εξαγορές είχε κάνει και στο πρόσφατο παρελθόν σε άλλες πόλεις, με τελευταία εκείνη στη Μάλαγα, όπου και του είχαν δωρίσει τούτη τη χιονόσφαιρα.
Κατά την τελετή των εγκαινίων, του είχαν μιλήσει για τον τεχνίτη που την είχε φτιάξει, έναν γέρο που δεκαετίες πριν, ξεκινώντας από κάποιο ξεχασμένο πια χωριό της βόρειας Αφρικής, είχε διασχίσει το Γιβραλτάρ για να καταλήξει μαθητευόμενος σε έναν μαραγκό που κεντούσε το ξύλο. Ο μαθητής, προς μεγάλη χαρά του δασκάλου, τον ξεπέρασε και έγινε φημισμένος για τις χιονόσφαιρες, οι οποίες ήταν μεν σκαλισμένες σε ξύλο, αλλά μέσα στο γυάλινο θόλο τους υπήρχε ζωή. Έτσι έλεγαν δηλαδή οι φήμες και πολλοί ένθερμα υποστήριζαν ότι πράγματι είχαν δει μικροσκοπικούς ανθρώπους να κινούνται ανάμεσα στα σπίτια και τα δέντρα της. Οι περισσότεροι ωστόσο αδυνατούσαν να τους δουν και μιλούσαν για τις μαγικές ιδιότητες που τάχα είχε η χιονόσφαιρα. Χαμογελώντας αμυδρά και ταπεινά, ο τεχνίτης έγνεφε αρνητικά και ψιθύριζε πώς όλα είναι εκεί, φανερά σε όποιον πλησιάσει και κοιτάξει.
Η χιονόσφαιρα που τώρα ο CEO ακουμπούσε πλάι στο τηλέφωνό του, καθώς του ζητούσαν να υπογράψει κάποια πρακτικά, ήταν ειδική παραγγελία, φτιαγμένη ειδικά για τον αγοραστή του λιμανιού που θα έφερνε θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και ευημερία στην πόλη. Ο τεχνίτης είχε αιφνιδιάσει τους θαυμαστές της δουλειάς του, γιατί αυτήν τη φορά δεν είχε χρησιμοποιήσει ξύλο για το δημιούργημά του, αλλά ατσάλι.
Η γυναίκα όμως που περπατούσε ανάμεσα στους ατσαλένιους ουρανοξύστες της χιονόσφαιρας ήταν φτιαγμένη από ένα υλικό άγνωστο, απροσδιόριστο, μυστήριο. Κατευθυνόταν με βήμα ανάλαφρο προς ένα μικρότερο κτήριο στα όρια του θόλου, όπου εργαζόταν και χαμογελούσε απολαμβάνοντας τους άδειους δρόμους, τη γαλήνια ησυχία και το ιριδίζον χιόνι που έπεφτε απαλά πάνω της.
Πέρασε μπροστά από μια αλυσίδα ρούχων κι έριξε μια ματιά στη βιτρίνα της. Την εξέπληξε ευχάριστα που ήταν μινιμαλιστική – ουσιαστικά άδεια με μόνο πέντε κύβους με τα γράμματα της φίρμας σε ασημί χρώμα – και σκέφτηκε πως, ούτως ή άλλως, ό,τι κι αν είχε η βιτρίνα, από αυτό το μαγαζί θα ψώνιζε, αφού τα ρούχα τους είναι πάντοτε μοντέρνα και σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Έκανε να μπει να χαζέψει λίγο, αφού είχε το περιθώριο κάποιων λεπτών, αλλά ένα πανό έφραζε την είσοδο. Το διάβασε με περιέργεια και είδε πως οι υπάλληλοι απεργούσαν με αιτήματα που δεν τα πολυκαταλάβαινε. Η αλήθεια είναι ότι γενικά δεν καταλάβαινε την έννοια της απεργίας: οι υπάλληλοι του καταστήματος αυτού εργάζονταν σε ένα καθαρό και φωτεινό χώρο γεμάτο χρώματα, το ωράριό τους ήταν συγκεκριμένο και χωρίς τις υπερωρίες που εκείνη αναγκαζόταν συχνά πυκνά να κάνει.
Ενοχλημένη προχώρησε παρακάτω και η ενόχλησή της μεγάλωσε, όταν σκόνταψε σχεδόν σ’ ένα τσίγκινο κουπάκι με καναδυό κέρματα που βρέθηκε στην πορεία της. Τσαντισμένη έψαξε να βρει σε ποιον ανήκε το κουπάκι αυτό, όμως αντίκρισε μόνο μια τακτοποιημένη στοίβα με στρωσίδια κι ένα μικρό γλαστράκι με δεντρολίβανο φυλαγμένο στη γωνιά της. Κοίταξε τριγύρω, μα πουθενά δεν είδε τον άστεγο για να του τα ψάλλει που έβαζε σε κίνδυνο τους περαστικούς με την απροσεξία του. Ξεφύσηξε και κίνησε με βήματα γοργά προς τη δουλειά της – όχι τόσο από βιασύνη, όσο από θυμό.
Φτάνοντας μπροστά στο μικρό κτήριο στην άκρη του θόλου, της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης. Πάνω στον ατσαλένιο τοίχο είχε γραφτεί με μαύρη μπογιά «ΕΞΩ ΟΙ ΛΑΘΡΟ!» Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι! Όχι μόνο η μπογιά βρώμιζε τον τοίχο, έπρεπε τώρα εκείνη, πέρα απ’ όλες τις άλλες εργασίες της, να βρει συνεργείο καθαρισμού να ευπρεπίσει ξανά το κτήριο. Έσφιξε τις γροθιές της που κρατούσαν τις τσάντες της και φώναξε «Αρκετά!»
Η φωνή της δεν ταξίδεψε παρά μόνο λίγα μέτρα. Δεν αντήχησε στις λείες ατσάλινες επιφάνειες, όπως εκείνη περίμενε πως θα συμβεί, αλλά σώπασε μόλις η λέξη ξεστομίστηκε. Της φάνηκε πως ο λόγος της δεν ακούστηκε, γιατί δεν υπήρχε κανείς κοντά της ν’ ακούσει.
Κοίταξε γύρω της αργά. Προσεκτικά. Σχεδόν με αγωνία. Κάποιος πρέπει να υπήρχε κάπου. Μα δεν έβλεπε τίποτα. Όμως σιγά σιγά άρχισε ν’ ακούει. Αρχικά οι ήχοι ήταν μακρινοί. Αλλά όσο εκείνη ανοιγόταν, εκείνοι ακούγονταν πιο δυνατοί, πιο κοντινοί. Ώσπου άρχισε να τους ξεχωρίζει, άρχισε να τους κατανοεί.
Ήταν ο λυγμός του άστεγου γέρου που κρύωνε, το κλάμα του μικρού παιδιού που πεινούσε, η οιμωγή του πατέρα που το βρέφος του πνίγηκε στη Μεσόγειο, ο ολολυγμός της μάνας που φασίστες μαχαίρωσαν το παιδί της, η κραυγή της συζύγου που ο άντρας της σκοτώθηκε ενώ δούλευε στο εργοστάσιο.
Οι ήχοι δυνάμωναν ολοένα και ένιωσε όλο της το σώμα να ξυπνά γεμάτο ένταση. Προσπαθούσε να αφουγκραστεί κάθε ήχο ξεχωριστά, να του δώσει τη σημασία που του έπρεπε. Και πάνω από όλους αυτούς τους ήχους άκουσε ένα βουητό που όλο και δυνάμωνε. Ώσπου με έναν εκκωφαντικό κρότο έσπασε το γυάλινο θόλο που περιέβαλλε τον κόσμο της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι άκουγε, αλλά ένιωθε τον αέρα γύρω της να άλλαξε και πάλευε να ξαναβρεί την ανάσα της.
Όταν η βοή καταλάγιασε, ορθώθηκε και κοίταξε με καινούργια ματιά γύρω της. Είδε πλήθος ανθρώπων κάτω από τα πολύχρωμα πια κτήρια να βρίσκονται κοντά της και να αναζητούν και οι ίδιοι το νόημα της αλλαγής που βίωσαν. Χαμογέλασε, ενώ άκουγε από κάπου μακριά τον ήχο νερού που σταγόνα σταγόνα έπεφτε μετρώντας το νέο χρόνο.
Το υγρό είχε χυθεί από τη χιονόσφαιρα και πλέον μόνο κάποιες σταγόνες έπεφταν αργά πάνω στα χαρτιά που μόλις είχε υπογράψει ο CEO. Το μπλε μελάνι της υπογραφής του άρχισε να εξαπλώνεται αθόρυβα πάνω στο χαρτί, αχρηστεύοντας, προς το παρόν, όλες τις αποφάσεις που είχε πάρει.